Συγγραφέας του βιβλίου «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» – «Εκδόσεις Καστανιώτη»

Το ερώτημα του τίτλου είναι ο λόγος που η Γιώτα Κούγιαλη αποφάσισε να γράψει αυτό το βιβλίο. Παρά το γεγονός ότι είχε πάρει την οριστική απόφαση, την υλοποίησε δεκαπέντε χρόνια αργότερα. «Τόσο καιρό χρειάστηκα να επεξεργαστώ ό,τι συνέβη στη ζωή μου και να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου», λέει στο Vivlio-life. Συναντούμε τους ήρωές της στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 με αρχές του ’70. Είναι τα χρόνια που σημαδεύτηκαν από μεγάλη κοινωνική και πολιτιστική αναταραχή. Είναι όμως και η εποχή που σε πολλά παιδιά πέφτει ο κλήρος ανάμεσα στα υπόλοιπα αδέλφια, να απομακρυνθούν από την οικογένεια και να φιλοξενηθούν σε Παιδοπόλεις. Γνωρίζοντας πολύ καλά τα βαριά συναισθήματά τους, η συγγραφέας φιλοξενεί στο βιβλίο της, προφορικές και γραπτές μαρτυρίες τους, «που φανερώνουν προσωπικές ιστορίες και αντιφατικά συναισθήματα για τη ζωή τους εκεί». Σε όλα εκείνα τα παιδιά, οφείλεται μία συγνώμη, έστω και με καθυστέρηση έστω και ανορθόγραφη σαν εκείνη που έγραψε η μητέρα της ηρωίδας της, της Αθηνάς που «στην τρυφερή ηλικία των εφτά χρόνων ξεριζώνεται από το πατρικό της…»

Το είχατε υποσχεθεί στον εαυτό σας… «Όταν μεγαλώσω, θα γράψω ένα βιβλίο που θ’ αρχίζει με το τρένο που ξεκίνησε από το Βόλο, πέρασε τον μεγάλο κάμπο και μ’ έφερε στη Λάρισα». Φθάνουμε, λοιπόν, μαζί σας στη Λάρισα. Πού θα μας βγάλουν τα βήματά μας;
Καλύτερα να ακολουθήσουμε τα βήματα της ηρωίδας του βιβλίου μου «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» της Αθηνάς, που, ως ένα βαθμό, με…εκπροσωπεί. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του εξήντα. Ο πατέρας της Αθηνάς μετά από τον αιφνιδιαστικό -και γεμάτο ερωτηματικά- θάνατο της γυναίκας του, συναινεί να πάει το ένα από τα παιδιά του στην Παιδόπολη της Λάρισας. Η Αθηνά μπαίνοντας στο ίδρυμα νιώθει αρχικά να χάνει την ατομικότητά της, όλα είναι κοινά με τα άλλα παιδιά. Οι κανόνες είναι ίδιοι για όλους, αναμένονται και οι ίδιες συμπεριφορές. Αναζητά την ταυτότητά της ανάμεσα σε 250 παιδιά και εφήβους, ηλικίας 6-18 χρόνων. «Παιδόπολη Απόστολος Παύλος», ένα συγκρότημα κτηρίων αρκετά έξω από την πόλη. Μία μικρή νησίδα θηλέων στη μέση απέραντων καλλιεργημένων εκτάσεων, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα λεπτό χρειάστηκε μονάχα, και ένα βήμα, για να γίνει ο κόσμος της Αθηνάς κομμάτια του μπακλαβά∙ τα Σύρματα της ψηλής σήτας που περιέφραζαν το ίδρυμα αλλοίωναν το οπτικό της πεδίο, μόνο το αδύνατο χέρι της μπορούσε να βγάλει μέσα από τα κενά, για να κόψει ένα λουλούδι ή ένα χορτάρι από την άλλη πλευρά της γης… ‘Μείνε εδώ, μη φύγεις’, είπε ο πατέρας, λες κι αν ήθελε η μικρή μπορούσε να ξαναγυρίσει στο σπίτι. Σκέτο ‘σπίτι’, απώλεσε την κτητική αντωνυμία, διέγραψε το ‘μου’, ανέστια. Την άφησαν μόνη, σε μια απέραντη αυλή, πολύ πιο μεγάλη κι από την πλατεία του χωριού, έγινε μια κουκκιδίτσα στη μέση του απέραντου, έχασε το κουράγιο της να κλάψει, να διαμαρτυρηθεί». Ζει εκεί ως τα δεκαπέντε της χρόνια.

Υπάρχουν τέσσερις τίτλοι που είχατε σκεφτεί πριν πάρετε την τελική σας απόφαση.Θα ήθελα να σταθούμε στη δεύτερη κατά σειρά σκέψη: «Μία συγγνώμη γραμμένη ανορθόγραφα». Ποιους αφορά η συγγνώμη έστω και γραμμένη ανορθόγραφα;
Απαντά σε δύο επίπεδα του μυθιστορήματος. Το πρώτο είναι μέρος της πλοκής του και το δεύτερο προέκυψε από τις μαρτυρίες ενηλίκων πλέον, ανδρών και γυναικών, που πέρασαν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια σε παιδοπόλεις.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Όταν, στο μυθιστόρημα, ανακαλύπτουν τη μητέρα της Αθηνάς τσακισμένη στα βράχια, βρίσκουν μέσα στη σφιγμένη παλάμη της ένα κομμάτι χαρτιού που έγραφε «σιχνομι». Αυτή η ανορθόγραφη λέξη δίνει την αφορμή για πολλές ερμηνείες και συμπεράσματα για τον αποτρόπαιο χαμό της Θεσσαλίας, έτσι έλεγαν τη μάνα. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά του ιδρύματος, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ότι περίμεναν μία αιτιολόγηση από τους γονείς τους, ιδιαίτερα της μάνας, για ποιο λόγο έπεσε σ’ αυτά ο κλήρος, ανάμεσα στα λοιπά αδέλφια, να απομακρυνθούν από την οικογενειακή εστία. Το ζητούμενο ήταν πως τους οφείλεται μία συγγνώμη, έστω ανορθόγραφη. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες παιδιών Παιδοπόλεων που εμβολίζουν το κείμενο του μυθιστορήματος και φανερώνουν προσωπικές ιστορίες και αντιφατικά συναισθήματα για τη ζωή τους εκεί.

Ευθαλία, Λάμπης, Πετρούλα. Είναι παιδιά του ιδρύματος που σας έδωσαν την αφορμή για τον τίτλο «Οι Άλλοι». Μιλήστε μας γι’ αυτούς τους άλλους που σας φόρτισαν συγκινησιακά σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Η Ευθαλία, ο Λάμπης, η Πετρούλα προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον της ηρωίδας και ανήκουν σε εκείνους που επηρέασαν τη ζωή της ηρωίδας.
Οι σημαντικοί Άλλοι είναι εκείνοι που αγαπήσαμε, που μισήσαμε, που μας επηρέασαν με την αγάπη τους, την αδιαφορία τους, την εξουσία που είχαν επάνω μας, εκείνους που φώλιασαν στο μυαλό μας, που οδήγησαν τη σκέψη μας και τον τρόπο ζωής μας σαν μία εσωτερική φωνή που όριζε τα βήματά μας.
Βέβαια, υπάρχουμε και εμείς. Εμείς που αναζητούμε συνεχώς τα λεπτά όρια της ταυτότητάς μας σε σχέση με το περιβάλλον που κινούμαστε∙ που ακροβατούμε στις ανατροπές∙ τη μια μέρα βρισκόμαστε στον αφρό της ζωής και την άλλη ψαχνόμαστε στη θολούρα του βυθού της αναζητώντας πάλι το φως. Εμείς, όλοι οι άνθρωποι γενικά. Εμείς, τα χιλιάδες παιδιά, ειδικά, που πέρασαν από τις Παιδοπόλεις, που, όταν ανταμώνουμε στη ζωή ή στις διαδικτυακές ομάδες, αποκαλούμαστε αδέλφια.

Το ερώτημα «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» που επιλέξατε τελικά, είναι αυτός που κρύβει τα πιο βαθιά σας συναισθήματα. Θέλετε να μας μιλήσετε για τον τίτλο του βιβλίου σας και γιατί τον χαρακτηρίζετε φράση – κλειδί;
Βρισκόμασταν στην Αγριά Βόλου, στο συγκρότημα κτηρίων που κάποτε στέγαζαν την Παιδόπολη «Αγία Σοφία». Ήταν η πρώτη πανελλήνια συγκέντρωση απόφοιτων Παιδοπόλεων. Τρώγαμε, χορεύαμε, συζητούσαμε, ό,τι γίνεται σε μία συνεστίαση. «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;», με ρώτησε ξαφνικά ομοτράπεζος και αμέσως ό,τι έβλεπα και ό,τι άκουγα έλαβαν άλλες διαστάσεις.
Είναι όπως όταν βλέπεις φίλους μετά από πολύ καιρό. Μπορείς να κρατήσεις την κουβέντα, μόνο αν αναμασήσεις τα παλιά. Και τα παλιά, στην προκειμένη περίπτωση, πονούσαν. Αγκαλιές, φιλιά, από τους περισσότερους, όχι από όλους. Μερικοί γύριζαν άπραγοι. Κανέναν δεν γνώριζαν και κανείς δεν τους θυμόταν. Πληγωμένα πουλιά έβλεπα. Τότε ήταν που σκέφτηκα να υλοποιήσω και την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου όταν ήμουν παιδί∙ να γράψω, επιτέλους, το βιβλίο.

Δεκαετία του ’60 και αρχές δεκαετίας ‘70. Μια εποχή μεγάλης κοινωνικής και πολιτιστικής αναταραχής. Παρατηρώντας την σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, πώς τη χαρακτηρίζετε; Ποια γεύση σας έχουν αφήσει αυτά τα χρόνια;
Ήταν μία εποχή έντονων κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων, το κατώφλι ενός άλλου κόσμου, που τις διαστάσεις του και τις αλλαγές που θα επέφερε στη ζωή μας, δεν μπορούσε καν να τις συλλάβει ο νους μας. Οι νέοι, κυρίως, διεκδικούσαν ελευθερία στον έρωτα –η κοινωνία ήταν πολύ συντηρητική, πάλευαν για ισότητα, κατά των διακρίσεων. Το κυρίαρχο ζητούμενο ήταν η ειρήνη.
Στα μάτια μου, ακόμη και τώρα, φάνταζαν όλα μαγικά, σαν τον φρέσκο ήλιο της ανατολής. Έτσι όμως δεν βλέπουν τα παιδιά τη ζωή;

Παράλληλα με τις μαρτυρίες των παιδιών, περιγράφετε και τη ζωή «έξω». Σπουδαία γεγονότα από την κοινωνία, τον πολιτικό χώρο, τον πολιτισμό, που συνέβησαν στον κόσμο τη συγκεκριμένη περίοδο. Τη χρειαζόσασταν αυτή τη συγγραφική ανάσα που χαλαρώνει συγχρόνως και τη σκέψη των αναγνωστών;
Ήθελα να δώσω τη δυνατότητα στον αναγνώστη να λάβει μία αντικειμενική εικόνα της εποχής εκείνης ως προς τα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο μυθιστόρημα παρατίθενται, σε τακτά διαστήματα, πρωτοσέλιδα εφημερίδων διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων της εποχής. Έτσι οι αναγνώστες μπορούν να συγκρίνουν, να κρίνουν, να σχηματίσουν δική τους άποψη. Και μέσα όμως στο κείμενο, οι ηρωίδες και οι ήρωες εκφέρουν τη δική τους άποψη, καθένας από το μετερίζι του.

Έφθασε ποτέ ο απόηχος κάποιων γεγονότων στους «έσω»; Απασχολούσε τα παιδιά των Παιδοπόλεων αυτό που συνέβαινε έξω από την πύλη του ιδρύματος που τα φιλοξενούσε;
Δοθείσης ευκαιρίας βλέπαμε ή ακούγαμε τις επίσημες ειδήσεις. Όταν πηγαίναμε σε κινηματογράφο της πόλης, πριν από την προβολή της ταινίας βλέπαμε -όπως όλος ο κόσμος άλλωστε- τα δεκάλεπτα «Επίκαιρα». Όταν ήλθε η τηλεόραση, επίσης. Όταν δεν είχαμε σχολείο, το ράδιο ήταν ανοιχτό και ακούγαμε από τα μεγάφωνα τα νέα όπως και τα τραγούδια της εποχής. Η αρχηγός μας ενημέρωνε για τα πολύ σημαντικά γεγονότα, όπως για τη δολοφονία του Κέννεντυ, το βραβείο Νόμπελ του Σεφέρη, την επιβολή του Στρατιωτικού καθεστώτος κ.ά.
Τα παιδιά που γύριζαν από την καλοκαιρινή τους άδεια έφερναν τα «έξω» νέα, με έμφαση στις νέες τάσεις της μουσικής και της μόδας. Όσο μεγαλώναμε στην ηλικία, τόσο μας απασχολούσαν τα του κόσμου.
Στο μυθιστόρημα το «έξω από» και το «μέσα στο» ίδρυμα έρχονται σε συνεχή αντιπαράθεση, δένουν σφιχτά την πλοκή, δημιουργούν ανατροπές και σασπένς.

Υπάρχουν στιγμές που αναρωτώμενοι «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» μας σφίγγεται το στομάχι. Πώς ήταν οι δικές σας στιγμές, όταν για να συνεχίσετε το γράψιμο, έπρεπε να επαναφέρετε οδυνηρές μνήμες;
Την οριστική απόφαση να γράψω το βιβλίο την πήρα όταν άκουσα αυτό το ερώτημα. Ώσπου να την υλοποιήσω όμως, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Τόσο καιρό χρειάστηκα να επεξεργαστώ ό,τι συνέβη στη ζωή μου και να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είμαι ηρωίδα μελοδράματος, αντίθετα, πάλευα ό,τι μου τύχαινε με όσες δυνάμεις είχα. Άλλωστε, η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου με βοήθησε ακόμη παραπάνω ώστε να απαλύνω τις αιχμηρές γωνίες των αναμνήσεων.

Οι εικόνες που περιγράφετε ζωντανεύουν στις σελίδες και σας βλέπουμε πλέον ως Αθηνά, της οποίας ο τρόπος σκέψης διέφερε από των υπολοίπων παιδιών. Βάλτε μας σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης.
Κάθε άνθρωπος επηρεάζεται από το χαρακτήρα του -αυτό που κουβαλάει στο DNA του- και από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και ζει. Η Αθηνά στην τρυφερή ηλικία των εφτά χρόνων ξεριζώνεται από το πατρικό της και από τον μέχρι τότε γνωστό της κόσμο και μεταφέρεται σε ένα ίδρυμα θηλέων. Καλείται να αλλάξει οπτική γωνία ανάγνωσης του κόσμου.
Απωθεί ό,τι την πονάει, θυμώνει με τη μάνα της που αποχαιρέτησε τα εγκόσμια χωρίς να τη νοιαστεί και στριμώχνει τα συναισθήματά της όσο πιο βαθιά μπορεί. Φαντασιώνεται μία άλλη ζωή, γίνεται τα βράδια αετός που πετάει πάνω από τα Σύρματα ελεύθερος. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη του ιδρύματος βρίσκει βιβλία που της εξάπτουν τη φαντασία και τη βοηθούν να δραπετεύει από την πραγματικότητα.
Στο δια ταύτα, στην καθημερινότητα, ανταποκρίνεται στα καθήκοντά της, έχει τον κύκλο της, τις φίλες της και, χωρίς να το συνειδητοποιεί, συντάσσει οδηγό επιβίωσης∙ να αντέξει, μέχρι να έλθει η ώρα να διαβεί την Πύλη αντίστροφα αυτή τη φορά, από τα μέσα προς τα έξω, προς τη ζωή.

«Στο μυθιστόρημά μου απέφυγα τα θαυμαστικά, θα φάνταζαν παράταιρα», γράφετε. Μια δυνατή συγγραφική πρόταση και απόλυτα κατανοητή. Θα θέλαμε, ωστόσο, να μας την αναλύσετε.
Αρχικά, το μυθιστόρημα το είχα γράψει με διαφορετικό τρόπο. Δεν είχα καταργήσει μόνο τα θαυμαστικά, αλλά και τις τελείες μέσα στις παραγράφους. Στη θέση της τελείας έβαζα κόμμα και συνέχιζα την επόμενη πρόταση με κεφαλαίο γράμμα. Ξεκινούσα, δε, το μυθιστόρημα με την εισαγωγική πρόταση «Αφηγούμαι την ιστορία με κοντές ανάσες. Από ανάγκη, οι τελείες πέφτουν κάποτε σε κόμμα». Έτσι ένιωθα, έτσι το έγραψα.
Σας δίνω, ως παράδειγμα της αρχικής μου γραφής την πρώτη παράγραφο:
«Η μάνα της ήθελε να τιμωρήσει τον πατέρα τους κι έβαζε τα παιδιά μπροστά, να του φωνάζουν λόγια, Εκείνα τον αγαπούσανε, πατέρας, Εκείνος αγάπησε άλλη, μία ψηλή μελαχρινή, μαλλιά και σκουλαρίκια να κατρακυλάν στους ώμους, μια νταρντάνα, Κι άφησε εκείνες, τις όμορφες, τη μάνα με τις δύο κόρες, Μέχρι να βροντήξει την πόρτα πίσω του για ύστατη φορά, έτσι τις έλεγε «Οι τρεις ομορφάδες μου».

Στη συνέχεια, αναθεώρησα για χάρη της διευκόλυνσης της επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Οι τελείες μπήκαν στη θέση τους. Τα θαυμαστικά όμως τα εξόρισα. Γενικά, δεν τα συμπαθώ. Παρ’ τε το και σαν στάση ζωής. Τη χαρά και τις νίκες να τις δέχομαι με ευγνωμοσύνη, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις και κινήσεις∙ τις λύπες μου και τις απώλειες να τις περνώ με στωικότητα και παραδοχή της ανθρώπινης υπόστασής μου. Στα κείμενά μου σπάνια χρησιμοποιώ θαυμαστικό. Εάν το κάνω, έχω την αίσθηση ότι πιέζω τον αναγνώστη να θαυμάσει, να λυπηθεί, να τρομάξει. Αντιπαθώ τα μελοδράματα με τις υπερβολές τους είτε σε γραφή είτε ως τρόπο ζωής. Πολύ θα ήθελα να ξέρω σε ποια σημεία του κειμένου μου θα έκανε ο αναγνώστης μικρή παύση για να σκεφτεί ότι εκεί ίσως να ταίριαζε ένα σημείο στίξης που δηλώνει θαυμασμό.
Στο μυθιστόρημά μου «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» τα θαυμαστικά θα με πλήγωναν.

«Οι μαρτυρίες των παιδιών που μεγάλωσαν στην Παιδόπολη, είτε αυτές είναι προφορικές είτε γραπτές, είναι αυθεντικές και δημοσιοποιούνται με την άδειά τους», γράφετε. Πώς έφθασαν στα χέρια σας και με πόσα από αυτά τα τότε παιδιά συνεχίζετε να έχετε επαφή;
Μερικές μαρτυρίες προέρχονται από μέλη του Συλλόγου Αποφοίτων Παιδοπόλεων. Για τις υπόλοιπες βοήθησε πολύ το διαδίκτυο. Μέσα από διάφορες ομάδες στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρήκα φίλες και φίλους που θέλησαν να μου εμπιστευτούν συναισθήματα και αναμνήσεις. Όλες αναφέρονται στη δεκαετία του εξήντα, για να συμβαδίζουν με την εποχή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Οι μαρτυρίες αυτές δίνουν άλλη διάσταση στο κείμενο, το προάγουν, στηρίζουν διαφορετικές θέσεις και φωτίζουν την καθημερινότητα και τους κανονισμούς των ιδρυμάτων εκείνης της περιόδου. Μέσα από την εμπειρία της συλλογής αυτών των κειμένων, είδα ότι τα κορίτσια που ακολούθησαν τα Εργαστήρια, για να μάθουν τέχνες, έχουν μεγαλύτερη επαφή μεταξύ τους. Εμείς, του Γυμνασίου, χαθήκαμε.

Όταν μεγαλώσατε, επιβιβαστήκατε ποτέ ξανά στο τρένο που ξεκινούσε από το Βόλο, περνούσε τον μεγάλο κάμπο και έφθανε στη Λάρισα;
Τώρα που το λέτε, συνειδητοποιώ ότι απεχθάνομαι και αποφεύγω τα ταξίδια με τα τρένα.

Κυρία Τσακίρη, σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη και τις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις!

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Λάμπης ερωτεύεται άλλη, μια νταρντάνα, και παρατά τις «τρεις ομορφάδες», όπως αποκαλούσε την οικογένειά του τον καιρό της αγάπης. Η μοίρα όλων κρίνεται όταν η γυναίκα του βρίσκεται τσακισμένη στα βράχια. «Αυτοκτόνησε», συμπεραίνουν στο χωριό.
Η Αθηνά, η μικρή κόρη, κλείνεται τότε στην Παιδόπολη της Λάρισας, όπου ανάμεσα σε εκατοντάδες παιδιά μεγαλώνει ψάχνοντας τον εαυτό της. Η μεγαλύτερη, η Ευθαλία, παντρεύεται τον εύπορο Νίκο, έναν σύζυγο-δυνάστη. Για να βρει την ελευθερία της, σκέφτεται να τον δηλητηριάσει. Οι ζωές των ηρώων περιπλέκονται με σφιχτό υφάδι.
Η Γιώτα Κούγιαλη σκιαγραφεί τη ζωή στις Παιδοπόλεις, τη δεκαετία του ’60 και τις πολιτικές αναταράξεις της, τις σχέσεις των δύο φύλων, τους πόθους και τα πάθη. Στηρίζει τη μυθοπλασία της σε γεγονότα πραγματικά, σε βιώματά της αλλά και σε μαρτυρίες άλλων παιδιών που έζησαν σε ιδρύματα.
Το βιβλίο της είναι ένα δραματικό μυθιστόρημα απαλλαγμένο από μελοδραματισμό, με αισιόδοξη ματιά και υφέρπον χιούμορ που απαλύνει την αγωνία στις συγκλονιστικές ανατροπές. Καταδεικνύει τα λεπτά όρια της ταυτότητάς μας σε σχέση με το περιβάλλον όπου κινούμαστε.

Βιογραφικό
Η Γιώτα Κούγιαλη γεννήθηκε το 1955 στο Προμύρι Μαγνησίας και ζει στο Βόλο. Εργάστηκε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση καθώς και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως υπεύθυνη για την πρακτική άσκηση των φοιτητών του Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης. Υπήρξε συνεργάτρια του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Είναι ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων (ΚΕ.ΒΙ.ΜΑ.ΣΥ.). Είναι επίσης παραγωγός λόγου της εκπομπής Ιστορίες πίσω από τις ιστορίες στην ertvolou.

Βιβλία της:
Μυθιστορήματα: Ερώτων τραύλισμα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005, Στην αγκαλιά της κρατούσε φεγγάρια, Εκδόσεις Καστανιώτη 2000.
Βιβλία για παιδιά (επιλογή): Αργοναυτική εκστρατεία (κόμικ), Εκδόσεις Πανεπιστημίου Θεσσαλίας 2014, Ο αόρατος πύργος, Εκδόσεις Καστανιώτη 2005, Η φωτεινή σφαίρα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2003, Οι χίλιες εκατό σφραγίδες, Εκδόσεις Καστανιώτη 2002, Τα παραμύθια του Γελαστού, Εκδόσεις Καστανιώτη 2000, Παραμύθι με ωραίο τέλος, Εκδόσεις Καστανιώτη 1997, Η Λουλουδοκυβέρνηση, Εκδόσεις Καστούμη 1995 (υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό βραβείο «Pier Paolo Vergerio» 1998), Το μεγάλο ταξίδι του ήλιου, Εκδόσεις Καστούμη 1995.
Εγχειρίδια για εκπαιδευτικούς: Ψυχοκινητικά παιχνίδια για κωφά, βαρήκοα παιδιά (συνεργασία), Εκδόσεις Ήβη 2017, Εγχειρίδιο δραστηριοτήτων για νηπιαγωγούς (μέλος της συγγραφικής ομάδας), ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής προγραμμάτων ΚΠΣ, Εκδόσεις Καστανιώτη 2008, Εγχειρίδιο δραστηριοτήτων για νήπια (μέλος της συγγραφικής ομάδας), ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Ειδική Υπηρεσία Εφαρμογής προγραμμάτων ΚΠΣ, Εκδόσεις Καστανιώτη 2008, Η Γλώσσα στην Προσχολική Εκπαίδευση – Προφορική επικοινωνία, ανάγνωση, γραφή και γραπτή έκφραση (συνεργασία), επιμ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη 2002, Ψυχοκινητικές δραστηριότητες για νήπια και προνήπια, Εκδόσεις Καστανιώτη 2000.