Εκδόσεις Αρμός 2023 σελ. 87-
Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

Δεκαεννιά μικρές ιστορίες. Δεκαεννιά ιστορίες μπονσάι.
Μια χλαίνη κρέμεται στο καρφί της πόρτας που έχει μια τρύπα στην πλάτη και τις νύχτες η τρύπα γίνεται… στόμα και μας μιλά, ο Ιατροφιλόσοφος που ισχυριζόταν πως κάποιες νύχτες στο αρχαίο θέατρο της Θάσου αντάμωνε με μια πανέμορφη στοίχαινα, αερικό ή νεράιδα που την έλεγαν Δάφνη κι έσμιγε μαζί της ως το χάραμα, ο στρατιώτης που είχε χάσει από κρυοπαγήματα τα δυο του πόδια στην Κορυτσά και έλεγε πως τις νύχτες… άκουγε βήματα στον διάδρομο του σπιτιού του, ο κατσικοκλέφτης ο Θρασύβουλος ο εξόριστος που τον πιάσανε επί Μεταξά και τον στείλαν εξορία, εξηντάρης πια και φιλήσυχος δεν δεχότανε πειράγματα από τους πατριώτες του στη Μυτιλήνη, οι κομιτατζήδες που κλέψανε τα χειρόγραφα από τις κρύπτες του μοναστηριού της Κοσινίτσας, το πρωτοχρονιάτικο φλουρί της βασιλόπιτας στο πατρικό σπίτι που έπεσε στον καρβουνιασμένο στρατιώτη στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου του 1918, ο κλήρος που έπεσε στον ανθυποπλοίαρχο Σπύρο Χάμπα να πετάξει με ένα διπλάνο Sopwith bomber στην Πύλη της Κόλασης στα Δαρδανέλλια το 1923, τα Χριστούγεννα του 1918 που βρήκε χίλιους οκτακόσιους ομήρους στο καταραμένο Κίτσεβο της Βουλγαρίας που άλλοι πέθαναν και άλλοι αντέξανε στα κάτεργα της Βουλγαρίας, στα λάγκερ του θανάτου, το βαλς της Ελληνίδας χήρας με τον Έλληνα Εύζωνα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού στο Και της Σμύρνης τον Μάϊο του 1919, οι Έλληνες Εύζωνοι τις νύχτες του Αυγούστου του 1921 που διέσχιζαν την κόλαση της Αλμυρής Ερήμου και οι ακροβολισμένοι Τσέτες τους εξαπέλυαν έναν άλλον πόλεμο, ψυχολογικό, πιο κρύο από τη νύχτα της ερήμου: φώναζαν τα μικρά τους ονόματα, για να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους, στη Θάσο το 1942 μ.Χ. οι Βούλγαροι συγκέντρωσαν μέσα στην ανασκαφή του Ιερού του Ηρακλή τους άντρες του χωριού για να τους εκτελέσουν, όπως ακριβώς στο ίδιο σημείο συγκέντρωσε τους άντρες της Θάσου το 404 π.Χ. ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος και τους μακέλεψαν με τα σπαθιά τους οι στρατιώτες του μόνο που τώρα χάρισε τη ζωή των κατοίκων της Θάσου, ο Βούλγαρος λοχαγός Παλάζωφ κάνοντας τη χάρη στην ερωμένη του, τη γυναίκα του μυλωνά, στο Δοξάτο το Σεπτέμβρη του 1941 βάλανε τις οικογένειες των σκοτωμένων να πληρώσουν σε λέβα, τις σφαίρες που ξόδεψαν οι Βούλγαροι στην εκτέλεση των συγγενών τους, ο καλόκαρδος εισπράκτορας του σχολικού λεωφορείου κυρ Παναγιώτης, ο «σκατοδίκης» της Λαοκρατίας, οι στρατιώτες που περπατήσανε τα βουνά του Γράμμου μετρώντας οι πέτρες τα βήματά τους και τα μαύρα πουλιά μέτρησαν τα βήματά τους πάνω στο χιόνι, εξήντα χρόνια έρχεται και συναντά τις νύχτες δίχως πρόσωπο, ο προδότης των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τον εκτελεστή του, η δικτατορία, ο γυμνασιάρχης και η πέτρα με το αυγό, το καπνομάγαζο που έγινε με τη σειρά: το κολαστήριο των Βουλγάρων κατακτητών, το διοικητήριο στη Λαοκρατία και Σταθμός Χωροφυλακής το 1949, μετά οι νέοι ιδιοκτήτες για να παστρέψουν το κτήριο, αλλά, κυρίως, να ξεπαστρέψουν τη μνήμη βάλαν στη θέση της «παλίμψηστης» ταμπέλας την καινούργια «Ξενοδοχείο Αμφίπολις», βάζοντας στην ταμπέλα, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, την πρόθεση, που ήταν κυρίαρχη εκείνα τα χρόνια, στην ψυχή, στη σκέψη, αλλά πιο πολύ, στο υποσυνείδητο του μεταπολεμικού, μεταμφυλιακού και ψυχροπολεμικού νεοέλληνα… «αμφί», στη μικρή κοινωνία της Άρτας, που το πέτρινο τοξωτό της γεφύρι γητεύει τον Άραχθο και κάνει τα νυχτοπούλια να μιλούν με ανθρώπινη λαλιά, οι ιστορίες, οι δοξασίες, τα στοιχειά, οι στοίχαινες και οι δεισιδαιμονίες περίσσεψαν όταν ένας φαντάρος του τάγματος εκπαιδεύσεως Υγειονομικού, στο λόφο της Περάνθης, αυτοκτόνησε στην «τιμωρημένη σκοπιά», από τα καψόνια και τις ποινές του αρχίατρου Παρασκευά Νούσια και μετά από αυτό, ο μικρός αδελφός του αυτόχειρα έδωσε τέλος στη ζωή του, πέφτοντας στα ορμητικά νερά του ποταμού, από το πιο ψηλό σημείο του γεφυριού και διπλοστοιχείωσε το θρυλικό πέτρινο γεφύρι του Αράχθου, όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να μπει ένα τρομακτικό στοίχημα…


Μικρές ιστορίες σαν πινακοθήκη πορτρέτων και τοπίων, στρωματογραφία σε παλίμψηστο συλλογικής μνήμης ή, με κινηματογραφικούς όρους, «πλάνα σεκάνς» που διατρέχουν εκατό και, χρόνια ελληνισμού.
Εθιστικό βιβλίο, εντατικός ρυθμός, πολλά υποσχόμενο ύφος.
Διαβάστε το.


Ο Κώστας Χατζηεμμανουήλ είναι από τη Θάσο, όπου ζει και εργάζεται ως οδοντίατρος. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έκανε σπουδές σεναρίου. Συνεργάστηκε με εφημερίδες. Έχει εκδώσει βιβλία για μεγάλους και παιδιά. Το βιβλίο του «Πέρσες του Αισχύλου» (Ελληνοεκδοτική) συμπεριελήφθη στους «Βραχείς καταλόγους του ελληνικού παιδικού βιβλίου 2018» του «Ελληνικού Τμήματος της IBBY». Συμμετείχε, με ανακοινώσεις του, σε Συνέδρια Ιστορίας, οι οποίες είναι δημοσιευμένες στους τόμους των πρακτικών τους. Υπηρέτησε το νησί του, επί εννιά χρόνια (2011-2019), από τη θέση του Δημάρχου.