Του ΣΠΥΡΟΥ Χ. ΤΑΓΚΑ

(…) «Τριγύρω η Θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.» (…)

Και πάλι η θάλασσα. Και πάλι ο διάφανος –ο μείζον Ελύτης : «Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική / Καμάρα τ’ ουρανού με τα άστρα»/. Είναι «το Μονόγραμμα» που η πρώτη έκδοση το βρήκε να ζωντανεύει στην αρχετυπική αρχιπελαγίσσια Κύπρο (σε φωτομηχανική έκδοση χειρογράφου του ποιητή)∙ και η τυπογραφική έκδοση ένα χρόνο αργότερα – στην φωτάυγεια και φωτοχυσία της Αθήνας το 1972*. Αυτή – τούτη η μικρή –μάλλον-,συλλογή που ξεκινάει με το εκστατικό προοίμιο : «Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς -, για σένα,/ μόνος στον Παράδεισο/»∙ είναι μια κραυγή του ποιητή προς ένα «άλλο μισό» που, πιθανό, δεν είναι παρά ο ίδιος εκείνος –ο υπερβατικός εαυτός του. Για τούτο, άλλωστε, τονίζει και ξανατονίζει αυτό που έχει συλλάβει και θέλει αφού μυηθεί να μυήσει και όποιον έχει την δύναμη να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει στον αυλόγυρο ενός αιθέριου πλην χαμένου κόσμου που έρχεται κατευθείαν από το μέλλον (και, άρα, από το καλά κρυμμένο παρελθόν) : «είναι νωρίς ακόμη μεσ’ τον κόσμο τούτο», αλήθεια…

(…) Έχω δει πολλά και η γη μεσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες τα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
Της Θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!» (…)

Αλίμονο όμως : Παρά το ότι «είναι νωρίς για τον κόσμο αυτό» να εργαστεί, να ασκηθεί και να αποκαλύψει, ίσως, κάποια από τα μυστικά κλειδιά μιας ατελείωτης ευτυχίας, (μέσω της Αγάπης – ίσως;), ο ποιητής, ως άφοβος κυνηγός του Ωραίου επανέρχεται δριμύτερος, αντιπαρέρχεται αυτό που κυριαρχεί, και επιβάλλει τις ισχυρές παραδοχές του δικού του φαντασιακού και ιδεατού. Επαναενεργοποιεί ξανά την «Θάλασσα» (που για τον ίδιο αποτελούσε πανίσχυρο εργαλείο ανύψωσης) όπως και τα «αετόμορφα» βουνά και, χρησιμοποιώντας τα σύμβολα που κρίνει ικανά, διεκδικεί κιόλας ευσταλής τη Αιώνια Νίκη του. Έτσι αήττητος και Αιώνιος∙ προβάλλει με μια διάφανη χαρακιά στον αγέρα πώς αυτός «είδε» αυτό που πραγματικά «είναι». Εφόσον οι ενοχές που έχει δημιουργήσει ο χρόνος (και οι στρεβλώσεις του) στις καρδιές και στις αντιλήψεις του Κόσμου αθωωθούν και ελευθερωθούν μέσα από μια αυθεντική εσωτερική διεργασία∙ όλα αλλάζουν και τότε αρχίζουμε να «περνάμε» σε μια Μετα – μόρφωση : αρχίζουμε, επιτέλους, να βλέπουμε όπως είναι και όχι όπως φαίνεται να είναι. Και είναι αυτό κάτι που αρκεί (ίσως), τελικά γιατί η ψυχή μας, πλέον, είναι σε θέση με πλήρη χαρά, αρμονία και ισορροπία (σαν ενός δελφινιού πρωτόπειρου που, όμως, ήδη γνωρίζει να σχίζει και να διαπλέει τα νερά μεσ’ την απεραντοσύνη)∙ να συναντήσει το «άσπρο» και το «κυανό» που ήθελε πάντα να ανταμώσει : το πέταγμα στην «ελευθερία», είναι, ίσως, το πέρασμα – πέταγμα στην ίδια την Αθανασία των πραγμάτων…


*Εκδόσεις : «Ίκαρος» – 1972 (και «Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία» – 2002, μέσα από την έκδοση Απάντων των ποιημάτων του Οδ. Ελύτη).