Συγγραφέας του βιβλίου «Ομπλίκ» – Εκδόσεις «Αίολος»

Με μια γνήσια νουάρ ηρωίδα, τη Φρανσουάζ, σ’ ένα ρόλο που ξαφνιάζει και με ένα μικροσκοπικό, δυσπρόσιτο νησί αλλά με φοβερή ιστορία, στην οποία ιδιαίτερο ρόλο παίζει η ενδογαμία, ο Λάζαρος Αλεξάκης κατάφερε να μας δώσει ένα μυθιστόρημα στο οποίο η διάθεση του αναγνώστη αλλάζει συχνά και πάντα ευχάριστα, είτε αυτό που περιγράφει είναι μια αστεία σκηνή είτε μας βάζει στη διαδικασία να σκεφθούμε βαθύτερα, ακολουθώντας τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, στον οποίο το χιούμορ κατέχει σημαντική θέση. Όπως παραδέχεται στο Vivlio-life ο συγγραφέας, ο οποίος έχει αποκτήσει μια άμεση επαφή με το κοινό του μέσα από blogs, άρθρα, και στήλες σε περιοδικά, επιδιώκει πάντα να βάζει στο «παιχνίδι» τον αναγνώστη. «…Θέλω να δώσω σε κάθε βιβλίο, όπως έχω κάνει και σε πολλά διηγήματά μου, μια διάδραση. Αυτό και προκαλεί νοητικά τον αναγνώστη, ξεβολεύοντάς τον, και τραβώντας τον ακόμα περισσότερο στον κόσμο του βιβλίου…»

Επιλέξατε ως τίτλο του βιβλίου σας μια λέξη, μάλλον άγνωστη, για τους περισσότερους από εμάς. Ήταν ένας τρόπος να προκαλέσετε το αναγνωστικό ενδιαφέρον;
Θα έλεγα μάλλον αμηχανία. Δεν είμαι καλός στο να βρίσκω τίτλους. Το όνομα του βγήκε τόσο από τη λέξη Oblique, που σημαίνει λοξό, στραβό, όσο και από την αγγλική bleak που σημαίνει σκοτεινό, ζοφερό. Αλλά ταυτόχρονα, αν και όχι εσκεμμένα, ο τίτλος προσελκύει τον αναγνώστη που θέλει να διαβάσει κάτι που δεν τυποποιείται αλλά προσκαλεί σε κάτι διαφορετικό.

Βεβαίως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν στο οπισθόφυλλο, το οποίο μας ενημερώνει πως το Ομπλίκ, είναι ένας ήσυχος τόπος στην άκρη της Γαλλίας… Ας ξεναγηθούμε λοιπόν σ’ αυτό το μικροσκοπικό νησί.
Το «Ομπλίκ» για να μην αποκαλύψω το όνομα του νησιού, έχει μια φοβερή ιστορία. Είναι ένα δυσπρόσιτο νησί, αδύνατον να το πλησιάσει πλοίο σε κακοκαιρία, παρά τους επτά φάρους που το πλαισιώνουν. Τους χειμερινούς μήνες υποφέρει. Οι κάτοικοι του ζούσαν για μήνες πολλές φορές μόνο από τις προμήθειες που λήστευαν από τα ναυάγια που τσακίζονταν στα βράχια του.
Το μόνο προϊόν που παράγει το νησί είναι τα φύκια. Τα ανακατεύουν με χώμα και τα πουλάνε για λίπασμα, μα το νησί δεν έχει καν αρκετό χώμα για να γίνει αυτό.
Επίσης λόγω του συνεχή αποκλεισμού, το νησί στράφηκε αναγκαστικά στην ενδογαμία, με αποτέλεσμα τα περισσότερα επίθετα να είναι τα ίδια. Αυτά δεν είναι μυθιστορηματικά στοιχεία, είναι η πραγματική ιστορία του νησιού, που πλαισίωσαν οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες.

Αναζητώντας πληροφορίες για το βιβλίο σας δεν άργησα να αντιληφθώ πως η ονομασία αυτή είναι επινοημένη. Μετά από ποια διαδικασία καταλήξατε σ’ αυτό το όνομα;
Όπως είπα και πριν δεν είμαι καλός στο να βρίσκω τίτλους. Το όνομα του βιβλίου ήταν και η τελευταία λέξη που γράφτηκε, αφού είχε τελειώσει. Προσπαθώντας να βρω κάτι που θα με βοηθούσε, ρώτησα μερικούς κοντινούς φίλους με αξιοσημείωτη κριτική ικανότητα πως θα το περιέγραφαν. Οι περισσότεροι μου απάντησαν «Ομπλίκ». Έτσι έμεινε το όνομα.

«Mερικοί που έχουν διαβάσει το Ομπλίκ έχουν ήδη βρει σε ποιο νησί αναφέρεται. Έχω δώσει αρκετά στοιχεία ώστε να μπορεί να βρεθεί», διαβάζω. Ήταν επιδίωξή σας να βάλετε τους αναγνώστες στο … «παιχνίδι»;
Πάντα θέλω να βάζω τους αναγνώστες στο παιχνίδι. Θεωρώ ότι ο συγγραφέας πάντα παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, χωρίς να είναι εκείνος πάντα η γάτα. Υπάρχει, πίσω από τις σελίδες, ένα σκάκι, άλλοτε φιλικό, άλλοτε ανταγωνιστικό, μα πάντοτε ενδιαφέρον. Θέλω να δώσω σε κάθε βιβλίο, όπως έχω κάνει και σε πολλά διηγήματά μου, μια διάδραση. Αυτό και προκαλεί νοητικά τον αναγνώστη, ξεβολεύοντάς τον, και τραβώντας τον ακόμα περισσότερο στον κόσμο του βιβλίου.

Και τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σας, ώστε να το τοποθετήσετε εκεί την ηρωίδα σας τη Φρανσουάζ;
Η Φρανσουάζ είναι μια ιδιαίτερη ηρωίδα που ταίριαζε με το άγονο, σκληρό νησί. Ο χαρακτήρας της του ταιριάζει. Οι ιδέες της, ο πυρήνας της, είναι το ίδιο σκληρός όσο αυτό. Σε αυτό το νησί η Φρανσουάζ θα παρατάξει την τελευταία γραμμή άμυνάς της. Απορρίπτει έναν κόσμο που επιχειρεί να την κατακερματίσει ιδεολογικά και να την περιορίσει, τραβάει αν θέλετε μια γραμμή στην άμμο.
Όμως δεν είχε διαβάσει καλά το παιχνίδι και το πληρώνει. Πληρώνει την αφέλεια του να πιστεύει ότι όταν εκείνη μένει αδρανής η παρτίδα σταματάει. Όμως η ζωή δεν είναι σκάκι, και όσο δεν κινείσαι ο αντίπαλος σου συνεχίζει και προχωρά. Όταν λοιπόν στριμωχτεί στην μικρή της γωνιά της σκακιέρας, το Ομπλίκ, τότε αναγκάζεται να αμυνθεί με όλες της τις δυνάμεις..

Μπορεί να μη δήλωνε πλέον δημοσιογράφος η πρωταγωνίστριά σας, που όπως λέτε «δούλευε πάντα καλύτερα μόνη», αλλά μάλλον κάτι σοβαρό την απασχολούσε. Μιλήστε μας γι’ αυτή τη γυναίκα.
Η Φρανσουάζ είναι μια γνήσια νουάρ ηρωίδα, που ακολουθεί μια δική της ηθική πυξίδα, κόντρα σε όλο τον παραλογισμό, τον απόλυτο παραλογισμό, που βλέπει γύρω της μετά τον αποκλεισμό του νησιού. Πιστεύω ότι είναι μοναδική με την έννοια ότι ενώ δεν έχει κανένα από τα νουάρ στερεότυπα, βγαίνει από τις σελίδες τόσο αρχετυπικά προσαρμοσμένη σε ένα τέτοιο ρόλο που ξαφνιάζει.

Με ποιον από όλους τους επινοημένους σας χαρακτήρες πιστεύετε πως θα περάσουμε καλύτερα;
Δύσκολη ερώτηση. Στο βιβλίο περιδιαβαίνουν αρκετοί χαρακτήρες, μάλλον αντισυμβατικοί και απρόβλεπτοι. Συμπαθείς ογδοντάχρονοι με υποβόσκουσα άνοια, διαβολικοί παπάδες, αυτοεξόριστες, στρατευμένες δημοσιογράφοι, γάτες με φονικά ένστικτα, κομπλεξικοί γραφειοκράτες, πληρωμένες δολοφόνοι, φουρνάρηδες και ζαχαροπλάστες, πόρνες και κυνηγοί ποδοσφαιρικών ταλέντων. Σε αρκετούς αρέσει η γάτα.

Το ύφος του βιβλίου σας αλλά και η πλοκή του αλλάζουν απρόβλεπτα και αρκετές φορές μέχρι τον επίλογο, παρασύροντάς μας σ’ ένα ιδιαίτερο αναγνωστικό ταξίδι. Πώς το ζήσατε εσείς, μιας και είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα;
Αυτό που αναφέρετε οφείλεται στην παντελή έλλειψη σχεδίου ή δομής όσο γραφόταν το βιβλίο. Ήταν ένα πείραμα στο οποίο δεν ήξερα κι ο ίδιος πού θα καταλήξει – και αν. Ξεκίνησα βρίσκοντας το νησάκι μου με την απίστευτη ιστορία του – την πραγματική, όχι την μυθιστορηματική. Μετά έβαλα πάνω έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα, και τον μελέτησα να δω τι θα κάνει. Συγκεκριμένα τον κύριο Φλοριάν, τον 80χρονο συνταξιούχο που αποφασίζει να κάνει γενέθλια όποτε θελήσει. Από κει και πέρα άρχισα να παρακολουθώ στην ουσία το βιβλίο να εξελίσσεται. Άλλοτε να γίνεται αστείο, άλλοτε απειλητικό, άλλοτε κυνικό και σκληρό, και άλλοτε εκρηκτικό. Αυτό δεν έγινε βάση σχεδίου μα είμαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Η ζωή δεν είναι στάσιμη, δεν είναι συναισθηματοκρατούμενη από ένα μόνο συναίσθημα. Δεν υπήρχε λόγος να είναι το βιβλίο. Ένιωσα λοιπόν, πολλές φορές μέχρι να τελειώσει, τη χαρά της ανακάλυψης μαζί με τους ήρωες μου. Δεθήκαμε. Με μερικούς πάρα πολύ.

Το χιούμορ είναι διάχυτο, στο βιβλίο σας και πέρασα καλά διαβάζοντάς το. Πόσο χώρο του έχετε δώσει στη ζωή και τη σκέψη σας;
Πάρα πολύ. Είναι αυτό που με χαρακτηρίζει σε κάθε έκφανση της ζωής μου. Δεν υπάρχει πτυχή της ζωής χωρίς χιούμορ. Πολλές φορές πικρό, σκληρό, μα πάντα εκεί να σου θυμίζει να μην παίρνεις τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά. Ούτε τη ζωή σου. Δεν είμαστε τόσο σημαντικοί, ευτυχώς. Κανένας μας δεν είναι. Οι πραγματικά σημαντικοί άνθρωποι είναι αυτοί που είναι σημαντικοί σε κάποιους άλλους.

Λένε, πως «όταν κάποιος θέλει να κάνει χιούμορ, πρέπει αυτοί που είναι γύρω του να είναι εξίσου ευφυείς μ’ αυτόν, αλλιώς δεν πρόκειται να τον καταλάβουν». Το πιστεύετε;
Απόλυτα. Το καλό χιούμορ εκπαιδεύει. Μεγάλωσα με εξαιρετικούς δασκάλους, τον Douglas Adams, τους Monty Pythons, τον Pratchett. Είναι πολύ εύκολο το χιούμορ της στοχοποίησης και του εξευτελισμού του στόχου, και μάλλον φτηνό. Το καλό χιούμορ κατά τη γνώμη μου, είναι αυτοσαρκαστικό. Και φυσικά θέλει ισορροπίες γιατί δεν απέχει πολύ από την κατάθλιψη. Πρέπει πάντα να διατηρείται μια ισορροπία στο πόσο υποδόριο είναι αυτό το χιούμορ ώστε να αφήνεις στον αναγνώστη σου την απόλαυση του να το ανακαλύπτει. Το φανερό χιούμορ χάνει πάντα κάτι από την ουσία του.

Η πλοκή της ιστορίας σας μας βάζει σ’ έναν κόσμο στον οποίο η ήρεμη ζωή των κατοίκων μετατρέπεται σ΄ ένα ιδιόμορφο κοινωνικό πείραμα. Σε μία τέτοια περίπτωση μπορεί το χιούμορ να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα;
Δεν νομίζω ότι ο σκοπός του χιούμορ είναι πάντα να ελαφρύνει μια ατμόσφαιρα. Μερικές φορές είναι τόσο κυνικό, τόσο αδυσώπητο, τόσο καυστικό και τόσο διεισδυτικό που οδηγεί τα πράγματα μια ώρα αρχύτερα σε μια αναπόφευκτη κλιμάκωση.

Έγραψαν για το βιβλίο σας: Κωμωδία χαρακτήρων, κοινωνικό δράμα, καυστική σάτιρα απέναντι στους πάντες και τα πάντα, κοινωνικοπολιτική αλληγορία, σουρεαλιστική περιπέτεια… Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε το «Ομπλίκ»;
Είναι όλα αυτά, είναι αρκετά ακριβής η περιγραφή. Θα έλεγα ότι είναι αυτό που ζούμε σήμερα. Ζούμε μια κωμωδία χαρακτήρων, ένα κοινωνικό δράμα, μια σουρεαλιστική περιπέτεια. Το Ομπλίκ είναι αυτό που ζούμε, κάθε μέρα. Κάτι λοξό, κάτι σουρεαλιστικό, κάτι συχνά δραματικό.

Μιας και μιλήσαμε παραπάνω για ενεργούς αναγνώστες, ποια είναι η γνώμη σας για το μικρό – δυστυχώς πολύ μικρό – ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Είχα την τύχη από το ξεκίνημα της συγγραφικής μου πορείας να έχω φανατικούς αναγνώστες και αυξανόμενο κοινό. Ο λόγος ήταν ότι δεν ξεκίνησα από το βιβλίο, μα από blogs, άρθρα, και στήλες σε περιοδικά. Έτσι απέκτησα μια άμεση επαφή με το κοινό μου. Βλέποντας το να μεγαλώνει, θα πω αυτό που είπα και για το χιούμορ. Εκπαιδεύεις το κοινό σου. Όπως δεν πρέπει να επαναπαύεσαι εσύ συγγραφικά, δεν πρέπει να αφήνεις και το κοινό σου να το κάνει. Είναι εύκολο να πέσεις σε συνταγές. Ακόμα κι αν είναι συνταγές που αρέσουν πρέπει να δημιουργείς. Το κοινό μαθαίνει και ακολουθεί. Η άποψη μου λοιπόν, είτε όσον αφορά το γράψιμο, είτε τη μουσική, είτε οτιδήποτε, είναι ότι το κοινό σου το δημιουργείς. Το δημιουργείς και το εξελίσσεις.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Εκείνο το πρωί η Φρανσουάζ πήρε τον καφέ της, κάθισε αναπαυτικά στο άνετο πλαϊνό καλάθι της παλιάς μοτοσικλέτας και τράβηξε μια τζούρα από το άφιλτρο τσιγάρο της. Όλα έδειχναν ότι ερχόταν άλλος ένας παγωμένος χειμώνας στο μικρό, ήσυχο Ομπλίκ, στην άκρη της Γαλλίας, μακριά από τα γεγονότα, κι αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Μπορεί να μη δήλωνε πλέον δημοσιογράφος της Λιμπερασιόν ή της Ουμανιτέ, μα δούλευε πάντα καλύτερα μόνη.
Είχε φωνή εδώ. Φωνούλα έστω? αλλά ήταν η δική της φωνούλα και κανείς, μα κανείς, δεν της έλεγε τι να λέει.
Δεν ήξερε ακόμα τι θα έφερναν οι επόμενες μέρες. Για λίγες ακόμη ώρες το μικροσκοπικό νησί θα απολάμβανε την άγονη μοναξιά του στο πέλαγος του Ιρουάζ, πριν γίνει το βασικό θέμα σε κάθε ειδησεογραφικό σάιτ, τόσο απροσδόκητα, που θα απασχολούσε ειδικούς και μη για ολόκληρες δεκαετίες.

Βιογραφικό
Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε επιτυχώς στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό. Πήγε στην Αθήνα όπου σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και Ψυχολογία. Φρόντισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του να έρθει σε επαφή με ένα ευρύ αριθμό επιστημών, κυρίως μπαίνοντας σε λάθος αίθουσες. Απέκτησε έναν εξοργιστικό αριθμό μοτοσυκλετών με τις οποίες ανέβαινε τα βουνά χωρίς πάντα να επιστρέφει. Ως αυτοδίδακτος κιθαρίστας έπαιξε σε μια σειρά από κλαμπ τα οποία σύντομα γνώρισαν την οικονομική καταστροφή. Σπούδασε Ψυχολογία στην Αγγλία όπου βράχηκε αρκετά φορώντας πάντα τα λάθος ρούχα. Λατρεύει τα κόμιξ, τις ταινίες νουάρ, και την Αγκάθα Κρίστι. Παίζει φανκ, σόουλ, τζαζ και γράφει μπλουζ στίχους. Γράφει μανιωδώς σε περιοδικά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σημειωματάρια. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο, το οποίο πλέον λατρεύει. Αρθρογραφεί από το 2005 και έχουν εκδοθεί τρεις συλλογές διηγημάτων του, η πρώτη εκ των οποίων ψηφίστηκε από τους αναγνώστες στις 10 καλύτερες στα βραβεία Public. Το “Ομπλίκ” αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα.