Οικογενειακές σχέσεις, απώλεια, πόνος, ίντριγκες και αντιπαλότητες μιας μικρής κοινωνίας, σασπένς, αλλά και το έντονο μεταφυσικό στοιχείο κάνουν τα Σκοτεινά βάθη ένα πολύ δυνατό θρίλερ.

Ο μεγαλύτερος φόβος ενός γονιού, είναι σίγουρα το να συμβεί κάτι στο παιδί του. Από τη στιγμή που φέρνεις στον κόσμο μια νέα ζωή είναι κυριολεκτικά προέκταση του σώματός σου, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια του έως ότου αντιληφθείς ότι δεν κινδυνεύει λίγα μόλις μέτρα μακριά σου. Όταν όμως ένα τρίχρονο παιδί αποφασίζει να ακολουθήσει τις φωνές που το καλούν από τη θάλασσα και δεν αντιλαμβάνεται κανενός είδους κίνδυνο, παρά μόνο βλέπει σαν παιχνίδι αυτή τη διαδρομή, τότε μπορεί να συμβεί κάτι καταστροφικό.


Κάτι αντίστοιχο θα βιώσει και ο ήρωας του μυθιστορήματος «Σκοτεινά βάθη» στο παραθαλάσσιο σπίτι του. Μια στιγμή ήταν αρκετή, λίγα λεπτά έφταναν να απομακρυνθεί από κοντά του ο γιος του και να μην μπορεί να τον βρει πουθενά. Μόνο το κουβαδάκι του βρέθηκε που επέπλεε στη θάλασσα, εκείνη την κρύα μέρα του Γενάρη. Και αργότερα, οι δύτες βρήκαν ένα παπούτσι στο βυθό. Πώς μπορεί ο γονιός να συνεχίσει να ζει μετά από κάτι τέτοιο; Πώς να κοιμηθεί τις νύχτες όταν δεν ξέρει πού βρίσκεται το παιδί του; Το πήρε όντως στα σκοτεινά της βάθη η θάλασσα, γιατί δεν βρήκαν το σώμα του ποτέ; Και οι σχέσεις με τη σύζυγό του πώς γίνεται να παραμείνουν οι ίδιες; Αναπόφευκτα οι δύο σύζυγοι απομακρύνονται, εκείνη μένει με την μόλις λίγων μηνών κόρη της στους γονείς της, κι εκείνος απομονώνεται στο σπίτι, ζει με τις αναμνήσεις και τις τύψεις του. Και όσο ο καιρός περνάει και συνειδητοποιεί ότι πολλά πράγματα του ήταν άγνωστα για τον τόπο που έμενε και κυρίως για το σπίτι και το παρελθόν του, συγκλονίζεται με την ανακάλυψη πως κι άλλα παιδιά χάθηκαν στο ίδιο σημείο και την ίδια μέρα, στις 11 Ιανουαρίου, πολλά χρόνια πριν.


Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα γεγονότα με την εξαφάνιση του δικού του παιδιού; Μια νέα φίλη, πρώην αστυνομικός θα προσπαθήσει να κάνει κι εκείνη τη δική της έρευνα, καθώς ορισμένα πράγματα της φαίνονται περίεργα και αρχίζει να υποπτεύεται κάποιους ντόπιους που έδειχναν ότι κάτι θέλουν να κρύψουν. Η έρευνα γύρω από τα ατυχήματα εκείνα θα του αποκαλύψει τις σκοτεινές και καλά κρυμμένες αλήθειες γύρω από τον τόπο, από το σπίτι που κρύβει τα μυστικά του, όπως και οι άνθρωποι. Γιατί ο καθένας κάτι κρύβει, μέχρι να φτάσει η στιγμή της συγκλονιστικής αποκάλυψης.
Ένα πολύ δυνατό θρίλερ ανατροπών και μια ιστορία που θα μπορούσε να κάνει περήφανη τη δημιουργό του, όμως δυστυχώς η άτυχη Σούζαν Τζάνσον, δεν πρόλαβε να δει την επιτυχία του δεύτερου βιβλίου της, αφού αυτό κυκλοφόρησε μετά τον πρόωρο θάνατό της.

Περιγραφή βιβλίου

Καµιά φορά τους χειµώνες, όταν η θάλασσα µοιάζει να βαθαίνει και να σκοτεινιάζει, ακούγονται κραυγές που φτάνουν ως τη στεριά. Κραυγές παιχνιδιάρικες και δελεαστικές.
Ο Μάρτιν, που πάντοτε ένιωθε µια ανεξήγητη έλξη προς τη θάλασσα, µετακοµίζει µε τη σύζυγό του Αλεξάντρα και τα δυο µικρά παιδιά τους στο ειδυλλιακό εξοχικό της οικογένειάς του, σε ένα γραφικό χωριό στο νησί Ούρουστ, στις δυτικές ακτές της Σουηδίας.
Ένα Σαββατοκύριακο του Γενάρη, ένα τηλεφώνηµα αποσπά την προσοχή του και ο τρίχρονος γιος του εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του µόνο το κόκκινο κουβαδάκι του που επιπλέει στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι το σώµα του δεν έχει βρεθεί, η αστυνοµία καταλήγει πως πρόκειται για πνιγµό.
Όταν η πρώην φωτογράφος της αστυνοµίας Μάγια Λίντε φτάνει στο Ούρουστ, µαθαίνει για την εξαφάνιση του αγοριού και αποφασίζει να κάνει τη δική της έρευνα. Με τη βοήθεια της Μάγιας ο Μάρτιν θα ανακαλύψει τις κρυµµένες αλήθειες της πόλης και των κατοίκων της που ανέκαθεν έδιναν µυθολογική διάσταση στη θάλασσα.
Μαζί θα κάνουν µια µακάβρια ανακάλυψη: και άλλα παιδιά έχουν βρει τραγικό θάνατο στα ίδια νερά την ίδια µέρα του Γενάρη, όλα στο ίδιο ακριβώς σηµείο, αν και µε µερικές δεκαετίες διαφορά. Είναι δυνατόν να πρόκειται για σύµπτωση ή µήπως η θάλασσα καλεί τα παιδιά στα σκοτεινά της βάθη;

Μια συναρπαστική ιστορία για τον χειρότερο φόβο κάθε γονιού, για τον πόνο, την απώλεια και την ελπίδα, αλλά και την οµορφιά της άγριας θάλασσας.
– Μήπως είδες ή άκουσες τίποτα παράξενο εκεί έξω;
– Παράξενο; Σαν τι δηλαδή;
Εκείνος ανασήκωσε τους ώµους.
–Ήχους ίσως; Κραυγές; Ένας ηλικιωµένος ντόπιος που γνώριζε ο πατέρας µου είπε κάποτε ότι οι ψαράδες έλεγαν ότι τους χειµώνες άκουγαν καµιά φορά φωνές από τη θάλασσα.
Απόσπασμα από το βιβλίο