Συγγραφέας του βιβλίου «Οι γκαζόζες» – Εκδόσεις «Ωκεανός»

Ένας Ρωμιός της Κωνσταντινούπολης έδωσε τη συνταγή της γκαζόζας στον πατέρα του όταν εκείνος ήταν παιδί και μεγάλωνε στην όμορφη Καππαδοκία. Από τότε αυτό το αγνό και μαγικό, όπως το χαρακτηρίζει, αναψυκτικό έγινε μέρος της ζωής του. Και όχι μόνο! Έγινε και τίτλος του τελευταίου του βιβλίου. Με τη γεύση της γκαζόζας να συντροφεύει τις αναμνήσεις του, ο Τούρκος συγγραφέας Ερτζάν Κεσάλ, εργάστηκε πολλά χρόνια ως γιατρός. Έγινε ο άνθρωπος που μοιραζόταν τα μυστικά των ασθενών του και στα αφηγήματά του, έγραψε αυτά που είδε και άκουσε. «Ζούμε στην ίδια γεωγραφική περιοχή και είμαστε κληρονόμοι κοινής κουλτούρας. Νιώθω την ελληνική λογοτεχνία σαν δική μας, γνωστή και θερμή» λέει στη μικρή αλλά άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε στο Vivlio-life.

Επιθυμούσατε πάντα – όπως λέτε στην εισαγωγή σας – να δείξετε και όχι να εξιστορήσετε. Πιστεύετε πως «Οι γκαζόζες» κατάφεραν να μας κάνουν να παρακολουθήσουμε και όχι να διαβάσουμε τα τριάντα ένα αφηγήματά σας;
Ελπίζω να το κατάφερα. Λογοτεχνία και κινηματογράφος προχωρούν μέσα μου πλάι-πλάι, και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιώ το μολύβι μου σαν κάμερα. Πιστεύω ότι τα καλά διηγήματα γράφονται με σύντομες προτάσεις, με αυθεντικό ύφος και με γλώσσα που λέει την αλήθεια. Το κάθε τι που γράφεται πρέπει να είναι όπως η ζωή, δίπλα σας, πραγματικό και ξεκάθαρο! Τότε μονάχα αντί να σας διαβάζουν σας παρακολουθούν.

Οι γκαζόζες δείχνουν να κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στη ζωή σας. Ακόμη και στο σήριαλ “Τσουκούρ”, μαζί μ’ εσάς και το υπέροχο τιμ ηθοποιών, πρωταγωνιστούν και οι γκαζόζες του Αλίτσο. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να τις επιλέξετε για εξώφυλλο;
Γεννήθηκα στη μέση της Ανατολίας σε μια μικρή κωμόπολη της Καππαδοκίας. Ο πατέρας μου αφού έζησε ως αγρότης για πολλά χρόνια, αποφάσισε να γίνει παραγωγός γκαζόζας. Τη συνταγή της έμαθε από έναν Ρωμιό της Κωνσταντινούπολης. Ήταν το 1952. Τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια πέρασαν στο εργαστήριο παρασκευής γκαζόζας. Μέσα σε όλες τις αναμνήσεις, χαρές και θλίψεις υπάρχουν οι γκαζόζες. Η γκαζόζα είναι σαν τα παιδικά χρόνια, είναι ένα αγνό και μαγικό αναψυκτικό.

Μέσα από μια απλή και κατανοητή γραφή ξετυλίγετε το κουβάρι μιας ολόκληρης ζωής. Της δικής σας ζωής. Την είχατε ανάγκη αυτή την προσωπική επαφή με τους φίλους αναγνώστες και τηλεθεατές που σας ακολουθούν τόσα χρόνια;
Αυτό που ενδιαφέρει τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο είναι ο άνθρωπος. Η λογοτεχνία έχει ως εργαλείο τις λέξεις ο δε κινηματογράφος τις εικόνες. Αυτό που κάνω όταν γράφω μοιάζει με το να στέλνω επιστολές στους πνευματικούς μου φίλους. Όταν στην σκηνή εκτελώ τον ρόλο μου, προσπαθώ να ανακαλύψω την πραγματική ψυχική μου κατάσταση εκείνης της στιγμής. Διότι ηθοποιία δεν είναι να μιμηθείς τον χαρακτήρα που υποδύεσαι ή “να κάνεις σαν να είσαι εκείνος”, αλλά να γίνεις “εκείνος”. Το γράψιμο και η ηθοποιία… Το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να υπάρχει και στα δύο είναι η ειλικρίνεια.

«Οι γκαζόζες» μας φέρνουν κοντά στην καθημερινότητα του τουρκικού λαού τον οποίο χαρακτηρίζετε στο οπισθόφυλλό σας πονεμένο καταφρονημένο και βαθιά απελπισμένο. Θέλετε να μας πείτε γιατί;
Είμαι παιδί της στέπας. Έζησα σ’ εκείνα τα εδάφη μέχρι να πάω στο πανεπιστήμιο. Σπούδασα στη Σμύρνη. Εργάστηκα πολλά χρόνια γύρω από την περιοχή που γεννήθηκα. Οι συγγενείς, οι γείτονες και οι φίλοι μου ύστερα από χρόνια έγιναν ασθενείς μου. Η ιατρική είναι η τέχνη του να ακούς τον ασθενή. Έγινα ο άνθρωπος που μοιραζόταν τα μυστικά τους. Για χρόνια άκουγα τα βάσανα, τις στενοχώριες, τις απογοητεύσεις και τις ελπίδες τους. Έγραψα αυτά που είδα και άκουσα.

Το βιβλίο σας μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανός» και χαιρόμαστε γι αυτό. Επίσης στο κεφάλαιο «Οι λέξεις έχουν ψυχή» κάνετε αναφορά στον Νίκο Καζαντζάκη. Πείτε μας την άποψή σας για την ελληνική λογοτεχνία.
Ζούμε στην ίδια γεωγραφική περιοχή και είμαστε κληρονόμοι κοινής κουλτούρας. Είμαστε ανατολίτες, μεσογειακοί. Ο πολιτισμός, η λογοτεχνία μας τρέφεται από τις ίδιες πηγές. Νιώθω την ελληνική λογοτεχνία σαν δική μας, γνωστή και θερμή.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένας νεαρός ιδεολόγος γιατρός που κάνει το αγροτικό του έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια την ψυχή και την σάρκα της Τουρκίας. Με τον ίδιο του τον λαό, πονεμένο, καταφρονεμένο, βαθιά απελπισμένο.

Ένα ευαίσθητο, σπαρακτικό μυθιστόρημα για τα πιο απλά, αλλά και τα πιο μυστηριώδη ζητήματα της ζωής: τη ζωή και τον θάνατο, τη δύσκολη επικοινωνία ανάμεσα στον πατέρα, στη μητέρα και στο παιδί, και πώς είναι να μεγαλώνει και να ωριμάζει κανείς σε ένα άξενο περιβάλλον που σκοτώνει τις ελπίδες πριν καν ανθίσουν.

Βιογραφικό
Ο Ερτζάν Κεσάλ γεννήθηκε το 1959. Το 1984 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Έγκε (Αιγαίο). Εργάστηκε ως γιατρός για πολλά χρόνια στην Άγκυρα, το Κεσκίν, το Μπάλα και στα χωριά του. Την εποχή που εργαζόταν στο δικό του ιατρείο, ακολούθησε μαθήματα εφαρμοσμένης ψυχολογίας και ανθρωπολογίας. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν όταν ήταν φοιτητής. Κατά τη διάρκεια του αγροτικού έγραψε άρθρα στο περιοδικό Σον Ρετσέτε και πήρε συνεντεύξεις. Το 1990 εγκαταστάθηκε στην Ιστανμπούλ και έγινε συνιδρυτής των εκδόσεων Έρα. Δημοσίευσε άρθρα στο περιοδικό Σιζοφρενγκί. Οι εφημερίδες Ραντικάλ και Μπίργκιουν δημοσίευσαν διηγήματα και δοκίμιά του. Άρχισε να γράφει σενάρια. Με την ταινία ‘Ουζάκ’ (Μακριά) ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα ως ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το 2013 δημοσιεύθηκαν από τις εκδόσεις Ιλετισίμ τα βιβλία του “Περί Γκαζοζού” και το “Νασίπσε Αντάγιζ” (Αν Θέλει ο Θεός θα είμαστε Υποψήφιοι). Το 2014 από τις εκδόσεις Ιθάκη της Τουρκίας εκδόθηκε το μυθιστόρημα “Εββέλ Ζαμάν” (Τον παρελθόντα καιρό).