«Να, πάρε τούτο εδώ. Άλλες είχαν σεντούκι με προίκες, κασελάκια με λίρες και κοσμήματα. Εγώ έχω μόνο αυτό. Περιέχει άλλου είδους θησαυρούς, αγάπη μου, τους θησαυρούς της καρδιάς μου. Όποτε θελήσεις να μάθεις… για τις ζωές μας εκεί πέρα, για την οικογένειά μας, για τις αγάπες μας. Όχι, δεν σου τα έχω πει αυτά, δεν μπορούσα να σου τα πω νωρίτερα, δεν με άφηνε η κόρη μου και είχε δίκιο. Είσαι παιδί ακόμα. Όμως μπορεί να φύγω ξαφνικά και φοβάμαι μήπως και δεν τα μάθεις ποτέ. Είσαι η συνέχεια εκείνης της μεγάλης ιστορίας, κατά κάποιον τρόπο είσαι και η συνέχεια ενός μεγάλου έρωτα. Κι ας μην είσαι καρπός του. Πάρε αυτό, άσκουμ…»

Το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Πέρα από τα Παλιά Ασήμια» κλείνει με τον καλύτερο τρόπο, συγκλονιστικά, λύνονται όλες οι απορίες που έχουν δημιουργηθεί στον αναγνώστη, ενώνονται όλα τα κομμάτια του παζλ και σαν ψηφιδωτό κορυφώνεται ο μυθοπλαστικός ιστός ενός μεγάλου, βαθύ και αλησμόνητου έρωτα που άντεξε στα βάθη του χρόνου και μετουσιώνεται στο σήμερα στην ένωση των δύο απογόνων του Έλμερ και της Σεβαστής.

Το ταξίδι ξεκινά, χωρίς να αφήνει κενά, από εκεί που η συγγραφέας είχε κλείσει το δεύτερο βιβλίο. Η Έλσα βρίσκεται στο πατρογονικό αρχοντικό και προσκυνά σαν τάμα τα άγια χώματα των προγόνων της ενώ ταυτόχρονα ο Άλεξ της αποκαλύπτει πως είναι ο εγγονός του Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ. Μέσα από το ημερολόγιο της Σεβαστής καθώς και από κάποιες επιστολές του Έλμερ που κρατά ο Άλεξ –τις οποίες όπως μαθαίνουμε ποτέ δεν έστειλε στην αγαπημένη του– η Κόντζογλου μας κάνει κοινωνούς του συγκλονιστικού και σπαρακτικού οδοιπορικού των δύο ερωτευμένων νέων κατά τον βίαιο ξεριζωμό τους από την Μερτζιφούν και την Καισάρεια προς την Ελλάδα.

Με ξεχωριστή μαεστρία και με γραφή απλή, χωρίς περιττά καλολογικά στοιχεία αλλά μεστή και παραστατική και άκρως λογοτεχνική σε πολλά σημεία καθώς αναδύεται ο φιλοσοφικός της στοχασμός, η Κόντζογλου μας μεταδίδει βήμα βήμα τις δυσκολίες και όσα τραγικά συνέβησαν κατά τον σπαρακτικό αποχωρισμό και αποχαιρετισμό των δύο αγαπημένων αλλά και κατά τη διάρκεια του δύσκολου και περιπετιώδους ταξιδιού τους προς τη νέα ξένη προς αυτούς πατρίδα. Οι σκηνές είναι άκρως κινηματογραφικές, γλαφυρές, με τον ανάλογο λυρισμό, χωρίς να γίνονται μελοδραματικές και καταφέρνουν να αποδώσουν στο έπακρο τα βαθύτερα συναισθήματα και τον ψυχισμό των δύο πρωταγωνιστών, τις αγωνίες τους, τα διλήμματά τους και τις πιο απόκρυφες επιθυμίες τους.

Η Σεβαστή και ο Έλμερ χάθηκαν σε χρόνια δύσκολα και σε όσα η μοίρα και η πορεία της ζωής επέτασσαν για αυτούς, όμως η αγάπη τους και το βαθύ της νόημα δεν ξεχάστηκε ποτέ και παρέμεινε αναλλοίωτο σε βάθος χρόνου.
Η Σεβαστή παλεύοντας για την επιβίωση στη Θεσσαλονίκη, που ποτέ δεν κατάφερε να νιώσει πατρίδα της, όπως και με τα κοινωνικά στερεότυπα που τους ήθελαν «Τουρκόσπορους» και το παιδί της «μπάσταρδο» ή την ίδια «σπιτωμένη», όλα αυτά αναδύονται μέσω της γραφής της Κόντζογλου και κάνουν το ρυθμό του μυθιστορήματος άλλοτε πιο αργό και άλλοτε πιο γρήγορο, με κορυφώσεις και υφέσεις ώστε ο αναγνώστης να αποφορτιστεί από την ένταση και τα καίρια συναισθήματα που του προκαλούνται καθώς γυρίζει τις σελίδες.

Παράλληλα, ολοκληρώνεται η εγκιβωτισμένη ιστορία του Βαλαχά και μπεκτασή Ομέρ, ο οποίος εκδιώχθηκε από την Ελλάδα με προορισμό τις αλησμόνητες πατρίδες της Καππαδοκίας. Μας εξιστορούνται τα όσα δύσκολα τράβηξε με τον ερχομό του στη νέα πατρίδα, τα όσα βίωσε στην εξορία όπου τον έστειλαν επειδή δεν θέλησε να αλλαξοπιστήσει, αλλά και το πώς αποφάσισε τελικά να γυρίσει εκεί όπου βρίσκονταν θαμμένα τα κόκαλα των προγόνων του για να βρει τελικά την αληθινή ευτυχία.

Στο τέλος, η ιστορία ολοκληρώνεται στο σήμερα, όπου Έλσα και Άλεξ νιώθουν πιο δεμένοι από ποτέ, έχοντας κατανοήσει και ξεπεράσει τα τραυματικά βιώματα των παιδικών τους χρόνων και νιώθουν να κουβαλούν στην ψυχή τους σαν φόρο τιμής την βαριά κληρονομιά της αγάπης των παππούδων τους.
Εντέλει, η Κόντζογλου μας παραδίδει μια λογοτεχνική μυθιστορηματική αφήγηση για σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, μια ιστορία διόλου εύπεπτη, ένα έργο για πιο «ψαγμένους» και μυημένους αναγνώστες που αναζητούν κάτι βαθύτερο διαβάζοντας τις λέξεις και τις προτάσεις.

pera apo ta palia ashmia