Κάθε μυθιστόρημα επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και κατά συνέπεια διαφορετικές αναγνωστικές ματιές. Σύμφωνα με αυτό το αξίωμα, το νέο συγγραφικό πόνημα της Ιφιγένειας Τέκου με τίτλο «Να ονειρευτώ ξανά» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ρομαντικό,τρυφερό μυθιστόρημα με αισιόδοξα μηνύματα για τη φιλία και το δικαίωμα του ανθρώπου να ονειρεύεται όσες δυσκολίες και αν του λάχουν στη ζωή. Αυτά σε μια πρώτη ανάγνωση. Μια προσεκτικότερη και πιο διεισδυτική ανάγνωση οδηγεί τον πιο μυημένο αναγνώστη να καταλάβει ότι μέσω του μυθοπλαστικού ιστού η συγγραφέας θίγει πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς να γίνεται κουραστική ή μελλοδραματική. Αντιθέτως, προσπαθεί να ανιχνεύσει τα κίνητρα που οδήγησαν τους ήρωές της σε συγκεκριμένες πράξεις, χωρίς να τους κρίνει, χωρίς να παρεμβάλλει την προσωπική της άποψη και να γίνεται διδακτική ή δογματική, έτσι άλλους τους δικαιολογεί ενώ σε άλλους αποδίδει ό,τι τους αξίζει.

Τοποθετεί την ιστορία της χρονολογικά στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Οι περιγραφές της όσον αφορά το ιστορικό φόντο είναι εξαιρετικά λιτές και τόσες όσες να «φωτιστεί» η πλοκή.
Στην Κέρκυρα λοιπόν τον Σεπτέμβρη του 1943 η Μαργαρίτα προσπαθεί να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό του άντρα της, του Φίλιππου, ο οποίος τη βασανίζει σωματικά και ψυχολογικά και τολμά να ονειρευτεί μια καλύτερη ζωή μακριά του. Την προλαβαίνει όμως η καταστροφική μανία των Γερμανών που καίνε το νησί και η ίδια σώζεται λιπόθυμη από τον Γιάννη και προσπαθούν να ορθοποδήσουν και να προφυλακτούν. Αρχίζει να αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας που όμως δεν προλαβαίνει να ανθήσει καθώς ο Γιάννης ως Αντιστασιακός βρίσκεται στα χέρια των Γερμανών και χάνονται τα ίχνη του. Ή μήπως δεν είναι έτσι; H συγγραφέας αφήνει ένα ερωτηματικό να πλανάται και αυτό βοηθάει τη φαντασία του αναγνώστη να πλάθει τα δικά της σενάρια, να δημιουργεί τις δικές του εικόνες. Όλες οι απορίες λύνονται προς το τέλος και όλα φαίνεται να παίρνουν τη θέση τους συμπληρώνοντας το παζλ, αφού έχουν προοικονομηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κουμπώνουν απόλυτα φυσικά και αρμονικά. Βάζει τη μοίρα να παίξει κυρίαρχο ρόλο στην πλοκή του μύθου και μας κάνει πολλές φορές να αναρωτηθούμε αν όλα είναι τελικά γραμμένα στη ζωή ή προδιαγεγραμμένα από τη μοίρα ή αν κατά κάποιο τρόπο εμείς ορίζουμε την τύχη μας και προκαλούμε τη μοίρα μας.

Με κομμένα τα φτερά για μια ακόμα φορά η Μαργαρίτα βρίσκει καταφύγιο στην οικογένεια της Ρουμπίνας και προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της. Μια δυνατή και στέρεη φιλία δημιουργείται ανάμεσα στις δυο γυναίκες που τις ενώνουν τα μέχρι στιγμής κοινά και δύσκολα βιώματά τους. Τολμούν και πάλι να ονειρευτούν η μια έχοντας το παιδί στην κοιλιά της και η άλλη προσπαθώντας να μεγαλώσει το μωρό της. Η Ρουμπίνα όμως είναι Εβραία και για να μην βρεθεί στα κρεματόρια αναγκάζεται να φυγαδευτεί στη Ζάκυνθο αφήνοντας όμως το παιδί της στη Μαργαρίτα για να το σώσει και να το προστατεύσει. Και η Μαργαρίτα γίνεται η μάνα του ενώ χάνει το δικό της στη γέννα. Από κει και πέρα ξεκινά ένας γολγοθάς και για τις δυο γυναίκες να σταθούν στα πόδια τους και να ξεχάσουν ό,τι τους πονάει: χαμένες αγάπες, απώλειες, μνήμες οδυνηρές, αναμνήσεις, τα παιδιά που στερήθηκαν. Και η μοίρα τις ανταμείβει διοχετεύοντας τον πόνο τους και την μητρική αγάπη στο να μεγαλώσουν σαν δικά τους άλλα παιδιά.
Η Τέκου διεισδύει πολύ στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της, αποτυπώνει με σαφήνεια τις μύχιες σκέψεις τους, δίνει σημασία και έμφαση στα συναισθήματά τους, στα κίνητρά και στα διλήμματά τους. Και αυτό αποτυπώνεται μαγικά και στην ψυχή του αναγνώστη, ο οποίος πλημμυρίζει από σκέψεις και συναισθήματα. Και εκεί έρχεται ο ρυθμός της αφήγησης που είναι κλιμακούμενος. Στην αρχή είναι πιο αργός και όσο αποκαλύπτονται πράγματα γίνεται πιο έντονος για να κορυφώσει την ένταση του αναγνώστη την οποία η Τέκου ξέρει πολύ καλά πότε και πώς να αποφορτίσει.
Δημιουργεί και έναν αντιήρωα, τον Φίλιππο, ο οποίος είναι ο κακός της υπόθεσης καθώς ευθύνεται για πολλά δεινά. Θίγει το θέμα της σωματικής και ψυχικής κακοποίησης ακροθιγώς σε σωστές αναλογίες ώστε να μην κάνει ένα δακρύβρεχτο ανάγνωσμα. Και εγκιβωτίζει την ιστορία της Στυλιανής με σκοπό να ανιχνεύσει τα κίνητρα που οδηγούν τον Φίλιππο να φέρεται τόσο απάνθρωπα και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ίσως όταν ο άνθρωπος έχει στερηθεί ως παιδί την αγάπη μπορεί να γίνει σκληρός. Δεν τον δικαιολογεί, αντιθέτως αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Μάνα είναι αυτή που γεννά ένα παιδί και αναγκάζεται να το στερηθεί ή αυτή που μεγαλώνει ένα παιδί; Tι οδηγεί μια μάνα να αφήσει το παιδί της και πόσα ελαφρυντικά μπορούμε να της δώσουμε; Kαι τι συνέπειες θα έχει αυτό στην ψυχοσύνθεση του παιδιού;
Όλα αυτά περνάει η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της μέσα από μια απλή και άμεση γραφή αλλά συνάμα τόσο περιεκτική σε νοήματα. Η συγγραφέας εγκαταλείπει τη λυρικότητα που είχαν τα προηγούμενα βιβλία της και οι περιγραφές της γίνονται πιο λιτές, πιο κοφτές και πιο στακάτες επενδεδυμένες όμως με την κερκυραίικη ντοπιολαλιά. Και αυτό το βλέπουμε και από τα μικρής έκτασης κεφάλαια. Όπως ακριβώς γίνεται και στη Λογοτεχνία. Όσο πιο απλό ένα κείμενο, τόσο πιο λογοτεχνικό!