Συγγραφέας του βιβλίου «Το στέμμα των αυγών» – «Εκδόσεις Καστανιώτη»

Επτά χρόνια διήρκεσε η έρευνα του Κώστα Χατζηαντωνίου, για να παραδώσει σ’ εμάς τους αναγνώστες «Το στέμμα των αυγών». Μια έρευνα, στην οποία όχι μόνο έπρεπε να διασταυρώσει ιστορικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα αλλά και να ψάξει σε μεσαιωνικούς κώδικες σε μονές του Αγίου Όρους, σε ξένες βιβλιοθήκες ακόμη και σε βυζαντινά τμήματα πανεπιστημίων. Αντικείμενο της έρευνας ένα χειρόγραφο του 13ου αιώνα μεταγραμμένο στην νεοελληνική γλώσσα, σε έξι τετράδια που βρέθηκαν στα χέρια του. Ευχάριστη έκπληξη για τον αναγνώστη οι ψιλές οι δασείες και τα πνεύματα του κειμένου. Για τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου «που φιλοδοξεί να διασώσει την αιωνιότητα ενός τοπίου που υπό υλικούς όρους χάθηκε για πάντα», οι τόνοι τα πνεύματα κρίθηκαν απαραίτητα, γι’ αυτό και υποδεχόμαστε ευχάριστα το πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε! Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας η έρευνά του για το αυθεντικό χειρόγραφο θα συνεχιστεί και μάλιστα σχεδιάζει να ταξιδέψει στα ερείπια της μονής των Σωσάνδρων, την οποία συναντούμε στην ανάγνωση και μας κρατά σε μεγάλη αγωνία!

Ένα χειρόγραφο του 13ου αιώνα μεταγραμμένο στην νεοελληνική γλώσσα σε έξι τετράδια κρύβεται πίσω από «Το στέμμα των αυγών». Όσο σημαντικό είναι το περιεχόμενο του χειρόγραφου, άλλο τόσο ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που τα έξι τετράδια έφθασαν στα δικά σας χέρια. Ας ξεκινήσουμε με την «εμπλοκή» σας –όπως γράφετε– σ’ αυτή την ιστορία.
Κινούμενος στο όριο μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας, αισθάνομαι πως έχω την τύχη να εμπλέκομαι σε σημαντικές στιγμές και συμπτώσεις που συνδέουν αυτά τα δύο πεδία αλλά απαιτούν συγχρόνως ισορροπία σε ένα τεντωμένο σχοινί. Η αληθοφάνεια της έμπνευσης πρέπει να γίνεται αλήθεια όταν αρχίσει να ξεδιπλώνεται η γραφή. Η προσωπική εμπλοκή τότε υποχωρεί και πρέπει να αναμετρηθείς όχι τόσο με όσα ο αναγνώστης θα καταλάβει –πριν κρίνει αυτό που του ζήτησες να διαβάσει– αλλά με το αποτέλεσμα του κόπου σου στο σώμα της γραφής.


Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να νιώσατε ως συγγραφέας ιστορικών βιβλίων, εκείνο το πρωί του Γενάρη του 2012, όταν ξεφυλλίσατε αυτόν τον μικρό θησαυρό γνώσης…
Η θητεία μου στην ιστορική μελέτη είναι αχώριστη από το λογοτεχνικό μου προσωπείο. Όταν φτάνει συνεπώς στα χέρια μου η πρώτη ύλη που είτε θα μετασχηματιστεί σε μια τυπική ιστορική αφήγηση είτε θα λάβει μια μυθιστορηματική μορφή, η συγκίνηση είναι πάντα η ίδια. Δεν γράφω παρά μόνο για ό, τι με συγκινεί. Και αυτό, πιστεύω, κρατά ανοιχτές τις διόδους ώστε να τροφοδοτούμαι διαρκώς από μικρά ή μεγάλα θησαυρίσματα.


Επτά χρόνια διήρκησε η έρευνά σας από την ημέρα που δεχθήκατε αυτή την κληρονομιά, μέχρι τη στιγμή της έκδοσης. Από πού ξεκίνησε η έρευνα, πώς ολοκληρώθηκε και σε ποιο βαθμό είχατε τη δυνατότητα να διασταυρώσετε τις πληροφορίες της;
Ένα έργο με σαφείς ιστορικές αναφορές, αρκετά πρόσωπα υπαρκτά και κάποια γεγονότα γνωστά από άλλες πηγές, έπρεπε προφανώς να διασταυρωθεί με παρεμφερή κείμενα. Υπάρχουν ευτυχώς πολλά κείμενα της βυζαντινής γραμματείας εκδεδομένα ή ανηρτημένα πλέον στο διαδίκτυο. Αυτό ήταν το «εύκολο» κομμάτι της δουλειάς. Το πιο δύσκολο, το οποίο φοβάμαι πως δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, ήταν η έρευνα σε μεσαιωνικούς κώδικες, σε μονές του Αγίου Όρους και άλλων περιοχών, σε ξένες βιβλιοθήκες και σε βυζαντινά τμήματα πανεπιστημίων. Η έρευνα από τη μια απεδείκνυε την αλήθεια των γραφομένων στο «χειρόγραφο», από την άλλη όμως δεν «απεδείκνυε» τη γνησιότητά του. Συνεπώς ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να διαβάσει το τελικό αποτέλεσμα με όποιον τρόπο επιθυμεί αλλά και να το αποδώσει σε όποιον συγγραφέα προτιμά.


«Συγγραφέας του βυζαντινού χειρογράφου – που δε σώθηκε – φέρεται να είναι ο μοναχός Ευψύχιος». Μιλήστε μας για τον μοναχό αλλά και τη Μονή Σωσάνδρων, που είναι ο τόπος γραφής του πολύτιμου ντοκουμέντου.
Πράγματι. Ως συγγραφέας- αφηγητής αναφέρεται ένας μοναχός του 13ου αιώνα, ονόματι Ευψύχιος. Γεννημένος το 1195 στην Κωνσταντινούπολη, λίγα χρόνια πριν την καταλάβουν το 1204 οι Σταυροφόροι, ο Ευψύχιος μεγαλώνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και σταδιοδρομεί αρχικά ως στρατιωτικός, πριν καρεί μοναχός. Γνωρίζει έτσι από πρώτο χέρι σημαντικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής του. Η μονή στην οποία εγκαταβιοί, η Μονή των Σωσάνδρων, βρίσκεται στο περίφημο από την αρχαιότητα όρος Σίπυλος στην Ιωνία, μεταξύ Σμύρνης και Μαγνησίας, μια μονή που μόνο ερείπιά της σώζονται πλέον. Ο Ευψύχιος φαίνεται πως ήταν προσωπικότητα χαρισματική: μπορούσε να αντιλαμβάνεται τα σπουδαία ζητήματα που διακυβεύονταν στην ιστορική ζωή του καιρού του, χωρίς να περιφρονεί τις καθημερινές χαρές και λύπες που δίνουν νόημα στη ζωή των απλών ανθρώπων. Πάντα όμως με ένα πάθος: όλα να έχουν κάποιο νόημα ώστε να μη μας καταπιεί η μαύρη χοάνη της Ιστορίας. Αν λάβουμε υπόψη πως αυτές τις ιδέες τις έκανε με τη γραφή του αληθινή τέχνη, τότε μπορούμε, νομίζω, να μιλούμε για μια σπουδαία μορφή του αιώνα του.


Τον Αύγουστο του 1922, κατά την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, ο λοχαγός Αναγνώστου διασώζει το πολύτιμο χειρόγραφο. Πού το βρήκε και ποια είναι η τύχη του τα χρόνια που ακολουθούν;
Το χειρόγραφο βρισκόταν στην κατοχή ενός φωτισμένου δασκάλου στη Μαγνησία της Ιωνίας. Φίλος αυτού του δασκάλου ο λοχαγός Αναγνώστου, ήταν κοντά του στις τελευταίες του στιγμές και έτσι κατόρθωσε να το διασώσει. Μια πρώτη έρευνα που έκανε ο ίδιος μετά την καταστροφή δεν είχε αποτέλεσμα. Όταν έμαθε ωστόσο πως ζούσε μια ανιψιά του φίλου του, πρόδηλοι ηθικοί λόγοι τον οδήγησαν να της προσφέρει αυτά τα χειρόγραφα, ελάχιστη κληρονομιά από μια πατρίδα κι ένα αγαπημένο πρόσωπο που δεν υπήρχαν πια.


Θα είχε τεράστια φιλολογική και ιστορική σημασία, αν είχε σωθεί και το πρωτότυπο του χειρόγραφου. «Η έλλειψη ωστόσο του πρωτοτύπου μάς οδηγεί σε ποικίλες εικασίες…», γράφετε. Ποιες δείχνουν ως πιο πιθανές από τις εικασίες που εξετάσατε;
Όντως, θα ήταν σπουδαία ανακάλυψη αν το χειρόγραφο ήταν αυθεντικό. Αδυνατώ να αποφανθώ με κάποια έστω και σχετική βεβαιότητα. Ο αναγνώστης ας το διαβάσει λοιπόν ως ένα μυθιστόρημα. Προτιμώ να καταγραφεί έτσι, ως μια δική μου αποτυχία παρά ως μια κακότεχνη μετάπλαση εκείνου του Μικρασιάτη δασκάλου ή, ακόμη περισσότερο, ως συμπίλημα κάποιου υπαρκτού- ανύπαρκτου βυζαντινού χρονογράφου.


Έστω και μεταγραμμένο στην νεοελληνική γλώσσα τι προσθέτει στην επίσημη ιστορική καταγραφή το χειρόγραφο του μοναχού Ευψύχιου;
Ως προς τα ιστορικά γεγονότα λίγα πράγματα, απλώς επιβεβαιώνει άλλες, γνωστότερες πηγές. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία όμως, πέρα από την εμφάνιση μιας πρώιμης μορφής τύπου μυθιστορήματος, με ψυχολογικές αναφορές, είναι η αποσαφήνιση πως τον δέκατο τρίτο αιώνα υπήρχε μια δυναμική τάση μεταξύ των βυζαντινών λογίων που ανακάλυπταν τις ελληνικές ρίζες της αυτοκρατορίας και έβλεπαν σε αυτές την έξοδο από τη βαθιά κρίση. Δυστυχώς αυτή η τάση δεν κατάφερε να γίνει ισχυρό ρεύμα με συνέπεια η κρίση να οδηγήσει στον μαρασμό και τελικά στην πτώση.


Ποια είναι η πιο σημαντική πληροφορία που έμεινε κρυμμένη ανάμεσα στις κιτρινισμένες και ίσως φθαρμένες από το χρόνο σελίδες των τετραδίων;
Πέρα από την τάση που ανέφερα, υπάρχει ένα χρησμολογικό κεφάλαιο που αναφέρεται στο τέλος της αυτοκρατορίας, στην πτώση της Κωνσταντινούπολης και στην ανάκτησή της. Αυτές οι «προφητείες», που συνηθίζονταν βέβαια, ιδίως στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου αλλά και στην περίοδο της τουρκοκρατίας, τροφοδοτούν νομίζω τη συζήτηση κατά πόσον είναι εκ των υστέρων προσθήκες ή απλώς σκοτεινές διατυπώσεις μιας καλπάζουσας φαντασίας που αναζητεί, κάθε εποχή, παρηγοριά στον μύθο.


Ο αναγνώστης, πάντως, συναντά «Το στέμμα των αυγών» του τίτλου σας, στη δεκάτη έκτη σελίδα του βιβλίου σας. Μιλήστε μας για το «ωάτον». Πόσο πιθανό είναι να σώζεται μέχρι σήμερα;
Το «ωάτον» (εκ των ωών, δηλαδή των αυγών) είναι ένα στέμμα το οποίο εκοσμείτο με πολύτιμους λίθους, αγορασμένους, σύμφωνα με το θρύλο, από την παραγωγή αυγών και άλλων αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, από τα βασιλικά κτήματα του αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη. Το στέμμα, όπως αναφέρουν και άλλοι βυζαντινοί χρονογράφοι, είχε δωρίσει ο Βατάτζης στη σύζυγό του Ειρήνη. Ατυχώς δεν υπάρχει καμία αναφορά (πέραν αυτής του χειρογράφου μας) στο τι έγινε αυτό το στέμμα όταν ο εγγονός του Βατάτζη εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Συνεπώς, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με το αν σώθηκε ή είχε τη μοίρα άλλων πολύτιμων αντικειμένων όταν κατέρρεε το Βυζάντιο.


Η ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα που φύλαξε με ευλάβεια τα έξι τετράδια, γνωρίζει πως η κληρονομιά που σας παρέδωσε διαφυλάχθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
Δυστυχώς στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την έκδοση του χειρογράφου, εκείνη η αξιοσέβαστη μορφή (ή ίσως σκιά;) έφυγε από τούτη τη ζωή. Είναι μια πικρή και άδικη αίσθηση αυτή, ξέρετε. Θα ήταν για μένα μια παρηγοριά να ήξερα πως διαβάζοντας τούτο το βιβλίο ο αναγνώστης φέρνει στο μυαλό με ευγνωμοσύνη και εκείνη τη σκιά. Σκιές είναι η ζωή και η τέχνη μας. Σκιές υπαρκτές ωστόσο που δίνουν νόημα στη ζωή αυτή.


Η έρευνά σας σταμάτησε με την έκδοση του βιβλίου ή συνεχίζετε να ψάχνετε πληροφορίες για το χειρόγραφο;
Η έρευνα για το χειρόγραφο και τους ήρωές του δεν θα σταματήσει ποτέ. Σχεδιάζω ήδη ένα νέο ταξίδι στα ερείπια της μονής των Σωσάνδρων αλλά και ελπίζω πως θα βρεθούν και άλλοι συνοδοιπόροι όχι μόνο προς τούτο το μυθικό τοπίο αλλά και προς όλα όσα συμβολίζει εκείνη η αυτοκρατορία για την οποία μιλάει το χειρόγραφο. Μια αυτοκρατορία που δεν εξαντλείται στον ορισμένο χρόνο και τόπο που έζησε.


Το μυθιστόρημά σας επιφυλάσσει μια ευχάριστη έκπληξη στους αναγνώστες. Ψιλές, δασείες, περισπωμένες μιας άλλης εποχής που, όμως, δένουν τόσο αρμονικά με το κείμενό σας! Μιλήστε μας για την απόφαση αυτού του είδους γραφής.
Η γλώσσα και η γραφή δεν είναι απλώς εργαλεία επικοινωνίας. Είναι σύμβολα ενός ψυχικού τοπίου στο οποίο συναντιούνται δημιουργός, αναγνώστες και κόσμος. Σε ένα τέτοιο βιβλίο που φιλοδοξεί να διασώσει την αιωνιότητα ενός τοπίου που υπό υλικούς όρους χάθηκε για πάντα, οι τόνοι και τα πνεύματα ήταν απαραίτητοι για να περιγραφεί, στο μέτρο των μικρών μου δυνατοτήτων, ο τόνος και το πνεύμα ενός Πολιτισμού που θα ζει όσο υπάρχουν οι κληρονόμοι του και κυρίως όσο υπάρχει ελληνική γλώσσα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τον Αύγουστο του 1922, κατά την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία, ο λοχαγός Αναγνώστου διασώζει ένα πολύτιμο ντοκουμέντο: ένα χειρόγραφο τού 13ου αιώνα μεταγραμμένο στην νεοελληνική γλώσσα, σε έξι τετράδια. Συγγραφέας του βυζαντινού χειρογράφου -που δεν σώθηκε- φέρεται να είναι ο μοναχός Ευψύχιος και τόπος γραφής η Μονή Σωσάνδρων, στο φημισμένο όρος Σίπυλος της Ιωνίας. Ενενήντα χρόνια αργότερα, το 2012, μια ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα παραδίδει σε έναν συγγραφέα εκείνα τα τετράδια, που είχαν περιέλθει στην κατοχή της, και δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχθούν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής και η μυθιστορηματική ζωή του Ευψύχιου.
Σε κλίμα έντονου μυστηρίου και διαρκούς συσκότισης, περιγράφονται οι δραματικές στιγμές της άλωσης της Πόλης από τους σταυροφόρους το 1204, η προσπάθεια των κατακτητών να οργανώσουν μια λατινική επικράτεια, αλλά και ο αγώνας των εκπατρισμένων Βυζαντινών να συγκροτήσουν στην Μικρά Ασία ένα εξόριστο βασίλειο μέχρι να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη.
Στο μυθιστόρημα Το στέμμα των αυγών αναβιώνει ένας χαμένος κόσμος αλλά και μια περίοδος κρίσιμη για την βυζαντινή ιστορία. Είναι ένα βιβλίο αναφοράς για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, όπου τέθηκαν οι βάσεις ώστε να γεννηθεί η νεοελληνική συνείδηση.

Βιογραφικό
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γεννήθηκε το 1965 στη Ρόδο, όπου διαρκώς επιστρέφει. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει αφηγήματα, ιστορικές μελέτες και βιογραφίες, δοκίμια κριτικής και στοχασμού, καθώς και δυο μυθιστορήματα: το πρώτο (Αγκριτζέντο, Ιδεόγραμμα,2009) έλαβε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature) και έχει μεταφραστεί σε έξι ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ το δεύτερο (Ο κύκλος του χώματος, 2017) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.