«…Μη σκοτεινιάζουν τα όμορφα μάτια σου, aşkım», της ψιθύριζε τρυφερά. «Η αληθινή αγάπη έχει τεράστια δύναμη. Κανένα μίσος, καμιά έχθρα, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τη νικήσει. Η αγάπη είναι το υψηλότερο αγαθό…»
Ασκίμ θα πει αγάπη ή αλλιώς Ασκίμ: το σύμβολο των ανεκπλήρωτων ονείρων…

Ένα βιβλίο για το θαύμα το οποίο συντελείται, όταν η ανιδιοτέλεια, η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία και κυρίως η αγάπη υπαγορεύουν τις κινήσεις των ανθρώπων, είναι το βιβλίο με τον συμβολικό τίτλο “Ασκίμ θα πει αγάπη” της Μαίρης Κωνσταντούρου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ωκεανίδα με ένα όμορφο και ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό εξώφυλλο.

«..Δεν φταίω εγώ. Δεν έχω πειράξει ποτέ κανέναν. Δεν θέλησα να αναμειχθώ σε οτιδήποτε. Πραγματικά δεν φταίω. Η ευθύνη βαραίνει όλους εκείνους που, από δική τους αδυναμία ή δειλία, σου προσάπτουν ιδιότητες που ποτέ δεν ισχυρίστηκες ότι κατέχεις. Σε εμπιστεύονται και σε θεοποιούν χωρίς καν να ζητήσουν την άδειά σου. Κι έπειτα, όταν εσύ αποτύχεις να ανταποκριθείς στις προσδοκίες τους, όταν εξακολουθείς να διατηρείς την όποια ασημαντότητά σου, σε κατηγορούν και σε μέμφονται, σε περιφρονούν και σε χλευάζουν. Γιατί; Ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως είμαι κάτι περισσότερο από αυτό που φαίνεται. Μακάρι να είχα μία ξεχωριστή σημασία, μία ιδιαίτερη αξία. Όμως όχι. Είμαι αυτό που είμαι. Αυτό που πάντα υπήρξα…»

Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα, με ένα δυναμικό ξεκίνημα όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια η συγγραφέας. Κάθε νέο βιβλίο, κάθε νέο αναγνωστικό ταξίδι, κρύβει για όλους εμάς μια έκπληξη, όποια κι αν είναι αυτή, και μπορούμε να πούμε ότι το «Ασκίμ θα πει αγάπη» είναι ένα δυνατό βιβλίο έκπληξη.
Δεν θα αναφερθούμε καθόλου στην υπόθεση του βιβλίου, ήδη η περίληψη που υπάρχει στο οπισθόφυλλο και την οποία παραθέτουμε στο τέλος, είναι αρκετή και περιλαμβάνει όλα όσα επακριβώς ήθελε να δώσει η συγγραφέας. Θα σταθούμε όμως στο μυθιστόρημα, προσπαθώντας να αναδείξουμε τους λόγους που το καθιστούν ένα αξιοδιάβαστο έργο μέσα στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.
Ξεκινώντας λοιπόν θα σταθούμε στον τίτλο του βιβλίου και στην ξενική λέξη «Ασκίμ» με την οποία η Μαίρη Κωνσταντούρου καταθέτει έναν ισχυρό συμβολισμό, επειδή το ασκίμ δεν είναι ένα απλό αντικείμενο που η ιστορία και η ζωή πριμοδότησαν με ισχυρές δυνάμεις, είναι ένα σύμβολο αγάπης και σαρκωμένου έρωτα, είναι το σύμβολο των ανεκπλήρωτων ονείρων, ο πόθος για μια ζωή απαλλαγμένη από προαιώνια μίση και ιστορικά πάθη. Το ασκίμ είναι η ελπίδα ότι η αγάπη μπορεί να κατανικήσει τον φόβο και ενδεχομένως να φέρει στην ψυχή των ηρώων την ηρεμία μιας ζωής απαλλαγμένης από τις αγωνίες των προηγούμενων γενιών. Είναι οι αξίες, τα ιδανικά, είναι η ανιδιοτέλεια και ταυτόχρονα η δύναμη εκείνη, η οποία παρατηρεί και κρίνει τις πράξεις των ηρώων, τις ορατές και τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Είναι μια ευχή, ίσως και μια κατάρα, ο συνδετικός κρίκος στην αλυσίδα της ζωής των ηρώων. Κυρίως όμως είναι ένας μικρός «φιλόσοφος». Το ασκίμ κρύβει τις απαντήσεις στα φιλοσοφικά και υπαρκτικά ζητήματα των ηρώων.

«…Πόσο περίεργο να ζεις χρόνια ατελείωτα με μια ελπίδα, μια προσευχή στην καρδιά. Κι αυτή η ευχή να γίνεται εμμονή, να αφανίζει οποιαδήποτε απλή χαρά και να στοιχειώνει το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Ώσπου ξαφνικά ξημερώνει μια μέρα και βλέπεις ότι αυτό που ευχόσουν με τόσο πάθος γίνεται επιτέλους πραγματικότητα, όμως αντί να σου φέρνει τη χαρά που ονειρευόσουν, σε γεμίζει πόνο και αμφιβολίες. Σε διχάζει. Σε απογοητεύει…»
Χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι επίσης οι εξαιρετικές περιγραφές του χώρου στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Τα μικρά σοκάκια της γραφικής Βατούσας στη Μυτιλήνη, τα αρχοντικά του νησιού, το ιστορικό και πανέμορφο σχολείο, δείγμα μιας ασύλληπτης αρχιτεκτονικής, το χαμόσπιτο της μάγισσας, το αρχοντικό της Πόλης, είναι έτσι δοσμένα που ο αναγνώστης «τα βλέπει» ολοζώντανα μπροστά του. Αναπαριστώνται ανάγλυφα και γλαφυρά και ο αναγνώστης νιώθει ότι μεταφέρεται στον χωροχρόνο του βιβλίου, σεργιανίζει τα στενά του και χαίρεται την ομορφιά του σαν να είναι κι ο ίδιος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας.

«…Ήταν μια παγωμένη μέρα του χειμώνα. Θυμωμένος ο ουρανός, χτυπούσε αλύπητα με τις υγρές σφαίρες του τη Βατούσα. Ο αγέρας λυσσομανούσε, παρασέρνοντας με τη βαριά ανάσα του στέγες και δέντρα του χωριού. Το νερό στο ποτάμι αντάριαζε κάτω από το πυκνό πέπλο της πρωινής αχλής. Τα σοκάκια ήταν άδεια, έρημα από ανθρώπους και ζώα…»
Και αν και, ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να μας κάνει να σκεφτούμε ότι το έργο ανήκει στα αισθηματικά μυθιστορήματα, εμείς θα πούμε ότι το βιβλίο είναι αληθινά πολύπλευρο. Πρόκειται κυρίως για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα περιπέτειας και μυστηρίου, με αστυνομικά, αισθηματικά και ιδεολογικά στοιχεία. Η υπόθεση δεν είναι βασισμένη στον έρωτα δυο ανθρώπων, αλλά αναφέρεται γενικά σε όλα τα πρόσωπα και είδη της αγάπης. Αναφέρεται σε αυτούς που νοιώθουν την αξία της αγάπης, της φιλίας και της αυτοθυσίας και θεωρούν αυτές τις αξίες πρωταρχικές στη ζωή τους.
«…Όταν τα χείλη τους έσμιξαν κάτω από το ασημοκέντητο βελούδο της νύχτας, οι καρδιές τους τραγούδησαν στον ίδιο σκοπό ‒ στον μελωδικό σκοπό του έρωτα. Γιατί ο έρωτας υπάρχει, ακόμη κι όταν οι εμπλεκόμενοι δεν τον αναγνωρίζουν· ή όταν φοβούνται να τον αποδεχτούν και να τον ομολογήσουν. Στέκει εκεί… κοντά τους… μέσα τους… και περιμένει υπομονετικά. Περιμένει τη στιγμή που θα είναι έτοιμοι να τον καλοδεχτούν και να τον κανακέψουν. Και τότε, ω, τότε όλα αλλάζουν θωριά, όλα αποκτούν ξεχωριστό νόημα. Και το σήμερα εξαλείφει το χθες…»

Ίσως να μπορούσαμε ένα πούμε ότι αυτό το αναγνωστικό ταξίδι είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ένα ταξίδι προς την αναζήτηση της ευτυχίας, προς την εκπλήρωση κάποιων ονείρων, προς τη δικαίωση ή τη λύτρωση. Ένα μυθιστόρημα με λίγα απαραίτητα και ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία, αλλά και με πολλά αποστάγματα σοφίας στα οποία αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης. Όπως και να αναρωτηθεί για το πότε μια ευχή μπορεί να γίνει κατάρα, και πότε και αν η μοίρα ευθύνεται για την πορεία της ζωής μας ή το πώς οι επιλογές μας καθορίζουν την εξέλιξή μας, ακόμα και ποιοι είναι οι στόχοι μας και ποια η προσπάθεια κατάκτησης των ονείρων μας από εμάς τους ίδιους.
«…Είναι άραγε αλήθεια αυτό που λένε, πως το κακό συνυπάρχει με το καλό μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, σε μια διαρκή μάχη που προσπαθεί να αναδείξει τον νικητή; Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε γιατί χαρακτηρίζουμε κάποιον ως «κακό», όταν ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνει κάτι που θα μας αποδείξει το αντίθετο; Μία καλοσύνη είναι αρκετή για να διαγράψει δεκάδες κακίες; Μία αγαθή πράξη είναι ικανή να επισκιάσει κάθε κακοήθεια και κάθε απανθρωπιά;… Και ποιος από όλους μας μπορεί να παίξει ακριβοδίκαια τον ρόλο του κριτή; ….Ο ψεύτης είναι ψεύτης για όποιον λόγο κι αν καταφύγει σε ψέματα και ο δολοφόνος είναι πάντα δολοφόνος, με την προϋπόθεση να έχει αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή – η ζωή κάθε άλλου πλάσματος δεν υπολογίζεται στα λαϊκά δικαστήρια. Σημασία έχουν οι ταμπέλες… Αυτές που σου κολλάνε οι άλλοι, αλλά και εκείνες που επικολλούμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Και η δεύτερη περίπτωση είναι η χειρότερη. Γιατί την κριτική των γύρω μας εύκολα την αγνοούμε, ιδίως όταν δεν μας συμφέρει. Όμως την ετυμηγορία τη δική μας πολύ δύσκολα την αμφισβητούμε και την απορρίπτουμε…»

Ήρωες και αντι-ήρωες, εξαιρετικά σκιαγραφημένοι με εμβάθυνση στον ψυχισμό τους, όλοι, με κάποιο τρόπο, συνδέονται μεταξύ τους στο χθες και στο σήμερα. Απλοί καθημερινοί άνθρωποι που γεύονται τον έρωτα και νοιώθουν την αγάπη, τη χαρά τη λύπη, την προδοσία, που βιώνουν πίκρες και αγωνίες, συγκινήσεις και απώλειες. Κάποιοι ήρωες με έντονο εγωισμό που προκαλούν πόνο στους άλλους, κάποιοι όμως προσφέρουν μόνο αγάπη και γίνονται θυσία και ίσως είναι αυτοί που με τον τρόπο τους υμνούν την ανθρωπιά. Άλλοι πάλι, παράξενοι χαρακτήρες που προσδίδουν μυστήριο και που συμβάλλουν όχι μόνο στην εξέλιξη του έργου μα και στις ανατροπές, επειδή αυτό που συναρπάζει στο βιβλίο αυτό είναι η καταιγιστική πλοκή του και η ιδιαίτερη υφή του.

«…Τώρα πια ήξερε πολύ καλά πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να ορίσουν την ευτυχία τους, πως την αναζητούν σε λάθος όνειρα και απατηλές ελπίδες, πως χάνουν τις χαρές της στιγμής προσδοκώντας ένα πλανερό αύριο. Πως όσα ζωγραφίζει η φαντασία απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα και πως η άυλη προσδοκία χάνει την ομορφιά της όταν παίρνει συγκεκριμένο σχήμα και μορφή…»
Το έργο, αρκετά πρωτότυπο, η πλοκή σφιχτοδεμένη και άρτια και το τέλος συναρπαστικό. Γραμμένο με τη στρωτή, μεστή και γλαφυρή τριτοπρόσωπη γραφή της κ. Κωνσταντούρου. Η ωριμότητα της αφήγησης πετυχαίνει ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Ολοζώντανες περιγραφές και κινηματογραφικές ρέουσες οι εικόνες. Οι διάλογοι ρεαλιστικοί και με πολύ μυστήριο. Ένα έργο στο χθες και στο σήμερα, το οποίο στηρίζεται στον εξαιρετικό θρύλο που δημιούργησε η ίδια η συγγραφέας. Με κάποια κεφάλαια που συγκλονίζουν, όπως το κεφάλαιο με τα απροσδόκητα γεγονότα που αλλάζουν τη ροή της ιστορίας μας, το κεφάλαιο με τίτλο «Λόγια ανείπωτα». Εικόνες, ήθη και έθιμα της πόλης που διαδραματίζεται το έργο, έντονα συναισθήματα και συγκίνηση είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτού του βιβλίου που συνηγορούν ώστε να είναι το βιβλίο αυτό ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Όπως και τα προηγούμενα βιβλία της κ. Κωνσταντούρου, το «Ασκίμ θα πει αγάπη», αξίζει να διαβαστεί από όλους.

«…Γιατί οι αναμνήσεις μας δεν είναι αξιόπιστες, δεν είναι σταθερές και αμετάβλητες. Ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση και σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες μας, οι ρόλοι των πρωταγωνιστών σε αυτές διαφοροποιούνται. Οι χαρακτήρες των ηρώων αλλάζουν, οι ρόλοι μεταβάλλονται, οι ατάκες εμπλουτίζονται ή περιορίζονται, ο σκηνικός διάκοσμος αναθεωρείται και οι κομπάρσοι αναβαθμίζονται..»

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Φτιάχνεις στο μυαλό σου ένα σκηνικό, μια φανταστική πραγματικότητα που θέλεις οπωσδήποτε να ζήσεις. Έπειτα παρακαλάς με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να γίνει το θαύμα και να υλοποιηθεί η ευχή σου. Κι έρχεται αυτή η μέρα. Όμως αυτά που ονειρευόσουν δεν μπορούν να σταθούν μόνα τους. Χρειάζονται έναν διάκοσμο για να αναδειχθούν. Αλλά εσύ ξέχασες να οραματιστείς αυτόν τον διάκοσμο. Έτσι το όνειρό σου χάνει τη μαγεία του…
Η Έλλη, ο Δημήτρης, η Κρινάνθη, η Έσμα, ο Όμηρος…
Όλοι τους αποφασισμένοι να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Όλοι χαμένοι σε ένα άνισο παιχνίδι με τη ζωή, έχοντας ερήμην τους συμπαίκτη τον θάνατο. Κι εκεί κοντά τους να ακούγεται ψιθυριστή η φωνή της αγάπης. Στοιχειωμένη από μια προδοσία που δεν ξεχάστηκε ποτέ… Από μια Δευτέρα που αρνήθηκε να έρθει… Από αίμα που ποτέ δεν στέγνωσε… Και ο ψίθυρος γίνεται κραυγή. Όμως και πάλι, λίγοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν να ακούσουν το μαγικό κάλεσμά της. Λίγοι θα καταλάβουν πως… Ασκίμ θα πει αγάπη!»