Πόσο σκοτάδι μπορεί να χωρέσει η ψυχή ενός ανθρώπου;


Το «φωνές από την άβυσσο» είναι ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό μεταφυσικό θρίλερ για δυνατούς αναγνώστες που δεν φοβούνται τα περίεργα και ανορθόδοξα πράγματα που συμβαίνουν στον ήρωα του Μάριου Δημητριάδη, κλείνοντας τα μάτια με τα δάχτυλά τους και κοιτάζοντας ανάμεσα από αυτά, όπως κάνουμε στις ταινίες τρόμου.


Ο Αντρέας είναι ένας ήσυχος, λίγο κλειστός άνθρωπος, έχοντας μια συνηθισμένη ζωή και κάνοντας μια συνηθισμένη δουλειά, προσπαθώντας να ζήσει στην απλή καθημερινότητά του. Όταν όμως έρχεται το βράδυ, ο ύπνος του δεν είναι σαν όλων των άλλων ανθρώπων. Ο Αντρέας έχει ένα μόνιμο όνειρο-εφιάλτη να τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή και έχει πια μάθει να ζει με αυτό, να ξέρει ότι στο όνειρό του θα έχει τη συντροφιά εκείνης… μιας γυναίκας που κάθε φορά του επαναλαμβάνει τις ίδιες λέξεις… Γύρνα, εξιλέωση, το σπίτι μας, εκδίκηση…


Δεν έχει ιδέα τι σημαίνουν όλα αυτά τα παράξενα που βιώνει στον ονειρικό του κόσμο και δεν μπορεί παρά να αρχίσει να αποφεύγει τον ύπνο, καταφεύγοντας σε ένα ήσυχο σημείο στο λιμάνι όπου βρίσκει γαλήνη. Κάθεται με κρεμασμένα τα πόδια πάνω από το νερό και τα κουνάει σαν εκκρεμές ενώ σκέφτεται όλα τα παράξενα πράγματα που του συμβαίνουν, χωρίς να μπορεί να βρει καμία λογική εξήγηση.
Τα πράγματα όμως για εκείνον χειροτερεύουν όταν ο εφιάλτης του εισβάλει στην κανονική του ζωή, βγαίνοντας από τα όνειρά του και η γυναίκα εκείνη γεμάτη οργή και θυμό κάνει αισθητή την παρουσία της στον κόσμο του.

Πλησίασε την οθόνη. Ήταν σαν να είχε εκραγεί από το εσωτερικό της. Σε άλλη περίπτωση, θα σκεφτόταν ότι κάποιο πηνίο ενδεχομένως να είχε σκάσει και να είχε προκαλέσει βραχυκύκλωμα. Αλλά όχι τώρα. Τώρα ήταν όλα ρευστά. Ένας άλλος κόσμος χυνόταν αργά στον δικό του, σαν δύο υγρά που δεν μπορούν να αναμειχθούν. Σαν δύο ουσίες που δεν έχουν συμβατή χημεία μεταξύ τους και η ένωσή τους προκαλεί μια πολύ εκρηκτική αντίδραση. Δύο πράγματα που δεν πρέπει να συνυπάρχουν, αλλά κάποιος προσπαθεί απεγνωσμένα να τα φέρει κοντά, αγνοώντας όλες τις προειδοποιήσεις.


Ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει αυτή την παράξενη κατάσταση, είναι ο αδελφός του ο Δημήτρης. Τον προτρέπει να ψάξουν να βρουν απαντήσεις στο πρόβλημά του και καταφεύγουν σε κάποιον υπνωτιστή. Εκεί γίνονται μάρτυρες μιας απίστευτης κατάστασης που αδυνατεί να συλλάβει ο νους, βρίσκουν όμως την αρχή ώστε να ξετυλίξει ο Ανδρέας το κουβάρι της υπόθεσής του.

Τον πλησιάζει. Όλα τεντώνονται. Κάμπτονται. Έρχεται πολύ κοντά του. Η μεμβράνη που τον κρατάει μακριά από την άβυσσο είναι έτοιμη να σπάσει. Περιμένει εκείνη την ανάσα για ν’ αφήσει την πραγματικότητα να χυθεί στην άβυσσο και μαζί μ’ αυτήν κι εκείνον… κι εκείνη.”

Με έναν ιδιαίτερο τρόπο όσον αφορά τη σελιδοποίηση, και συγκεκριμένα στο μεταφυσικό κομμάτι, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας εξαιρετικά ιδιόμορφης κατάστασης, η οποία προκαλεί τρόμο και αγωνία, κάτι που καταφέρνουν και τα σκίτσα της Στέλλας Γκαρέτσου, αλλά και ο τρόπος που έχει ο Μάριος Δημητριάδης ώστε να μας ανεβάζει την αδρεναλίνη και να μας σηκώνεται η τρίχα!
Κάνοντας μια μικρή έρευνα καταλήγει σε ένα ορεινό χωριό των Ιωαννίνων με συντροφιά του τον συνεχώς βροχερό καιρό, και ακούγοντας την αγαπημένη του μέταλ μουσική, κακοτράχαλους δρόμους, αφιλόξενα μέρη και περίεργους ανθρώπους. Η βροχή παίζει θαρρώ έναν καθοριστικό ρόλο σε όλο το βιβλίο, καθώς είναι μόνιμος σύντροφός του και ίσως δείχνει και τη βαριά ψυχολογική του κατάσταση.

“Οι υαλοκαθαριστήρες, με σταθερά αργή ταχύτητα, καθάριζαν το τζάμι από τις σταγόνες που έπεφταν άτακτα. Άλλοτε μικρές κι άλλοτε μεγάλες. Του έμοιαζε με τα προβλήματά του. Ένα σωρό από δαύτα πέφτουν με φόρα στα πρόσωπα των ανθρώπων και είναι στο χέρι του καθενός αν θα καταφέρει να βρει τον τρόπο να ανοίξει τους υαλοκαθαριστήρες του ώστε να τα απομακρύνει όλα, μικρά και μεγάλα.”


Φτάνοντας στο χωριό που αναζητούσε θα βρεθεί μπροστά σε συγκλονιστικές αλήθειες, ένοχα μυστικά που κάποιοι κρύβουν έντεχνα, έχοντας πάντα μηνύματα από …εκείνη… που πλέον έχει παρεισφρήσει στον αληθινό του κόσμο και τον οδηγεί ώστε να βρει την αλήθεια, να ανακαλύψει τι τον συνδέει μαζί της, γιατί του ζητάει τόσο επίμονα όλα αυτά τα χρόνια να ψάξει…


Για μερικά λεπτά ακουγόταν μονάχα ο αέρας που έβγαζε παράξενους ήχους μέσα από τα φυσικά μουσικά όργανα που δημιουργούσαν τα στενά και οι ρωγμές στα παλιά σπίτια. Πολλές φορές οι ήχοι έμοιαζαν με κραυγές ζώων ή παράξενων πλασμάτων που θαρρείς κι έπαιρναν μορφή κρυφά μέσα στη νύχτα από κάποιες σκοτεινές δυνάμεις. Δυνάμεις σαν κι αυτές που τον είχαν φέρει εδώ, που είχαν κάνει εκείνη να επιστρέψει.”


Όσο για το τέλος είναι κυριολεκτικά ανατριχιαστικό και οδηγεί τις σκέψεις μας στο ότι τελικά, αν η ψυχή σου δεν είναι ήρεμη σε τούτο τον κόσμο, φεύγοντας δεν θα ησυχάσει παρά μονάχα αν βρει τον τρόπο να εξιλεωθεί από όσα τη βαραίνουν…
Συγχαρητήρια και στο Μάριο Δημητριάδη και στις εκδόσεις BELL που μας προσφέρουν ένα ιδιαίτερο βιβλίο, μια ιστορία τρόμου αντάξια ξένων συγγραφέων και για τους λάτρεις του είδους σίγουρα θα τους μείνει αξέχαστη!