Το αριστούργημα του δημοφιλέστερου μεταπολεμικού συγγραφέα στην Ιαπωνία!
Ο Νταζάι Οσάμου, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τσουσίμα Σούτζι γεννήθηκε στη Βόρεια Ιαπωνία, στην επαρχία Αομόρι του Τουχόκου, το 1909 και πέθανε το 1948. Η αυτοκτονία, με την οποία έκοψε το νήμα της ζωής του, υπήρξε η τελευταία μιας σειράς από αποτυχημένες απόπειρες που είχαν προηγηθεί.
Ο Νταζάι Οσάμου άρχισε ν΄ ασχολείται με τη λογοτεχνία ήδη από μαθητής γυμνασίου, γράφοντας κείμενα που δημοσίευε σε σχολικές λογοτεχνικές εκδόσεις. Ένα διάλειμμα στη συγγραφική του δραστηριότητα σημειώθηκε μετά την αυτοκτονία του λογοτεχνικού του ινδάλματος, του Ακουταγκάουα Ριουνόσουκε, το 1927. Από την εποχή εκείνη αρχίζει η σειρά των «επαίσχυντων», όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, καταστάσεων, που αποτέλεσαν, βέβαια με διαλείμματα, τη ζωή του από κει και πέρα, περιλαμβάνοντας τον αλκοολισμό, την εγκατάλειψη σε διάφορα στάδια των σπουδών, τις ερωτικές περιπέτειες, την εμπλοκή με το Μαρξισμό, τις ταραγμένες σχέσεις με την οικογένειά του, που κάποια στιγμή έφτασαν και στην αποκλήρωση, την εξάρτηση από τη μορφίνη, τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο και τις διαδοχικές απόπειρες αυτοκτονίας, που άρχισαν από νωρίς.
Το «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» απηχεί κάποιες από αυτές τις απόπειρες, χωρίς ωστόσο να αποτελεί πιστή αποτύπωσή τους. Αυτός ο τρόπος γραψίματος, που μπορεί να ονομαστεί «ημι-αυτοβιογραφικός», συνίσταται σε μια έμπνευση από την προσωπική ζωή και στη μετάπλασή της με διάφορους τρόπους Π.χ., όπως η αυτοκτονία που περιγράφει σε αυτό το βιβλίο, με την Τσουνέκο (όπως ονομάζει στο έργο τη δεκαεννιάχρονη μπαργούμαν Σιμέκο Τανάμπε, ερωμένη του, η οποία υπήρξε η πραγματική ηρωίδα του επεισοδίου) έχει περιγραφεί από τον ίδιο σε άλλα έργα «με πέντε, τουλάχιστον, διαφορετικούς τρόπους». Αυτό το μείγμα δημιουργικής ανάπλασης και αυτοβιογραφίας αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Νταζάι.


Στις 13 Ιουνίου 1948, μαζί με τη Γιαμαζάκι Τομίε, έβαλε τέρμα στη ζωή του πέφτοντας στα φουσκωμένα νερά του ποταμού Ταμαγκάουα. Μεταπολεμικά, αλλά και στη συνέχεια, ο Νταζάι Οσάμου έγινε αντικείμενο λατρείας, κυρίως από τους νέους.
Από την πλούσια συγγραφική παραγωγή του Νταζάι αρκετά βιβλία έχουν μεταφραστεί, κυρίως στα αγγλικά, γνωστά όμως είναι κυρίως το Shay, μεταφρασμένο ως The Setting Sun, που απογείωσε τη φήμη του και τον κατέστησε γνωστό και στο εξωτερικό και το Ningen Shikkaku, μεταφρασμένο ως No Longer Human (Δεν ήμουν πια άνθρωπος).

Στο «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» ο πρωταγωνιστής Γιόζο προσπαθεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία στην οποία δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Το αίσθημα του φόβου απέναντι στους ανθρώπους επανέρχεται σχεδόν σε κάθε σελίδα, συνοδευόμενο από την αδυναμία κατανόησης του πώς λειτουργούν οι άνθρωποι ή και από αηδία για την υποκρισία και τις σκοτεινές ενορμήσεις που υπάρχουν στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ δεν διστάζει να περιγράψει, χωρίς ενδοιασμούς, και τις δικές του σκοτεινές πλευρές. Ωστόσο, στο τέλος, μια αριστουργηματική ανατροπή, προερχόμενη από την αιφνίδια εικόνα που είχαν για τον Γιόζο κάποιοι γύρω του και παρουσιάζεται μέσα από τα λόγια της μαντάμ του μπαρ στο Κιόμπασι, εισάγει την υποψία μιας φωτεινής πλευράς στην ύπαρξή του, που όμως παρέμεινε άγνωστη στον ίδιο.

«Μπροστά στους ανθρώπους έτρεμα πάντα από φόβο. Επειδή δεν είχα την παραμικρή αυτοπεποίθηση στα λόγια μου και στη συμπεριφορά μου κρατούσα μυστική, μόνο για τον εαυτό μου, την αγωνία και το άγχος μου, βαθιά σ᾽ ένα μικρό κουτί μέσα στο στήθος. Κι έτσι, κρύβοντας καλά καλά όλη τη μελαγχολία και τη νευρικότητά μου, για να μη φανούν, προσποιούμενος με όλη μου τη δύναμη μια ουράνια αισιοδοξία, βαθμηδόν τελειοποιούσα τον εαυτό μου στο ρόλο του εκκεντρικού γελωτοποιού. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως οτιδήποτε ήταν καλό, αρκεί να έκανε τους ανθρώπους να γελάσουν. Μ᾽ αυτό τον τρόπο δεν έδιναν και πολλή σημασία στο ότι εγώ ήμουν έξω από τη λεγόμενη “ζωή” τους».

Ως προς τη θέση του στην ιαπωνική λογοτεχνία, ο Νταζάι, μαζί με κάποιους άλλους δημιουργούς που έδρασαν κυρίως μεταπολεμικά, με τους οποίους μοιράζεται τα κοινά χαρακτηριστικά της υπαρξιακής απελπισίας, της κατάθλιψης, της απογοήτευσης, του αλκοολισμού, της συμπάθειας για κάποιο διάστημα στον κομμουνισμό, της εναντίωσης στις συμβατικότητες της ιαπωνικής κοινωνίας, αλλά και στην ανθρώπινη συνθήκη γενικά, και, τέλος, της επιλογής της αυτοκτονίας ως εξόδου από αυτή την κατάσταση, συγκαταλέγεται στους λεγόμενους «burai-ha»: «σχολή των παρακμιακών».

Ο Νταζάι Οσάμου γράφει με ένα στιλ που εναλλάσσει τις κοφτές λακωνικές προτάσεις, καθώς και τους σύντομους διαλόγους, με μακρές περιόδους που περιέχουν πολλές επιμέρους προτάσεις, κι αυτές σύντομες, συχνά κλεισμένες σε παρενθέσεις, εν είδει σκέψεων που σε πολλά σημεία μοιάζουν με τη λεγόμενη «ροή συνείδησης». Επίσης, εναλλάσσει περιγραφές δράσης και τοπίου, εποχής κ.λ.π. με κομμάτια που περιέχουν σκέψεις και «φιλοσοφικούς» στοχασμούς. Αυτά τα κομμάτια, που δεν χαρακτηρίζονται αναγκαστικά πάντα από βαθύτητα, βλάπτουν το σύνολο, που θέλει να είναι λογοτεχνία και όχι πραγματεία περί ζωής. Ωστόσο, η γενική εικόνα της τραγικότητας της ύπαρξης, μέσα από τη συγκεκριμένη πορεία ενός ανθρώπου, υπερβαίνει οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αδυναμία και δημιουργεί την εντύπωση εκείνη που έχει αναδείξει τον Νταζάι Οσάμου μοναδικό στη σύγχρονη ιαπωνική λογοτεχνία.

Τo «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» είναι το αριστούργημα του Οσάμου Νταζάι (1909-1948) και διαχρονικά το δεύτερο μυθιστόρημα σε πωλήσεις στην Ιαπωνία.

Διαχρονικό και πανέμορφο.

Διαβάστε το.