Με συγκίνηση κρατώ στα χέρια μου το νέο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα που απευθύνεται σε εφήβους, της αγαπητής φίλης, εκλεκτής συναδέλφου, Βησσαρίας Ζορμπά-Ραμμοπούλου με τίτλο «Το καλοκαίρι των Αβάρων», από τις εκδόσεις Κέδρος.

Το «Καλοκαίρι των Αβάρων» είναι μεστός καρπός αρκετών χρόνων, μοναχικής και επίπονης εργασίας. Σήμερα το κρατάμε στα χέρια μας και μπορούμε να το απολαύσουμε σε ώρες ησυχίας και ξεκούρασης. Κυρίως όμως έχουμε τη δυνατότητα να το προτείνουμε στα παιδιά μας, στο μέλλον αυτής της μικρής χώρας, δίνοντάς τους την ευκαιρία πέρα από την απόλαυση της αστυνομικής περιπέτειας, να έχουν μια πιο «εύκολη», ας μου επιτραπεί η έκφραση, επαφή με την ιστορία μας.

Το στίγμα του βιβλίου διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Άνοιξη του 626 μ. Χ. Τα στίφη των Αβάρων προελαύνουν πυρπολώντας τα χωριά της Θράκης. Τα στρατεύματα των Περσών στρατοπεδεύουν απέναντι, στη μικρασιατική ακτή. Η Κωνσταντινούπολη πολιορκείται από Βορρά και Ανατολή, ενώ ο αυτοκράτορας απουσιάζει σε εκστρατεία. Μέσα στο χαλασμό, καραβάνια προσφύγων από τα λεηλατημένα χωριά συρρέουν στην Πόλη αναζητώντας προστασία στον ίσκιο των τειχών της.
Ανάμεσά τους, τρία ορφανά αδέρφια: Λυδία, Στέφανος και Λάζαρος.
Στα υπόγεια του μοναστηριού που θα τους φιλοξενήσει ανακαλύπτουν πως το καραβάνι τους μετέφερε και μια λαθρεπιβάτισσα: την αλλόγλωσση Λενόρ. Μαζί της θα ζήσουν μια απίστευτη περιπέτεια σε μυστικές κρύπτες και υπόγειες στοές, που θα τους φέρει αντιμέτωπους με μεταμφιεσμένους κλέφτες και μυστηριώδεις απαγωγείς.
Η καταστροφή του εχθρικού στόλου θα σώσει τη Βασιλεύουσα ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου και στην επανένωση των μελών μιας οικογένειας.»

Πρόκειται για ένα κείμενο καλοδουλεμένο που προκαλεί αυθεντική συγκίνηση, καθώς η τριτοπρόσωπη αφήγηση προσφέρει στον αναγνώστη βιωματική, θα τολμούσα να πω, προσέγγιση των όσων διαδραματίζονται. Η επιτυχημένη λεπτομερής περιγραφικότητα χώρων, τόπων, προσώπων έρχεται σαν αποτέλεσμα της ιδιαίτερα συνθετικής ικανότητας που η συγγραφέας διαθέτει, ενώ καταφέρνει αριστοτεχνικά να κινείται ταυτόχρονα σε δυο παράλληλους κόσμους. Απ’ τη μια οι ιστορικές στιγμές της Πόλης με την πολιορκία να μαίνεται στους πύργους και στις επάλξεις, στις τάφρους και στις υπόγειες δεξαμενές, στη θάλασσα με τα μονόξυλα και το υγρόν πυρ, με τους κατοίκους είτε να πολεμούν σώμα με σώμα, είτε να συνθέτουν και να ψάλλουν τον πανίερο ύμνο, τον Ακάθιστο ύμνο στο μοναστήρι των Βλαχερνών, ικετευτικά προσπίπτοντες στα πόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Υπερμάχου Στρατηγού και από την άλλη ο κόσμος των τεσσάρων παιδιών που έχουν να αντιπαλέψουν με την ορφάνια, την προσφυγιά, την πείνα, την εξαθλίωση, τον κάθε λογής κίνδυνο. Και σα να μην φτάνουν όλα αυτά να βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα μυστήριο το οποίο πρέπει να λύσουν, νιώθοντας ταυτόχρονα την απειλή μέσα στη μικρή τους ομάδα, ενώ καλούνται να ασκήσουν έμπρακτα την αρετή της αγάπης. Κι όσο το μυστήριο παρατείνεται μέχρι τη λύση του, που έρχεται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης, χωρίς να το αντιλαμβάνεται και χωρίς να δυσανασχετεί, ζει λεπτό προς λεπτό τις ιστορικές εξελίξεις. Βαδίζει πλάι πλάι στον κίνδυνο, στην αρρώστια, στην εξαθλίωση, στο θάνατο ενώ ταυτόχρονα, με έμμεσο τρόπο, ψηλαφεί τη μεγαλοπρέπεια της Πόλης.
Η συγγραφέας δεν κάνει μια επιφανειακή παρουσίαση εκείνου του καλοκαιριού, του καλοκαιριού των Αβάρων. Με κυρίαρχο και έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας, κάτι που κρίνεται απαραίτητο από την ίδια για να μπορέσει να αποδώσει την ηθική, την ιδεολογία, τη στάση της εποχής, με κύρια χαρακτηριστικά της γραφής της τη ζωντάνια και την παραστατικότητα, δημιουργεί μια τέτοια ατμόσφαιρα ώστε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σα σε κινηματογραφική ταινία. Έχει ανατρέξει σε χάρτες της εποχής, έχει δρασκελίσει σπιθαμή προς σπιθαμή τα σοκάκια της Βασιλεύουσας, έχει αναζητήσει ονόματα, συνήθειες, τρόπους και τεχνικές της πολεμικής τέχνης, φαρμακευτικές και θεραπευτικές μεθόδους και βότανα εκείνων των χρόνων! Έτσι δεν μας δίνει απλά και αποσπασματικά στοιχεία εκείνης της εποχής μα… δημιουργεί, συνθέτει αριστοτεχνικά την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα και την μεταδίδει. Όπως και η ίδια η συγγραφέας έχει αναφέρει σε συνέντευξή της μιλώντας για το επίσης ιστορικό μυθιστόρημά της «Με την πορφύρα και το χρωστήρα» που κι αυτό διαδραματίζεται στη Βασιλεύουσα, μέσα από την απόδοση της ατμόσφαιρας αποσκοπεί στο να οδηγήσει τον αναγνώστη «να απολαύσει ιδιαίτερα την παραμονή του στην ιστορία». Το ιστορικό πνεύμα και η δημιουργική φαντασία της δίνουν την ευκαιρία στον αναγνώστη να πλησιάσει την Ιστορία και ίσως μετά τη λύση του μυστηρίου να θελήσει να ανατρέξει σε ένα καθαρά κείμενο Ιστορίας, με άλλη ματιά και αγάπη απ’ ότι στα μαθητικά θρανία.
Η συγγραφέας, φιλόλογος και αρχαιολόγος με μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εκπαιδευτική πολιτική, δεν καταπιάνεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνική της πορεία με ιστορικά θέματα. Μας έχει δώσει στο παρελθόν τρία βιβλία τοπικής ιστορίας για παιδιά καθώς και ένα ιστορικό μυθιστόρημα για ενήλικες, όπως δε εύστοχα γράφει η συγγραφέας κ. Νένα Κοκκινάκη χρησιμοποιεί την Ιστορία «ως γέφυρα που θα ενώσει το σήμερα με το χθες εκμηδενίζοντας το χρόνο και… έχοντας μελετήσει την εποχή και αφομοιώσει το καθημερινό και οικείο, επιδίδεται στην ανασύνθεση μιας ιστορικής περιόδου με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Αντίστοιχα κι εδώ, στο Καλοκαίρι των Αβάρων, η περιπέτεια των παιδιών αποτελεί το μύθο και γίνεται η αφορμή για να δοθεί η εικόνα και η φιλοσοφία της ζωής μιας ιστορικής εποχής όχι και τόσο γνωστής σήμερα. Η συγγραφέας, με το ξεχωριστό τάλαντο που διαθέτει αλλά και με αρκετή δουλειά και αφοσίωση στο έργο που επιτελεί, καταφέρνει να ταιριάξει μύθο και ιστορία. Πλέκει τα φανταστικά με τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό έμμεσα δηλώνει την ξεχωριστή αγάπη και αφοσίωσή της τόσο στην Ιστορία όσο και στο παιδί. Με ζωντάνια, μαεστρία και φυσικούς διαλόγους φέρνει το σύγχρονο έφηβο να ζήσει κάτι από την ιστορία εκείνης της εποχής. Του κινεί την περιέργεια πέρα από το μύθο να επιβεβαιώσει αυτά που έχει διδαχθεί στο σχολείο με έναν άλλο, πιο ενδιαφέροντα και ζωντανό τρόπο, αφού τον παρασύρει να ζήσει τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Και ταυτόχρονα του δίνει ένα έναυσμα, με το τέλος του μυστηρίου, να ψάξει, να αναζητήσει ξανά τις ιστορικές πηγές και γνώσεις, δημιουργεί μέσα του την επιθυμία να έρθει κάποια στιγμή από κοντά σε αυτά τα αγιασμένα, τα αιματόβρεχτα μέρη.
Το κείμενο κυλάει με γλώσσα απλή, στρωτή και κατανοητή, μας μεταφέρει παραστατικά στα βυζαντινά χρόνια κάνοντας εκτεταμένη χρήση λέξεων που παραπέμπουν στην εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Το γλωσσάρι, στο τέλος του βιβλίου, συμπληρώνει την ατμόσφαιρα πλουτίζοντάς μας γνωσιολογικά και γλωσσικά.
Τα συναισθήματα ποικίλα. Εναλλάσσονται μεταξύ τους και αρκετές φορές κορυφώνονται. Φόβος, τρόμος, αγωνία, οδύνη, λύπη, αγανάκτηση, οργή, συμπόνια, θαυμασμός, αγάπη και τέλος, με τη λύση του μυστηρίου, έκπληξη, ανακούφιση, περηφάνια, δικαίωση, χαρά.
Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου και ζώντας τα παθήματα των ηρώων του, ο αναγνώστης νιώθει πως υπάρχει μια βαθιά αντιστοιχία της εποχής εκείνης και των παθημάτων των παιδιών με το παρόν, το σήμερα. Συνειρμικά έρχονται στο μυαλό του μια μεγάλη δυστυχώς ομάδα παιδιών με αντίστοιχα προβλήματα που κινούνται δίπλα μας. Εκπατρισμός, ορφάνια, φόβος, πόνος, μια παιδική ηλικία που καλείται παρά τις λιγοστές δυνάμεις που εκ φύσεως διαθέτει να σηκώσει μεγάλο βάρος στους ώμους της. Η απώλεια της παιδικής ηλικίας είναι ένα σοβαρότατο πρόβλημα και για το τότε μα και για το τώρα. Τα παιδιά καλούνται να κάνουν πράγματα γενναία, πράγματα που είναι για τους ενήλικες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και ο αναγνώστης, αν μη τι άλλο, προχωρώντας στις σελίδες του βιβλίου συμπάσχει με τους ήρωες και τα παθήματά τους, ενώ ταυτόχρονα καλείται να προβληματιστεί για όσα αντίστοιχα συμβαίνουν στο σύγχρονο κόσμο που ζει.
Το εξώφυλλο της Λέλας Στρούτση, αληθινό καλλιτέχνημα, παραπέμπει σε αριστουργήματα κεντητικής τέχνης ή μικροτεχνίας του Βυζαντίου και συνδυάζει τους δυο διαφορετικούς άξονες της γραφής. Σε μια σελίδα αποδίδει τον ιστορικό περίγυρο, το χώρο και το χρόνο, με τους τρούλους της Αγιά Σοφιάς από τη μια, και από την άλλη την περιπέτεια, με τα παιδιά κρυμμένα στη σπηλιά να κρατούν λαδοφάναρα. Τα χρώματα του χρυσού ή του μπρούντζου πάνω σε σκούρο φόντο και πίσω ο ουρανός της πολύπαθης Πόλης την ώρα που αρχίζει να σκοτεινιάζει απογειώνουν τη φαντασία και μας καλούν να ανοίξουμε τις σελίδες του βιβλίου και να ταξιδέψουμε μαζί του στο μυστήριο και την ιστορία.