Μια ληστεία άψογα σχεδιασμένη και μια μυστηριώδη εξαφάνιση μιας γυναίκας είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται η αφήγηση του νέου βιβλίου της Χριστίνας Ζέμπη «Οι δρόμοι της λήθης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις και τον τρόπο που αυτές διαμορφώνονται σε μια κοινωνία που μαστίζεται από την κρίση και την ανέχεια, στην κοινωνία της εποχής μας.


Στην προσπάθεια να βρεθεί η εξαφανισμένη γυναίκα η Δέσποινα Καρανικόλα, η υπαστυνόμος που έχει αναλάβει την υπόθεση θα συναντηθεί με τον άνθρωπο που η ίδια μερικά χρόνια πριν είχε στείλει στη φυλακή, τον Διομήδη. Μαζί του θα γνωρίσει την παραφορά ενός μεγάλου έρωτα. Και θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν στην πορεία της ζωής όταν προσπαθούν να ξεπεράσουν ό,τι οφείλουν να ξεχάσουν. Το πιο ισχυρό κίνητρο για την αλλαγή αυτή είναι η αγάπη. Η αγάπη για τον άλλο, αυτή που πρέπει να μάθει κάποιος να δίνει για να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Η αγάπη που θα τον οδηγήσει στην κάθαρση και κατ’ επέκταση στη λύτρωση.


Οι ήρωες αυτού του μυθιστορήματος όμως δεν είναι μόνο αυτοί. Μαζί τους συμπρωταγωνιστούν ο Μάνος που κουβαλάει επάνω του τη βίαιη συμπεριφορά του πατέρα του και έμαθε να συμπεριφέρεται ανάλογα και η Μάρθα που με τη μητρική της φροντίδα θα προσπαθήσει να απαλύνει τον πόνο του και να κλείσει τις πληγές της ψυχής του. Και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, κύριοι και δορυφορικοί εμφανίζονται στο βιβλίο προσεκτικά σχεδιασμένοι και αδρά ψυχογραφημένοι. Ήρωες που έμαθαν στη ζωή ότι η ελπίδα, ο έρωτας, η βία, η ένταση και ο πόνος, η ευτυχία αλλά και η προδοσία είναι έννοιες συχνά συνυφασμένες αναπόδραστα και πως οι προσδοκίες για τη ζωή διαψεύδονται τις περισσότερες φορές αφήνοντας πίσω τους το κενό της απώλειας και πως η απελπισία, ο θυμός και η εκδίκηση είναι συναισθήματα που εγχαράσσονται στην ψυχή και δημιουργούν απόλυτες ανατροπές. Χαρακτηριστικός είναι ο καλός φίλος του Διομήδη, ο Μάνος, ο οποίος έχει μετατραπεί σε έναν τύπο της φυλακής, αλλά είναι ο μόνος που στάθηκε δίπλα του την περίοδο εγκλεισμού του Διομήδη αναπτύσσοντας αδελφικές σχέσεις μαζί του. Αλλά και ο Δημητράκης που συχνάζει στα Εξάρχεια και η ζωή του διασταυρώνεται με τους κουκουλοφόρους της πλατείας. Ήρωες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον ίδιο τους τον εαυτό και που στην προσπάθειά τους αυτή θα ανακαλύψουν συναισθήματα ξεχασμένα ή και ανύπαρκτα στη ζωή τους, όπως η φιλία και η αγάπη, όσα δηλαδή στερήθηκαν και για τον λόγο αυτό κατέληξαν σε μια «άδεια» ζωή, σε μια ζωή γεμάτη φόβο και βία. Είναι αυτοί που θα αναζητήσουν στους δρόμους της λήθης την απενοχοποίησή τους και εν τέλει τη σωτηρία τους.


Η συγγραφέας καταφέρνει με πολύ παραστατικό τρόπο να αποδώσει τη ζοφερή εικόνα των φυλακών και χωρίς καμιά διάθεση διδακτισμού καταγράφει τα αίτια που δημιουργούν τις παραβατικές συμπεριφορές των ανθρώπων, είτε πρόκειται για ανθρώπους που ένα τυχαίο συμβάν τους οδήγησε στη φυλακή είτε για εκείνους που μόνο αυτό μπόρεσαν να κάνουν στη ζωή τους. Με διάθεση κοινωνιολογικής προσέγγισης η συγγραφέας εστιάζει στις ψυχολογικές διακυμάνσεις που καθόρισαν τη συμπεριφορά τους αλλά και στη στάση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όταν το περιβάλλον αυτό στρέφεται με αξιοσημείωτη ευκολία εναντίον τους.


Γραμμένο με αμεσότητα, ευαισθησία και ρεαλισμό το βιβλίο αυτό είναι μια μικρή τοιχοποιία της σύγχρονης εποχής, του αγώνα για επιβίωση, των ψυχολογικών εντάσεων που διασαλεύουν τις ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα βιβλίο απολαυστικό που διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

«Τι κοινό μπορεί να έχουν μια δυναμική υπαστυνόμος, ένας ρομαντικός δάσκαλος, ένας θαμώνας των φυλακών, μια καταπιεσμένη νοικοκυρά κι ένας κουκουλοφόρος;

 

Στην Αθήνα της κρίσης μια γυναίκα εξαφανίζεται κι η εξαφάνισή της συμπίπτει με μια καλοστημένη ληστεία. Στην προσπάθειά της να τη βρει, η υπαστυνόμος Δέσποινα Καρανικόλα θα συναντήσει ξανά έναν παλιό της γνώριμο, τον Διομήδη Δανέλλη, τον άνθρωπο που από λάθος έστειλε η ίδια πριν από λίγα χρόνια στη φυλακή. Μαζί του θα ζήσει έναν μεγάλο έρωτα, όμως ο Διομήδης δεν είναι πια ο ίδιος. Και πώς να είναι; Η ζωή του διαλύθηκε κι οι αγαπημένοι του τον ξέχασαν. Μόνο ο Μάνος, μόνιμος θαμώνας των φυλακών, στάθηκε δίπλα του, κι αυτόν πλέον ο Διομήδης τον λογαριάζει γι’ αδελφό. Στο ίδιο σταυροδρόμι της ζωής κι ο Δημητράκης, που προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εαυτό του, μπλέκεται με τους κουκουλοφόρους της πλατείας Εξαρχείων.
Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται και διανύουν κοινούς δρόμους. Έτσι, θα ανακαλύψουν τον εαυτό τους, θα εξελιχθούν και θα προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν. Κι υπάρχουν συναισθήματα που σταθερά μας οδηγούν απ’ το σκοτάδι στο φως. Ο έρωτας. Η αγάπη. Η φιλία. Μόνο που καμιά φορά γίνονται η αιτία ώστε η πορεία μας να είναι αντίστροφη.


…Έβρεχε όταν βγήκα στον δρόμο. Καλύτερα. Τα δάκρυα φωλιάζουν στη βροχή όπως οι ψιχάλες στη θάλασσα κι η θλίψη στη συννεφιά σαν τις χιονονιφάδες στο λευκό μάρμαρο. Φόρεσα την κουκούλα του φούτερ κι έγινα πάλι ο Κανένας. Τάχυνα το βήμα ως τον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι.
Σ’ όλη τη διαδρομή κοιτούσα τις σταγόνες να σχηματίζουν ρυάκια στα τζάμια του βαγονιού. Στην Ομόνοια το τρένο άδειασε και ξαναγέμισε σε δευτερόλεπτα. Ένα πρεζόνι μου ’χωσε στο πρόσωπο το απλωμένο του χέρι μαζί με μια θλιβερή ιστορία. Του ’δωσα σχεδόν ό,τι είχα πάνω μου. Οι συνεπιβάτες μου με κοίταζαν με μια δόση υπεροψίας και μπόλικο οίκτο. Το ξέρω πως οι ιστορίες των ζητιάνων είναι ψεύτικες. Τι σημασία έχει; Πίσω τους κρύβονται άλλες, αληθινές, όχι λιγότερο θλιβερές.
Ιστορίες σαν τη δική μου. Σαν όλων μας…
»