Εκδόσεις Πηγή 2022 σελ.184 (Πανελλήνιο Βραβείο Λογοτεχνίας από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών)-Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς


Η Θεά Δήμητρα φτάνει κουρασμένη και στενοχωρημένη στην Ελευσίνα. Μετά από μήνες άκαρπης αναζήτησης, έχει καθίσει στην Αγέλαστη Πέτρα και θρηνεί το χαμό της μοναχοκόρη της. Και τότε εμφανίζεται η Βαυβώ. Αρχίζει τα αθυρόστομα ανέκδοτα, συνεχίζει με άσεμνες ιστορίες και τελικά πώς καταφέρνει να την κάνει να γελάσει; Σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνει το αιδοίο της…
Νοσηρά μυαλά παγκόσμιων κυκλωμάτων παιδικής πορνείας και διεφθαρμένες κυβερνήσεις, είχαν μετατρέψει τον εξωτικό προορισμό της Ταϊλάνδης σε κόλαση ανήλικων παιδιών…


Παιδιά από την Ταϊλάνδη, την Ινδία, την Ταϊβάν, τη Σρι Λάνκα, τις Φιλιππίνες που βιώνουν την κόλαση. Παιδιά σε πορνεία. Ένα κολαστήριο ψυχών. Φτώχεια, βία, ταπείνωση, κακοποίηση, πόνος, αηδία, σιωπή, υπακοή, ανοχή, βιασμοί βρεφών, σεξουαλικά νοσήματα, αυτοκτονίες, απομόνωση, ξυλοδαρμοί, μαστίγωμα, αλκοόλ, ναρκωτικά, σκλαβιά, θηριωδίες.
Όλα τα παιδιά είχαν δεχθεί την άθλια ζωή τους γιατί αυτή πίστευαν πως είναι η ζωή, αυτή ήξεραν από τότε που γεννήθηκαν. Το θλιβερό θέαμα της σύγχρονης δουλείας αναβίωνε εικόνες από την αρχαία Αίγυπτο και την Κόλαση του Δάντη. Πάνω σε μικρά παιδιά ξεσπούσαν τις άρρωστες ορέξεις τους κάθε πολιτισμένος μεσήλικας της Δύσης…


Στην επαρχία Τσον Μπουρί, Νότια της Μπαγκόγκ της Ταϊλάνδης, ήταν η πατρίδα του οχτάχρονου Σαρούτ Σατζαμούνιν.
Δεκαετία του ΄70. Την παρθενιά του Σαρούτ την πήρε ένας ανώτερος κληρικός από την Αυστραλία σε ένα ξενοδοχείο, με τρόπο σαδιστικό. Μπορεί να άντεξε την προδοσία της μάνας του, που τον πούλησε σε πορνείο, την αίσθηση αποκοπής από την οικογένεια τη μοναξιά,, όμως, δεν άντεχε με τίποτα να θυμάται με ποιον τρόπο βεβήλωσαν την παιδική του αθωότητα για πάντα.
Τον θάνατο δεν τον φοβόταν όχι, ο θάνατος ήταν μια γιατρειά, το ύστατο φάρμακο. Τη ζωή φοβόταν και το σκοτεινό του μέλλον, που είχε αρχίσει από πολύ νωρίς να του γνέφει με το δάχτυλο στη σκανδάλη…


Ο Σαρούτ πουλούσε το κορμί του καθημερινά στο πορνείο. Τον πρώτο καιρό αντιστεκόταν μα, αργότερα, έμενε εντελώς ακίνητος, υποκρινόμενος πως ήταν κάτι άψυχο. Ερχόταν σε επαφή με πάνω από δέκα άνδρες κάθε μέρα, κυρίως τουρίστες. Διεστραμμένοι παιδόφιλοι, διπλωμάτες, πολιτικοί, κληρικοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες.
Οι πελάτες τον έβριζαν συχνά: πούστρα, σκουπίδι, τσουλάκι, βρομιάρη. Τα υπέμενε όλα. Σιωπηλός. Όπως είχε γαλουχηθεί από τη ζωή. Να σιωπά, να υπακούει και να υπομένει. Η υπακοή έγινε σιγά σιγά η δεύτερη φύση του, η προέκταση του εαυτού του. Υπακούοντας στον πατέρα, στην κοινωνία, στη μοίρα, στον μαστροπό, τον δουλέμπορα, είχε υιοθετήσει αντανακλαστικά υποταγής. Υπάκουε χωρίς να γνωρίζει γιατί, απλώς, ήξερε πως έτσι έπρεπε. Πόση ταπείνωση μπορούσε να υπομείνει, δεν ήξερε. Ένιωθε εξευτελισμένος και ας μη γνώριζε τη λέξη. Έβαζε συχνά τα δάχτυλα στον λαιμό του προκαλώντας εμετό για να ξερνάει θυμό, πόνο και αηδία. Με τον καιρό, προσπαθούσε να κλαίει λιγότερο, μετά να κλαίει βουβά, μέχρι που έμαθε να μην αισθάνεται τίποτα, να νιώθει ένα τίποτα, να αηδιάζει με τον εαυτό του και να μισεί το σώμα του. Περισσότερο, όμως, από όλα, μισούσε τη μάνα του, που τον πούλησε στο πορνείο. Κάθε μέρα και πιο πολύ.


Ο Σαρούτ είχε καταλάβει καλά, μέχρι τις πιο κρυφές γωνίες του εαυτού του, πως ο δρόμος για την κόλαση ήταν καλά στρωμένος. Όλα είχαν μόνο αρχή κανένα τέλος. Όλα ήταν για πάντα.
Επίσης κατάλαβε πώς δεν κατέληξαν να είναι δούλοι επειδή υπήρχαν αφέντες, αλλά πως υπάρχουν αφέντες, επειδή επιλέξανε να παραμένουνε δούλοι και επειδή οι θεσμοί το επιτρέπουν. Η παραίτηση ήταν η πηγή δυστυχίας και όχι η σκλαβιά. Γι΄ αυτό τα μικρά παιδιά ήταν ο πρωταρχικός στόχος των αφεντάδων. Για να κοπεί η ελευθερία από τη ρίζα της. Να μάθουν από μικρά πως αυτή είναι η ζωή. Η σκλαβιά.
Ο Σαρούτ βρέθηκε σε πορνείο της Πατάγια της Ταϊλάνδης και μετά σε εργοστάσιο τούβλων της Ινδίας, που θύμιζε λιοτρίβι με τεράστιες μυλόπετρες, προορισμένο να συνθλίβει ανυπάκουους και ανυπότακτους.


Θα έρθει τελικά η λύτρωση από αυτόν τον Γολγοθά για τον Σαρούτ;
Ο θάνατος δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ο πόνος, είναι.
Η κόλαση λοιπόν/είν΄ η πατρίδα μας.
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει τη σκλαβιά του.
Κάθε αιώνας έχει τον δικό του Μεσαίωνα.
Ζητείται Θεός.
Στο βιβλίο αυτό αποτυπώνονται, η οδύσσεια γυναικών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους και ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, η παιδική εργασία, η κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διαφθορά, αλλά και η σθεναρή αντίσταση ενός παιδιού σε μια εξουσία που έχει προκαθορίσει τα πάντα, διεκδικώντας μια καλύτερη ζωή.
Οι αναγνώστες θα ανακαλύψουν διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, την τρυφερότητα και την ομορφιά, την αγάπη και την αφοσίωση, το χαμόγελο και την ασχήμια της ζωής, την λύτρωση και τον εξαγνισμό, την βία και τη σκλαβιά, τη βαναυσότητα και την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την εξαθλίωση και την παιδική εργασία, τη διαφθορά και το παρακράτος, τη σωματεμπορία και τους βιασμούς, την σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και την εμπορία οργάνων, καθώς και την επιδίωξη ενός ιδεώδους που δικαιώνει την ανθρώπινη ζωή και δίνει ελπίδα και κουράγιο για δικαιοσύνη και ελευθερία.
Πρόκειται για αληθινά γεγονότα.
Λόγος λιτός και δωρικός.
Πειστικότητα στην περιγραφή και προσεγμένη γλώσσα είναι τα δυνατά σημεία του βιβλίου.
Η ευλύγιστη, νευρώδης και χειμαρρώδης γραφή της Βανέσσα Λαμπροπούλου, με χάρη, ταμπεραμέντο και ενσυναίσθηση συμπαρασύρει τον αναγνώστη.
Αληθινό, σκληρό, συγκλονιστικό, συγκινητικό, γροθιά στο στομάχι.
Ένα από τα βιβλία που δεν ξεχνά κανείς εύκολα.
Διαβάστε το.


Η Βανέσσα Λαµπροπούλου γεννήθηκε και µεγάλωσε στην Αθήνα. Παρακολούθησε µαθήµατα δηµιουργικής γραφής στο Κολέγιο Αθηνών. Τον Δεκέµβριο του 2019 κυκλοφόρησε το πρώτο της κοινωνικό µυθιστόρηµα µε τίτλο Το Μεγάλο Παιχνίδι (εκδόσεις Πηγή), που διακρίθηκε ως ένα από τα πέντε καλύτερα ελληνικά βιβλία του 2020. Η Αγέλαστος Πέτρα είναι το δεύτερο βιβλίο της, το οποίο τιµήθηκε µε βραβείο στο Ελληνικό Ίδρυµα Πολιτισµού, από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.