«Προσωπικά η σχέση μου με τη νοσταλγία μένει σχέση στενή, αλλά και επίφοβη μια και σε κατακρατά στο ανικανοποίητο. Το θετικό είναι ότι επειδή ακριβώς οι νοσταλγίες για τα γεγονότα και κυρίως για τα πρόσωπα που πέρασαν αλλά δεν προσπέρασαν απ΄ τη ζωή μου, έχουν μαγεία, μαγεία φωτεινή ή σκοτεινή, με εμπνέουν. Εκ των υστέρων αναδείχνουν τη ζωή περισσότερο ενδιαφέρουσα, ποιητική, θεατρική, ελκυστική, με κρυμμένα νοήματα και σύμβολα, και μ’ αυτό που λέει ο ποιητής, ”το παρ΄ ολίγο να συμβεί”, πλησίον. Μου θερμαίνουν την ανάγκη να περιγράψω όσα συνέβησαν για να τα ξαναζώ, να τα διαιωνίζω, να τα περιγράψω λιγάκι αλλιώτικα, πιο “σωστά”, πιο “δίκαια” κατά τα δικά μου ζωτικά γούστα. Από μικρή έλεγαν ότι ήμουν παιδί με φαντασία, αλλά εγώ πιστεύω ότι ήμουν παιδί με νοσταλγία».


«Η νοσταλγία κι εγώ» της Μάρως Βαμβουνάκη είναι, θα μπορούσε να είναι, και το προσωπικό μου Λυσάρι. Μια ανοιχτή συνεδρία ζωής γενναιόδωρη και ειλικρινής, απτή και πυκνοϋφασμένη, ο καθρέφτης μας και η πίσω του εκδοχή, το «παρά ταύτα» που ο καθένας μας χρειάζεται για να πάει πάρα πέρα. Ένα ανάγνωσμα που αν το θέλουμε μπορεί ως και να μας αλλάξει ζωή. Το δώρο στον εαυτό μας.
Η Μάρω Βαμβουνάκη συνενώνει αριστοτεχνικά και με τον ιδιαίτερα βαθύ και στοχαστικό της τρόπο, λογοτεχνία και ψυχολογία. Δεν διστάζει να θίξει τα μεγάλα διλήμματα και αινίγματα της ύπαρξης, όπως από πού πηγάζει τελικά η νοσταλγία, ποια είναι η φύση του έρωτα και του χρόνου, η δύναμη και η αδυναμία της μοναξιάς, η βαθύτερη φύση των μύθων και των παραμυθιών, τα κρυμμένα χαρτιά της προδοσίας και της φιλίας, που είναι τα όρια ενός εργατικού και ενός εργασιομανούς, ο φόβος της μοναξιάς και του θανάτου, τα οφέλη του καταθλιπτικού, ο θείος και ο ανθρώπινος χρόνος, η θεϊκή και ανθρώπινη δικαιοσύνη. Το «παρά ταύτα» του θαύματος.
Στο νέο της βιβλίο η Μάρω Βαμβουνάκη θα ασχοληθεί με: Η νοσταλγία κι εγώ. Τα εκατόφυλλα της πεθεράς. Ο καθρέφτης του νάρκισσου. Ερωτευμένη με την αντίζηλο. Η δυστυχία των τεμπέληδων. Προδοσίες ερώτων και φίλων. Οι χαρές του καταθλιπτικού. Ο συμμαθητής μου που τον λένε Άμλετ. Τα παραμύθια του κακού. Ορφανή Κυριακή. Γυναίκα μέσα στην μπανιέρα. Ο επισκέπτης του. Και αναφερόμενη σε ιστορίες πυκνές που θα μπορούσαν να είναι και μυθιστορήματα, σηκώνει το ομιχλώδες πέπλο της καθημερινής τακτοποιημένης ζωής μας και αποκαλύπτει το καλά κρυμμένο πρόσωπο του προσωπείου. Αποδεικνύει τον πανικό του εργασιομανούς, το ζωτικό ψεύδος του απόλυτα τακτοποιημένου, τη βαριά σκιά του νοσταλγικού παιδιού, την ωφελιμιστική θλίψη ενός μόνιμα καταθλιμμένου, την μυστική δύναμη της μοναξιάς και την θεϊκή δικαιοσύνη στον χωροχρόνο του χάους.


Ξεκινώντας από τα μυστήρια μυστικά ενός νοσταλγικού:
«Η γυναίκα του Λωτ θα γίνει στήλη άλατος άμα στράφηκε να κοιτάξει πίσω, ενώ βάδιζε προς το λυτρωτικό μέλλον που τους χάρισε ο Θεός». «Από κοντά σπάνια μια νοσταλγία δικαιώνεται».
Για τη Μοναξιά:
«Το λέω και το ξαναλέω σαν την τεράστια ανακάλυψη της ζωής μου: Είναι βασικότατο άθλημα το να μπορείς να μένεις και μόνος. Ζωτική άσκηση η μοναξιά, καταφύγιο, κελί σωτηρίας, σπήλαιο λεόντων σε δύναμη. Σε σώζει από το να δέχεσαι ευτελιστικές σχέσεις μόνο και μόνο για να μη μείνεις μόνος σου».
Και για το δούναι και λαβείν σ’ αυτή τη ζωή:
«Παίρνεις ό,τι έχεις δώσει. Συλλέγεις ό,τι έχεις σπείρει. Το παίρνεις κι ας σου βγάζει καμιά φορά, πολλές φορές, την πίστη η καθυστέρηση. Βλέπεις ο χρόνος του Θεού είναι η αιωνιότητα, δεν έχει ρολόγια ούτε ημερολόγια ο Πανάγαθος».
Στις σελίδες της που αφορούν τον Χρόνο η συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα σκοτεινό ή άλυτο:
«Νομίζω ότι οι ώρες του έρωτα και οι ώρες της δημιουργίας διαλύουν την κοσμική ώρα, σε παίρνουν, σε πετούν και σε ρίχνουν μέσα στο παράδοξο άχρονο του απείρου. Υπάρχουν πολλοί ασκητές οι οποίοι βεβαιώνουν πως με τη Χάρη του Θεού βρέθηκαν να κάνουν μια πεζοπορία πολλών ωρών μέσα σε μισή ώρα ή μέσα σε λεπτά. Κάτι γίνεται και μια μυστήρια σχετικότητα ή μια μυστήρια απολυτότητα αλλάζει τη γνωστή λογική μας».
Στην λυτρωτική διαδικασία της δημιουργίας, η συγγραφέας λέει :
«Να πλάσεις κουλουράκια, να φυτέψεις κυκλάμινα σε γλάστρα στο ελάχιστο μπαλκόνι σου, να πλέξεις ένα καλτσάκι για το μωρό. Αν βέβαια γεννήθηκες Μπετόβεν, καλό για όλους θα είναι να κάτσεις και να συνθέσεις την Ενάτη σου, την Δεκάτη σου, άλλο αυτό».


Μικρή φόρμα, πυκνός λόγος, οι ιστορίες της συγγραφέως μοιάζουν με μια γρήγορη ματιά στην καθημερινότητα, ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής. Ασήμαντες για τους πολλούς αφορμές, αποκτούν σάρκα και οστά στα μάτια της Μάρως Βαμβουνάκη, αφήνουν χώρο για σκέψεις, δίνουν αφορμή να κοιταχτεί κανείς στον καθρέφτη. Πρώτη από όλους η συγγραφέας. Σε διαρκή διάλογο με τον εαυτό της, γεννά σκέψεις, αμφιβολίες, ερωτηματικά, κλυδωνίζεται στο θέλω και μπορώ, στη βεβαιότητα μα κι εκείνη την οριακή αμφισβήτηση. Πρόσωπα του παρόντος, της στιγμής που περιγράφει, εικόνες και μνήμες του παρελθόντος που έρχονται ξαφνικά, απρόσκλητα για να πλημμυρίσουν με νοσταλγία και θλίψη. Σύντομα κείμενα, εικόνες οικείες μα κάπως αλλιώς ιδωμένες μέσα από το βλέμμα της συγγραφέως. Τρυφερότητα κι ειλικρίνεια, εξομολογητική γραφή, λεπτές ενοχές, μοναχικότητα που συχνά γίνεται μοναξιά. Είναι διαρκής η αναζήτηση του νοήματος της στιγμής, όσων απλόχερα προσφέρει η ζωή, όσων γεννούν χαρά.
Διαβάστε το.

Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά και έζησε εκεί τα παιδικά της χρόνια. Στο τέλος του Δημοτικού ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα, σπούδασε Νομικά και Ψυχολογία. Έζησε για έντεκα χρόνια στη Ρόδο όπου εργάσθηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Άλλα έργα της είναι : «Το χρονικό μιας μοιχείας», «Ο αντίπαλος εραστής», «Η μοναξιά είναι από χώμα», « Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο», «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης», « Χορός μεταμφιεσμένων», « Ο ερωτευμένος Πολωνός», «Σιωπάς για να ακούγεσαι», κ.α.