Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας σελ.485

Επί Βυζαντίου ο Πόντος αποτελούσε τη βορειανατολική επαρχία της Αυτοκρατορίας. Στα 1204 ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας η οποία καταλύθηκε το 1461 από τους Οθωμανούς. Ο Πόντος αποτελούνταν από τα βιλαέτια της Τραπεζούντας της Κασταμονής, της Σεβάστειας και Άγκυρας. Πόλεις όπως η Τραπεζούντα αποτέλεσαν κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου. Η οικονομική άνθηση του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που είχε ιδρύσει το 1682 ο τραπεζούντιος δάσκαλος Σεβαστός Κυμινήτης και λειτούργησε παρά τις αντιξοότητες μέχρι το 1922, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Το 1913 στις επαρχίες των έξι μητροπόλεων του Πόντου κατοικούσαν 697.000 Έλληνες ενώ το ίδιο διάστημα λειτουργούσαν 1890 εκκλησίες και 1401 σχολεία με 85.890 μαθητές. Ο 20ος αιώνας βρήκε τον Ελληνισμό του Πόντου να ακμάζει στον πνευματικό και οικονομικό τομέα. Η συστηματική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής που ξεκίνησε από το 1894 και προκάλεσε την τριακονταετή γενοκτονία (1894-1924).


Στον ιστορικό Πόντο το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού ήταν εξαιρετικά τραγικό και σταμάτησε με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Περισσότερο από το 50% των περίπου 700.000 Ποντίων που έμεναν στην περιοχή εξοντώθηκαν σε πόλεις χωριά, εξορίες και φυλακές καθώς και σε στρατόπεδα εργασίας, τα «αμελέ ταμπουρού». Εξοντωτικές πορείες μέσα σε δυσμενείς συνθήκες ,βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Οι μέθοδοί τους είναι πανομοιότυπες με εκείνες της εξόντωσης των Αρμενίων από τους Νεότουρκους τον Αύγουστο του 1915. Οι Νεότουρκοι, κάνουν τα πάντα για να καθαρίσουν τον τόπο από τους χριστιανούς.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να μετακινήσουν τον ελληνικό πληθυσμό, που βρίσκεται στα παράλια και τα ενδότερα του Πόντου κοντά στα ρωσοτουρκικό μέτωπο. Νεκρικές πορείες ήταν στην πραγματικότητα τούτες οι φαινομενικά αθώες μετακινήσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο κατά τη διάρκειά τους. Τσέτες και τζανταρμάδες ανέλαβαν δράση. Εντός ολίγων εβδομάδων εξοντώθηκε ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός…
Τραπεζούντα, αρχές του 20ού αιώνα.
Πόση όμορφη ήταν η Τραπεζούντα η πατρίδα και γενέτειρα. Ήταν ένα όνειρο. Όμορφη και επιβλητική, κοσμοπολίτική όσο καμιά άλλη στον Πόντο. Ολούθε εμπορικά μαγαζιά και τράπεζες και μεγάλα εστιατόρια και καφενεία και χαλβατζίδικα και σεκερτζίδικα… Όλα ένα πολύχρωμο μωσαϊκό πολιτισμών θρησκειών, ιδεών, ζυμωμένο με το αίμα τον ιδρώτα και τις μάχες αιώνων χιλιάδων ψυχών. Καθημερινά Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Πέρσες, Αθίγγανοι, Λαζοί… μα και Βενετοί και Γενουάτες έκαναν τα ψώνια τους, έπιναν καφέ, αστειεύονταν. Οι πιο μερακλήδες τον συνόδευαν με σιροπιαστά γλυκά, χασλαμά (μελομακάρονο), ωτία (ποντιακό γλύκισμα) ή και τσιριχτά (λουκουμάδες)…
Η Καταστροφή της Τραπεζούντας και ο αντίκτυπός της στον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας του «Ζωή στη στάχτη», είναι μονάχα ένα από τα πολλαπλά επίπεδα που ξεδιπλώνει ο Μερκούριος Αυτζής σε έναν αφηγηματικό καμβά κινηματογραφικής έντασης και ευκρίνειας, που σκύβει πάνω από μια από τις οδυνηρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, για να ρίξει φως σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Το ημερολόγιο της Χρυσαυγής Μικροπούλου, του οποίου γινόμαστε κοινωνοί μέσα από το βιβλίο, αποτελεί το κλειδί ενός μυθιστορήματος έντονων ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών αποχρώσεων, στις σελίδες του οποίου αποθεώνονται σχέσεις, φιλίες, παράνομοι έρωτες, ανεκπλήρωτοι πόθοι, η ελπίδα για νέα πλεύση ζωής, η ανάγκη για λύτρωση και η επούλωση των προσωπικών τραυμάτων.
Οι θύμησες της γιαγιάς Χρυσαυγής μυρώνουν την αναπνοή της. Κάποιες από αυτές θολές και άλλες σαν γάργαρο νερό διάφανες. Όπως οι κυριακάτικες έξοδοι μετά τη Θεία Λειτουργία με τους γονείς και τους θείους στα ζαχαροπλαστεία της κεντρικής πλατείας Μεϊντάν. Και σαν τους περιπάτους κατά μήκος του τείχους μέχρι τον Φάρο της Τραπεζούντας και μέχρι το Λεοντόκαστρο. Από κει η βόλτα τους έφτανε ως κάτω στο λιμάνι. Και χωρίς σταματημό άλλοτε κατέληγαν στο μαυσωλείο της Γκιουλμπαχάρ, συζύγου του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄, και άλλοτε στην εντυπωσιακή εκκλησία της Αγίας Σοφίας στα δυτικά της πόλης. Στη μνήμη της ολοκάθαρα και τα παιχνίδια με τις παιδικές της φίλες, την Εμινέ και τη Μελάνια, στη δεξαμενή νερού στο Ταξίμ σοκάκια. Και τα παιχνίδια της καρδιάς με τη Σαμέλα και τη Θοδώρα, τις φίλες της εφηβείας της. Τα θυμάται και η διάθεση της για ζωή επανέρχεται.
-Ήρθαν χθες βράδυ στον ύπνο μου και μου μήνυσαν να βιαστώ λέει στη δεκαοχτάχρονη εγγονή της, την Χρυσούλα, στην οποίας αφηγείται τη ζωή της.
-Τι είναι αυτά που λες γιαγιά; Ποιος ήρθε στον ύπνο σου;
-Όλοι τους. Ο Νικηφόρος, ο άντρας της και η Σουλτάνα με τον καλό μας τον Αζαρία και οι παιδικές μου φίλες η Εμινέ και η Μελάνια, και η Σουμέλα και οι γονιοί μου… Και ο παππούς σου ο Φώτης, κι ο μεγάλος μας γιος ο Κωνσταντίνος ήρθε και ο αδελφός μου ο Κωνσταντής ο δάσκαλος από κοντά κι η Θεοδώρα με τον βαρόνο Συμεών…


Ζυγίζει τον χρόνο η γιαγιά Χρυσαυγή… Σε επτά χειμώνες ένας ολόκληρος αιώνας ζωής. Αλλά όχι όσο και να μη θέλει, το τέλος της έρχεται… Λίγες ώρες της απομένουν ακόμα. Φοβάται. Όχι τον θάνατο. Με δαύτον πάει καιρός που τα έχουν συμφωνήσει. Σκιάζεται μη δεν προλάβει να μοιραστεί της ζωής της τα γραμμένα. Τα λόγια της σαλής Λεϊλά στριγκλίζουν στα αυτιά της. «Πολλά θα δεις, πολλά θα ζήσεις και πολλά θα πάθεις».
Η κυρίαρχη παρόρμησή της είναι να ξορκίσει τη σιωπή. Ευτυχώς ακούει τα βήματα της εγγόνας της.
Έμπορος ο πατέρας της, από τους πιο δραστήριους της Τραπεζούντας ο Ευγένης Μικρόπουλος αυτοδημιούργητος, με πνεύμα ανήσυχο και σπουδές στην Οντέσσα, είχε το μαγαζί στο κεντρικό σημείο της εμπορικής συνοικίας. Η μητέρα της η Μάρω και τέσσερα παιδιά: ο Κωνσταντίνος ο δάσκαλος, ο Απόστολος, το δεξί χέρι στο εμπόριο του πατέρα του η Χρυσαυγή και τελευταίος ο Γεωργούλης, που είχε πάθος στη μουσική.
Η Χρυσαυγή ήταν δεκαπέντε χρονών και η ψυχή της άκουγε τον παφλασμό των αναστεναγμών της και των κυμάτων τον παφλασμό στο λιμάνι της Δαφνούντας. Και δεν έβλεπε τις φουρτούνες που έρχονταν… Τα λόγια της Λεϊλά είχαν γίνει κιόλας αέρας που τα είχε σκορπίσει ο κρύος βοριάς της Μαύρης Θάλασσας…
…Οι χριστιανοί άφηναν τις ρίζες τους. Οι εστίες των προγόνων τους άδειαζαν. Εφεξής σκιές θα τύλιγαν τα ντουβάρια, κνίσες από ανεκπλήρωτα όνειρα και έρωτες που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν. Στέρφα μιντέρια τα δωμάτια, δίχως τη νοικοκυρά να ανοίγει φύλλο και να ευωδιάζει η γειτονιά μοσχοβολιές…
Ο δρόμος στέναζε από ανθρώπους που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν διωγμένοι στην ίδια τους την πατρίδα .Πρόσφυγες…
Πάνω απ΄ τα κεφάλια τους μαυροντυμένος ο ουρανός καπνός και αιθάλη… Στάχτη στο σπίτι. Πνιχτός ο αέρας… Η Χρυσαυγή έκλεισε για λίγο τα μάτια και τα άνοιξε ξανά, μήπως και ήταν ψέμα. Αλλά όχι.
Αγώνες όνειρα ιδρώτας ελπίδες, βλέμματα, χαρές και λύπες, αναστεναγμοί μανάδων, κλάματα μωρών χοροί και νότες κεμεντζέδων, όλα ένα φλεγόμενο κολάζ θρυμματισμένων μορφών και πραγμάτων… Ο Νικηφόρος δίπλα της έβηχε απ΄ τον πυκνό καπνό. Τα δίδυμα έκλαιγαν. Η Αντιγόνη κι αυτή. Αλλά όχι η Μάρω, η ψυχή της πετούσε κιόλας πλάι πλάι με του Ευγένη της στη γειτονιά των αγγέλων….
Η ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει στάχτη…


Ο Πόντος διψάει να ζήσει. Όλοι έχουν δικαίωνα να μάθουν τι έγινε εκεί και όπου αλλού είναι Πόντος! Η μνήμη ζητάει δικαίωση. Η Γενοκτονία μας δεν ήταν απλώς ένα Άουσβιτς. Ήταν Άουσβιτς εν ροή. Και αλίμονο σ΄ αυτόν που δε γνωρίζει ή ξεχάσει! Θα βρει την ιστορία μπροστά του…
Το «Ζωή στη στάχτη. Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας» αναβιώνει τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας και εξιστορεί τους αγώνες των Ελλήνων του Πόντου να ζήσουν ειρηνικά σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από πολέμους, διωγμούς, λεηλασίες, καταστροφές, προσφυγιά, στάχτη…


Ο ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΑΥΤΖΗΣ γεννήθηκε στη Βέροια. Είναι δάσκαλος και από το 1987 διδάσκει σε δημόσια σχολεία της χώρας. Σπούδασε θέατρο στο L.A.G. στο Ρόιτλιγκεν Γερμανίας. Έκανε μετεκπαίδευση στη Γενική Αγωγή, μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΚΠΑ, στον Τομέα «Γλώσσα, Λογοτεχνία και Θέατρο στην Εκπαίδευση», και είναι κάτοχος μάστερ λογοτεχνίας. Είναι μέλος του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ, και το διάστημα 2002-2014 διετέλεσε Σύμβουλος και Έφορος στο Δ.Σ. αυτού. Με τη συγγραφή πρωτοασχολήθηκε το 1994. Το 1999 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο για παιδιά. Συνολικά έχει εκδώσει 30 βιβλία για παιδιά και νέους. Έχει διακριθεί τρεις φορές, ενώ κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές της ΙΒΒΥ Ελλάδας – Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, καθώς και στο βιβλίο Η Γλώσσα μου της Δ΄ Δημοτικού. Βιβλίο του έχει συμπεριληφθεί στα White Ravens της Βιβλιοθήκης Μονάχου. Το μυθιστόρημα ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ είναι το πρώτο του για ενηλίκους.