Συγγραφέας του βιβλίου «Στα χρόνια του κόκκινου κόμη» – Εκδόσεις Καστανιώτη

Πεποίθηση του Δημήτρη Κανελλόπουλου είναι πως η πραγματική λογοτεχνία βγαίνει μέσα από τη ζωή των ανθρώπων, γι αυτό άλλωστε και όλα του τα έργα, ποιητικά ή του πεζού λόγου είναι βιωματικά. «Σαφώς όμως τα βιώματα συνδυάζονται και με την μυθοπλασία», διευκρινίζει στη συνομιλία μας. «Στα χρόνια του κόκκινου κόμη» καταγράφεται το κυνήγι της επιβίωσης μιας παρέας φίλων. Της παρέας του. Όπως λέει στο Vivlio-life, βρέθηκε ανυποψίαστος το 1978 στη Ρουμανία για σπουδές, όπου την έκπληξη των πρώτων ημερών διαδέχτηκε ένα ισχυρό σοκ. «Ένα μονοκομματικό καθεστώς, με κύριο χαρακτηριστικό του την ανελευθερία. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να έχει διαφορετική άποψη και να την εκδηλώνει ελεύθερα. Την κατάσταση αυτή, την εισέπραξα ως μία ματαίωση. Μια αναστροφή πλεύσης. Με τραυματικό τρόπο απέρριψα όλο μου το πολιτικό παρελθόν. Εκεί, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εκτίμησα τη Δημοκρατία και την Ανοιχτή Κοινωνία».

  • «Στο βιβλίο καταγράφεται το κυνήγι της επιβίωσης μιας παρέας φίλων», αναφέρετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας. Της δικής σας παρέας;
    Προφανώς.
  • Μιλήστε μας γι αυτή τη φιλία. Σε ποιο βαθμό συνεχίζει να υπάρχει σήμερα και ποιοι είναι οι φίλοι που απαρτίζουν την όμορφη παρέα.
    Από τότε έχουν περάσει 40 χρόνια. Κάποιοι έχουν φύγει από την ζωή. Θα διαπιστώσατε κι εσείς από το διάβασμα του βιβλίου, ότι ο μεγαλύτερος φίλος, ο Ρουθηνός Έντι Βαρχόλα, έχει φύγει από τη ζωή, όπως και ο Μπάντ Τόνι κι ο Σάντου. Άλλοι χάθηκαν μετά την αλλαγή του καθεστώτος, το 1989. Ο Λότσι Μόκσαϊ. Κάποιοι εξακολουθούν να βλέπονται και σήμερα.
  • Θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα καθαρά βιωματικό βιβλίο ή μήπως η μυθοπλασία συμπλήρωσε και πρόσθεσε ένταση στην πλοκή;
    Όλα μου τα έργα, ποιητικά ή του πεζού λόγου είναι βιωματικά. Πεποίθησή μου είναι πως η πραγματική λογοτεχνία βγαίνει μέσα από τη ζωή των ανθρώπων. Σαφώς όμως τα βιώματα συνδυάζονται και με την μυθοπλασία.
  • Πόσο μεγάλη ήταν η εσωτερική σας ανάγκη -αρκετά χρόνια μετά- να θυμηθείτε και να ξαναζήσετε στιγμές με τους φίλους σας και να τις καταγράψετε σ’ ένα βιβλίο για μας;
    Δεν έχω δηλώσει ποτέ και πουθενά, ότι, “αρκετά χρόνια μετά”, ένιωσα την ανάγκη να γράψω για αυτές τις περιπέτειες κατά την περίοδο των φοιτητικών μου χρόνων. Τα διηγήματά μου αυτά, όπως και πολλά άλλα που έχω στο συρτάρι μου δεν γράφτηκαν σε παρόντα χρόνο. Προέκυψαν με φυσικό τρόπο στο πέρασμα του χρόνου. Είναι γραμμένα από το 1983, που τέλειωσαν οι σπουδές μου, μέχρι και λίγο πριν εκδοθεί το βιβλίο μου. Όσα ζει ο άνθρωπος κατά την περίοδο της νιότης, είναι η μεγαλύτερη περιουσία του στην Τράπεζα της Μνήμης.
  • Βρεθήκατε στη Ρουμανία το φθινόπωρο του 1978 για σπουδές, ανυποψίαστος, όπως γράφετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. «Την έκπληξη των πρώτων ημερών διαδέχτηκε ένα ισχυρό σοκ». Με ενδιαφέρον αναμένουμε λεπτομέρειες για το «σοκ».
    Το “σοκ” προφανώς έχει σχέση με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκεί, όταν διαπίστωσα ότι ήταν εντελώς διαφορετική από όσα πίστευα για το κοινωνικό σύστημα αυτής της χώρας. Η πραγματικότητα που εγώ είχα φανταστεί και βρισκόταν στην καρδιά και στο μυαλό μου, δεν υπήρχε και μάλλον δεν υπήρξε ποτέ. Μου πήρε ένα διάστημα να συνειδητοποιήσω, ότι αυτό το καθεστώς ήταν έξω από κάθε τί, στο οποίο πίστευα με φανατισμό μέχρι τότε. Τα υπόλοιπα περιγράφονται στο βιβλίο.
  • Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην καθημερινότητα ενός φοιτητή από ξένη χώρα;
    Δεν μπορώ να μιλήσω γενικώς για “δυσκολίες”. Ο καθένας μας είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα που ανήκει στην α ή β κοινωνική ομάδα, έχει το δικό του μορφωτικό επίπεδο, τα οικονομικά του… Επομένως οι δυσκολίες δεν ήταν για όλους οι ίδιες. Εγώ ήμουν ένα φτωχόπαιδο, το οποίο έπρεπε να αναζητήσει την δική του προσαρμογή σε ένα νέο και πολύ διαφορετικό περιβάλλον. Αυτή η αναζήτηση της “δικής μου προσαρμογής” περιγράφεται στα διηγήματα που συναποτελούν το βιβλίο μου».
  • Περιγράψτε μας την πρώτη σας έξοδο στο νεανικό στέκι «Κρόκο» της πόλης Κλουζ και πώς αντιδράσατε όταν δοκιμάσατε με τους φίλους σας το μπράντι «παλίνκα».
    Στο καφέ αυτό, με πήγε ο πρώτος Ρουμάνος φίλος που έκανα, ο Λίμπερτυ. Τα καφέ εκείνης της εποχής, δεν είχε καμιά σχέση με ότι έχουμε εδώ, ακόμη και σήμερα στο μυαλό μας. Ήταν αποκλειστικά cafe και δεν σέρβιραν οινοπνευματώδη. Υπήρχαν άλλα καταστήματα που το έκαναν αυτό. Τα μπαρ, τα ρεστοράν, οι λαϊκές ταβέρνες, οι μπυραρίες… Εκτός αυτού, παλίνκα, δεν σέρβιραν ούτε τα μπαρ. Διότι σπανίως έβρισκες οινοπνευματώδη και στα μπαρ. Ελάχιστα ήταν τα μαγαζιά πολυτελείας που μπορεί να σέρβιραν κάποια οινοπνευματώδη. Όχι βέβαια στην ποικιλία που εμείς είχαμε γνωρίσει στην πατρίδα μας. Παλίνκα δοκίμασα για πρώτη φορά σε σπίτι. Σε ένα από τα πρώτα γλέντια μας. Ήταν μια παραλλαγή της, ένα ποτό που παράγεται από τα δαμάσκηνα και το έλεγαν τσούικα. Ήταν πολύ δυνατό ποτό κι εμένα μου άρεσε πολύ…».
  • Ο κόσμος που περιγράφεται «Στα χρόνια του κόκκινου κόμη» είναι πραγματικός, όπως διευκρινίζετε. Πώς εισπράξατε τον ολοκληρωτισμό και πώς αισθανθήκατε βιώνοντας την ιδιομορφία του ηγέτη της χώρας και τη θλιβερή εμπειρία του δελτίου τροφίμων;
    Αυτό είναι το “σοκ” για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Ένα μονοκομματικό καθεστώς, με κύριο χαρακτηριστικό του την ανελευθερία. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να έχει διαφορετική άποψη και να την εκδηλώνει ελεύθερα. Την κατάσταση αυτή, την εισέπραξα ως μία ματαίωση. Μια αναστροφή πλεύσης. Με τραυματικό τρόπο απέρριψα όλο μου το πολιτικό παρελθόν. Εκεί, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εκτίμησα τη Δημοκρατία και την Ανοιχτή Κοινωνία. Το δελτίο τροφίμων ήταν μια θλιβερή πραγματικότητα που ο ηγέτης αυτής της χώρας και το μοναδικό κόμμα που την κυβερνούσαν, το θεωρούσαν αναγκαίο για την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Μόνο, που υπήρχαν λίγοι, μερικές χιλιάδες στα είκοσι τρία εκατομμύρια ανθρώπων, που είχαν φτάσει πολύ νωρίτερα σε αυτό το καλύτερο μέλλον….
  • Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μας μιλήσετε για την Ελλάδα που αφήσατε πίσω σας, φεύγοντας και αν σας πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψετε το όνειρο των σπουδών και να επιστρέψετε στην πατρίδα σας.
    Εγώ ήμουν ξένος εκεί. Η Εξουσία του συστήματος, δεν μπορούσε να καταργήσει τα δικαιώματα που μου είχε παραχωρήσει η πατρίδα μου. Ήμουν υποχρεωμένος να τηρώ τους νόμους, αλλά κανείς δεν με υποχρέωνε να αποδεχθώ αυτό το σύστημα. Προσωρινά βρισκόμουν εκεί. Είχα το διαβατήριό μου στην τσέπη και μπορούσα οποιαδήποτε στιγμή να φύγω. Ωστόσο, ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Γιατί είχα ένα σκοπό: να τελειώσω τις σπουδές μου, τις οποίες χρηματοδοτούσε η οικογένειά μου. Οι δυσκολίες που υπήρχαν έγιναν πρόκληση για μένα. Δεν πήγα εκεί ως κατακτητής. Έγινα φίλος με αυτόν τον λαό, με νέους και νέες. Δημιούργησα δεσμούς αγάπης και φιλίας. Τους οποίους τους κρατώ μέχρι σήμερα. Έμαθα την σπουδαία λογοτεχνία αυτού του Λαού, τις συνήθειές του, τις συμπεριφορές του. Στην όσφρησή μου υπάρχουν ακόμη οι μυρουδιές των σπιτιών τους, οι μουσικές και τα τραγούδια τους, τα όμορφα τοπία που είδα, τα ωραία κορίτσια που ερωτεύτηκα…».
  • «Κόκκινος κόμης» – «Κόκκινη αλεπού» – «Ο κόκκινος αρωματοποιός». Το κόκκινο χρώμα δεν είναι μόνο χρώμα της αγάπης αλλά έχει καθιερωθεί και ως χρώμα της αριστεράς. Πώς θέλετε να εκλάβουμε τη χρησιμοποίησή του στο μυθιστόρημά σας;
    Το κόκκινο χρώμα με έχει καθορίσει από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι οπαδός του Ολυμπιακού, παρ’ ότι μεγάλωσα σε μια γειτονιά, πολύ κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, με μέγιστη πλειοψηφία των παναθηναϊκών στην πιτσιρικαρία που τσάκιζε τα πόδια της στις αλάνες. Η αγάπη και η Αριστερά, η δική μου Αριστερά που σέβεται τη Δημοκρατία και τη γνώμη του άλλου, που αγωνίζεται για την διεύρυνση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και για την κοινωνική δικαιοσύνη μια Αριστερά που διαχέεται στην κοινωνία, εκτός κομμάτων, είναι δυο έννοιες βαθιά ριζωμένες στην ψυχή μου. Υπό μίαν έννοια, είμαι “κόκκινος” και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό. Σας ευχαριστώ.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Μια κατάθεση εμπειρίας και μνήμης ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια: εκείνου της ισότητας και της δικαιοσύνης, για τον οποίο αγωνίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη.
Το φθινόπωρο του 1978 ο συγγραφέας, ανυποψίαστος, βρέθηκε στη Ρουμανία για σπουδές. Την έκπληξη των πρώτων ημερών διαδέχτηκε ένα ισχυρό σοκ. Οι εικόνες που με ταχύτητα εναλλάσσονταν του δημιούργησαν σύγχυση. Σιγά-σιγά αισθάνθηκε να καταρρέει η πίστη του, καθώς αντί για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη αντίκριζε τον ζόφο του ολοκληρωτισμού. Όλα θαρρείς και ήταν προφητείες του Όργουελ. Οι επίσημες αρχές και ο ιδιόμορφος ηγέτης της χώρας μιλούσαν, παρά το Δελτίο Τροφίμων, για μια «πολύπλευρα» αναπτυγμένη κοινωνία.
Στο βιβλίο καταγράφεται το κυνήγι της επιβίωσης μιας παρέας φίλων. Ο κόσμος που περιγράφεται είναι πραγματικός. Η αντίληψη ότι θα δημιουργηθεί μια κοινωνία όπου η ανθρώπινη ευτυχία θα είναι αιώνια –αντίληψη βασισμένη στις θεωρίες των δύο προηγούμενων αιώνων– κατέρρευσε οριστικά, αποδεικνύοντας ότι καμιά βεβαιότητα δεν μπορεί να οδηγήσει με απόλυτο τρόπο στην ευτυχία όλων των ανθρώπων.

Βιογραφικό
O Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε τo 1954 στη Νεμούτα Hλείας, από την οποία εκπατρίστηκε το 1958 ακολουθώντας την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Μπάμπες Μπόγιαϊ στην πόλη Κλουζ Ναπόκα της Ρουμανίας και είναι απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του ΕΚΠΑ. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε εκδοτικούς οίκους και ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές Ομίχλη πέτρινη (Ηριδανός, 1986), Σκυθικές ερημίες (Κολωνός, 1996), Σιγή ασυρμάτου (Κολωνός, 2005), Κλίνη σπόρου, καλή (Οροπέδιο, 2010) και Το φράγμα της μνήμης (Οροπέδιο, 2017), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες (Κίχλη, 2018), για την οποία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2019. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Από το 2006 εκδίδει το περιοδικό Οροπέδιο.