Κανείς άνθρωπος δε μπορεί να ξέρει τι σημαίνει ζωή κι ευτυχία, τι σημαίνει κόσμος, φροντίδα κι εμπιστοσύνη, τι σημαίνει το οτιδήποτε, μέχρι που αποκτά ένα παιδί, το δικό του παιδί για την ακρίβεια, και μαθαίνει μέσω της αγάπης που δίνει και παίρνει αφειδώλευτα από αυτό, μέσω αυτής της συναρπαστικής αλληλεπίδρασης, να χαρτογραφεί το νόημα των πάντων από την αρχή. Τότε μόνο αντιλαμβάνεται πως ένα παιδί δεν είναι παρά το αδιάλλακτο ενταλτήριο του Θεού για τη συνέχιση της ανθρώπινης ύπαρξης στη γη, πως το ωραιότερο πράγμα είναι να κοιμάται πλάι του και η μακάρια ανάσα του να χαϊδεύει το πρόσωπό του γονέα, και πως κάθε παιδικό χαμόγελο ισοδυναμεί με το αγνότερο σύμβολο της αιώνιας συνύπαρξης της αγάπης, της προσφοράς και του καθήκοντος. Στην καινή Διαθήκη αναφέρεται πως οφείλεις να αγαπάς όσους ανατρέφεις. Η ευσυνειδησία κάθε γονεϊκής καρδιάς συμπληρώνει εδώ ότι αγαπάς το σπλάχνο σου είτε ανήκε κάποτε στο σώμα σου και προέκυψε από αυτό, είτε απλώς επειδή σου το χάρισε η μοίρα σε μια προσπάθεια να υπερκεράσει με άλλον τρόπο το εγώ σου.

Το νέο παιδικό βιβλίο του Παναγιώτη Δημητρόπουλου, «Ο μπαμπάς μου… ο ήρωάς μου», που κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική, δεν αφορά μόνο τους μικρούς μας φίλους, μα όλους όσοι επιθυμούμε να παραδώσουμε ένα καλύτερο και πιο αισιόδοξο μέλλον στους βιολογικούς και μη διαδόχους μας. Όταν ένα πρωινό η μικρή Καλλιόπη και ο πατέρας της βρίσκονται στο δρόμο για το σχολείο, συναντούν το Στέφανο με τον δικό του πατέρα. Αμέσως το κορίτσι διατείνεται πως ο πατέρας του Στέφανου έχει κάτι που τον διαφοροποιεί από όλων των άλλων παιδιών. Εξηγεί πως ο πατέρας του Στέφανου δεν είναι ο αληθινός του πατέρας, κι αυτόματα στο μυαλό του γεννήτορά της, έρχεται μια ιστορία από τα παλιά, με την οποία θα πείσει μια για πάντα την κόρη του πως γονιός δεν είναι αυτός που γεννά, αλλά αυτός που μεγαλώνει ένα παιδί. Αυτός που του προσφέρει για δώρα τις ρίζες της υπευθυνότητας και τα φτερά της ανεξαρτησίας, αυτός του οποίου η αγάπη δε σβήνει, παρά μοιάζει με αστέρι που φωτίζει αδιάλειπτα τον ουρανό του.

Οι γονείς της Καλλιόπης θυμούνται τριάντα χρόνια πριν, το ξανθό αγόρι που λεγόταν Άγγελος. Στο Γεράσιμο το «Ζόρικο», τον Ανδρέα το «Μπακαλογατί», τον Διονύση τον «Περούκα» και τον πατέρα της Καλλιόπης που στα χρόνια της παιδικής αθώοτητας και της ανεμελιάς, γύριζε πάντα στο παρατσούκλι «Σπάρος», ήρθε να προστεθεί ο Άγγελος «ο Στρατηγός». Όμως δεν αργεί να γίνει το πάρτι του Διονύση και μαζί να έρθει η αποκάλυψη. Μια αποκάλυψη που μοιράζονται οι μεγάλοι μεταξύ τους, και που σαν φτάσει σε δύο ανίδεα παιδικά αυτιά, τα αιφνιδιάζει, τα μπερδεύει, και τους γεννά ένα σωρό αρνητικές σκέψεις. Κάποια μέρα θα έρθει και η παρεξήγηση ανάμεσα στο Γεράσιμο και τον Άγγελο, και ο Γεράσιμος θα χρησιμοποιήσει την αποκάλυψη για να προσβάλλει ανεπανόρθωτα τον Άγγελο. Το καταφέρνει. Ο Άγγελος μπαίνει στο περιθώριο, κανείς δεν πλησιάζει πια από την παρέα το ξανθό αγόρι, ούτε και εκείνο όμως επιδιώκει επαφές μαζί τους. Η θλίψη έχει δέσει την καρδιά του, και η θλίψη που ενίοτε εισχωρεί στις παιδικές καρδιές, τις αναγκάζει να ωριμάσουν πριν την ώρα τους, τις τραβά επίμονα από το μανίκι και τις παρουσιάζει στον κόσμο των ενηλίκων ως θηριοδαμαστής που κομπάζει για κάθε υποταγμένο του λιοντάρι.

Παρόλα αυτά, ένα αναπάντεχο γεγονός θα αποκαταστήσει τις ισορροπίες, και θα φιλοτεχνήσει με τον καλύτερο τρόπο το πρόσωπο της αλήθειας. Ο κύριος Νεκτάριος, ο πατέρας του Άγγελου, θα αποδείξει στην παρέα του γιου του πως δεν υπάρχει επιτακτικότερη ανάγκη στην παιδική ηλικία τόσο δυνατή όσο η πατρική παρουσία, πως δεν είναι τα αισθήματα των ανθρώπων που γράφουν ιστορία, μα οι πράξεις τους που υποκινούνται από αυτά, πως ένας ήρωας αγαπά όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, και πως το ιερό άδυτο της αρετής είναι πρωτίστως η οικογένεια. Στην μικρή Καλλιόπη θα αποδείξει πως τους ήρωες δεν τους απαντάς απαραίτητα στο σκοτάδι, μα και δίπλα σου αν κοιτάξεις, πως ο κόσμος είναι τρομερά επικίνδυνος για οτιδήποτε άλλο πέραν της αλήθειας και πολύ μικρός για οτιδήποτε άλλο πέραν της αγάπης, και πως ό,τι η φωλιά για το πουλί, ό,τι ο ιστός για την αράχνη, έτσι και η γονεϊκή αγκαλιά για τα παιδιά.

Ο Παναγιώτης Δημητρόπουλος μοιάζει να ξέρει πως ένας άνθρωπος αξίζει τόσο, όσο αξίζει αυτό που αγαπάει, πως οι άνθρωποι δε γεννιούνται αλλά γίνονται, και πως η απόφαση να αποκτήσεις παιδί μοιάζει λίγο πολύ με το να κυκλοφορείς με την καρδιά σου έξω από το σώμα σου εκτεθειμένη στους κινδύνους. Ξέρει επίσης πως γενναιοδωρία είναι να δίνεις όχι αυτό που χρειάζομαι περισσότερο εγώ από σένα, αλλά αυτό που χρειάζεσαι εσύ περισσότερο από μένα, πως πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για όσα καλά και δυσάρεστα συμβαίνουν στη ζωή γιατί κι από τα δύο μαθαίνουμε, και πως τα παιδιά χρειάζονται πρότυπα, κι όχι κριτικές. Συναισθάνεται, από την εμπειρία του ως πατέρα, πως τα παιδιά κάνουν τους γονείς να συνειδητοποιήσουν ότι μετά το «αγαπώ», το ρήμα «στηρίζω», είναι το δεύτερο πιο σημαντικό. Γράφει, λοιπόν, με γνώμονα όλα τα παραπάνω, ένα βιβλίο που από αναγνώστες του, μας καθιστά αναγνώστες του ίδιου του εαυτού μας, όπως θα έλεγε και ο Προυστ. Ένα βιβλίο που ανταποκρίνεται στην πεποίθηση πως η ανάγνωση είναι ό,τι η γυμναστική για το κορμί. Επίσης, γράφει για έναν ακόμη σπουδαίο λόγο. Στηρίζει τους αληθινούς ήρωες και τις ηρωίδες αυτής της ζωής.

Στο εξώφυλλο αναγράφεται πως με την αγορά κάθε βιβλίου ενισχύεται η Φλόγα με 2 ευρώ. Η Φλόγα είναι ο Σύλλογος Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια, που παρά τις ποικίλες δυσχέρειες αποτελεί όαση σε μια ατέλειωτη και καυτή έρημο, που όταν δεν υπάρχει δρόμος, τον δημιουργεί μέσα από το σκοτεινό αδιέξοδο, και που για τα μέλη του, την αυγή μπορείς να τη φτάσεις μόνο περπατώντας το μονοπάτι της νύχτας. Για τη Φλόγα, αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, αλλά αυτός που δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει. Κοντολογίς, πνίγεσαι όχι αν πέσεις στο ποτάμι, μα αν παραμείνεις βυθισμένος σ’ αυτό. Γι’ αυτό, πρέπει πάντα να βάζεις με πείσμα το ένα πόδι μπρος στο άλλο και να προχωράς. Να φοράς δηλαδή, παρωπίδες, και να οργώνεις ίσια μπροστά. Μόνο έτσι δεν θα χάνεις την επαφή με το νέκταρ της ζωής.