«Έτσι ήταν κάποτε…»
Θωμάς Τσαβδαρίδης
FYLATOS PUBLISHING
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ένα προσφυγοχώρι, εκεί γύρω στο 1932. Άνθρωποι παλεύουν να σταθούν στα πόδια τους με τη δουλειά, τις αρχές και τα πιστεύω τους.
Τα πρώτα παιδιά που γεννήθηκαν στη νέα πατρίδα, οκτάχρονα πλέον, γεμάτα ζωή, ανυπόταχτα, ανδρώνονται πρώιμα μέσα από το σχολείο, το παιχνίδι, την καθημερινότητα. Βιώνουν την κάθε στιγμή που φέρνει την εξέλιξη στη μικρή κοινωνία. Αναγκάζονται να οργανωθούν, να θέσουν τους δικούς τους κανόνες λειτουργίας, πολλές φορές αντίθετους με τους κανόνες των μεγάλων, να χαράξουν τους δικούς τους δρόμους.
Πού θα τους οδηγήσει αυτή τους η στάση; Θα βγουν σε ξέφωτα ή θα γκρεμοτσακιστούν;
Ένας αφηγητής, που ζει στο σήμερα με μνήμες από το παρελθόν και κουβαλάει ένα χρέος.
Ένα βιβλίο για να θυμηθούν οι μεγάλοι και να χαρούν οι μικροί…»
«Ένας αφηγητής, που ζει στο σήμερα με μνήμες από το παρελθόν και κουβαλάει ένα χρέος». Αυτή ακριβώς η πρόταση χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο του κ. Τσαβδαρίδη, επειδή αν το χαρακτηρίζαμε με μια μόνο λέξη, αυτή θα ήταν ΧΡΕΟΣ. Το χρέος του συγγραφέα απέναντι στους φίλους του, στους οποίους υποσχέθηκε να γράψει την ιστορία τους.
‘Ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χτες, στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, το οποίο εξιστορεί γεγονότα από την παιδική και νεανική ηλικία του συγγραφέα. Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, το πώς ήταν κάποτε, τότε που ήταν τόπος προσφύγων. Τότε που ακόμα τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες και εκεί ανδρωνόντουσαν. Τότε που ακόμα υπήρχαν οι «απειλές» των γονιών με φαντάσματα. Τότε που υπήρχαν τα κόκκινα κοκοράκια γλειφιτζούρια και τα σχολεία πάγωναν τις κρύες χειμωνιάτικες ημέρες.
Και παράλληλα το ζύμωμα του ψωμιού, ο τρύγος και τα πατητήρια. Τα παραδοσιακά μπακάλικα, του κυρ-Γιάννη και το «αποικιακά εδώδιμα προϊόντα». Οι ήρωες με τα ονόματα τους και τα παρατσούκλια τους, τα οποία προσδίδουν ταυτόχρονα και την ιδιότητα τους. Ο παππάς, ο δάσκαλος, ο Ποτόλης-τσοπάνης με τη γκλίτσα του, ο κυρ-Θανάσης ο μάγκας, ο ψήστης ο κυρ-Μανώλης, ο μπάρμπα-Μαθιός ο κουρέας που βοηθούσε τα παιδιά. Η δεσποινίς «Γραμματική», η σκληρή και τυπική δασκάλα που στα μάτια των παιδιών φάνταζε κακάσχημη γεροντοκόρη. Το Πάσχα στο χωριό. Η εκκλησιά. Τα καφενεία. Η πλατεία.
Και κάπου εκεί, οι παρέες των μικρών αγοριών. Ο Νίκος ο ιστορικός, ο Πέτρος ο γενναίος, ο Ιάσονας με τον γλυκό λόγο, ο Τάσος ο σαλπιγκτής, ο Σπύρος ο καλαμπουρτζής, ο Φώτης ο δυνατός που όλα τα παιδιά τον έτρεμαν και είχε τους δικούς του «υποτακτικούς». Ο μικρός Κώστας με το γλυκό χαμόγελο, φίλος των παιδιών αν και επισκέπτης. Ο Κώστας, που με στόμφο ο Πέτρος ανακοίνωσε στην παρέα ότι είναι Τούρκος και αλλόθρησκος. Και τι μ αυτό; Ο Κώστας ήταν ένα μικρό διαμάντι, ένας «φίλος πολύτιμος». Το μίσος, ο ρατσισμός και οι σοφές συμβουλές του Μπάρμπα-Μαθιού. Αυτές που έκαναν την παρέα να ημερέψει, να τείνει χέρι φιλίας και να ζητήσει συγγνώμη. Η παιδική περιέργεια, η απερισκεψία, η τόλμη των παιδιών. Η ζωή και το μποστάνι με τα αγαπημένα πεπόνια και καρπούζια του Μπάρμπα Μαθιού που τα ονομάτιζε σαν να ήταν παιδιά του. Ο Θείος του Γιώργου από την Αμερική που έστειλε χρήματα που του ζήτησαν τα παιδιά και έφτιαξαν την πλατεία τους.
Ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, σαν παλιά λαϊκή λογοτεχνία το βιβλίο του Θωμά Τσαβδαρίδη. Σαν να διαβάζεις ένα παλιό ημερολόγιο. Με πρωταγωνιστές μια παρέα παιδιών που παρουσιάζεται με τον αυθορμητισμό της, τις απορίες της, το χιούμορ και τους καυγάδες της. Με τα αυτοσχέδια παιχνίδια στην αλάνα-την Πλατεία Ομονοίας- όπως την είχαν ονομάσει. Εκεί το φρούριο τους, εκεί τα ομαδικά παιχνίδια τους, εκεί ο «αρχηγός». Με τον ανταγωνισμό και την συνοχή. Εκεί και τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα. Όμορφες εικόνες από το χωριό των παιδιών, με σύντομα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία να διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου.
Πολυπρόσωπο και με πολλά κοινωνικά στοιχεία το βιβλίο αυτό. Η φτώχεια, οι καθημερινές δυσκολίες, η προσφυγιά, ο εποικισμός, ο ξεριζωμός, οι αντιθέσεις και η ένταξη των προσφύγων στην μικρή κοινωνία που τους φιλοξενεί. Απλή, στρωτή και περιγραφική γραφή με σωστή χρήση της γλώσσας (πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι διαφορετικά; ο συγγραφέας είναι δάσκαλος) σε ένα έργο που όπως αναφέρει ο συγγραφέας, η συγγραφή του διήρκησε 30 χρόνια. Με υπομονή και επιμονή, με γράψε- σβήσε σελίδα- τη σελίδα μας έδωσε μικρές βιωματικές ιστορίες «για να θυμηθούν οι μεγάλοι και να χαρούν οι μικροί».
—
«Ψημένο Κάστανο»
Λουκάς Κατσώνης
FYLATOS PUBLISHING
No comments!
There are no comments yet, but you can be first to comment this article.