Κανένας ηρωισμός. Ουδεμία ωραιοποίηση. Τίποτα το τόσο θαυμαστό που να ραίνει τις μέρες με τη χρυσόσκονη των ελπίδων, των οραμάτων και της απαντοχής. Η ζωή είναι μικρή κι ύστερα πεθαίνεις. Σοφόν, σαφές και αρκούντως σκληρό να το αποδεχθείς. Είναι, όμως, ικανή συνθήκη αυτή η συνειδητοποίηση να σε φτάσει ακόμη και στο σημείο να αποκαθηλώσεις κάθε έννοια σπουδαιότητας στις ημέρες που σου μέλλονται, έτσι ώστε να τις τερματίσεις πριν την ώρα τους. Ακούγονται όλα αυτά σαν άσφαιρη, πλην πεσιμιστική, φιλολογία;
Στις κηδείες και μνημόσυνα προσφέρεται καφές, ο καφές της παρηγοριάς. Η παρηγοριά είναι οπωσδήποτε ταυτόσημη της ελπίδας, και ο καθένας μπορεί να το αισθανθεί ενώπιον της Παραμυθίας, εκκαλώντας την με την παράδοξη φράση, «η των απηλπισμένων μόνη ελπίς, η με τον αθάνατο στίχο, χαίρε, ελπίς αγαθών αωνίων».
Ο θάνατος είναι μόνο μια στιγμή και η ζωή χίλιες. Καρδινάλιος Ρισελιέ
Κάθε αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος, αλλά κάθε θάνατος είναι ένας μεγάλος αποχωρισμός.
Χους ει και εις χου απελεύσει.


Σύμφωνα με μελέτες, η υπ’ αριθμόν ένα φοβία των περισσότερων ανθρώπων είναι να βγάζουν λόγο. Η υπ’ αριθμόν δύο φοβία είναι ο θάνατος. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος άνθρωπος, όταν πάει σε μια κηδεία, θα προτιμούσε να είναι στο φέρετρο παρά να εκφωνήσει τον επικήδειο…
Γλυκιά η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα. Διονύσιος Σολωμός
Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη. Νίκος Εγγονόπουλος


Οι νεκροί, λένε, φεύγουνε με τα χέρια τους άδεια, μα άδεια αφήνουνε και τα χέρια των ζωντανών.
Για αυτούς που προσπαθούν να τον κατανοήσουν, ο θάνατος είναι μια μεγαλειώδης δύναμη δημιουργίας. Οι πιο υψηλές πνευματικές αξίες της ζωής μπορεί να προέλθουν από τη σκέψη και τη μελέτη του θανάτου
. Ελίζαμπεθ Ρός, ψυχολόγος
Ο θάνατος είναι μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη για το πόσο παράλογη είναι η ζωή. Αντρέ Μαρλώ
Τι εστι Θάνατος; Αιώνιος ύπνος, ανάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων επιθυμία, πνεύματος απόστασις, φυγή και απόκτησις βίου, πλουσίων φόβος, πενήτων παραλαλία, ανάλυσις μελών, ύπνου πατήρ, αληθινή προθεσμία, απόλυσις πάντων. Σεκούνδος ο Σιωπηλός, αρχαίος κυνικός φιλόσοφος

Τον έρωτα όχι, όχι εσύ,
Ανάγκη, τον έρωτα τον έπλασε ο Θάνατος,
από άγρια περιέργεια να εννοήσει τι είναι ζωή
. Κική Δημουλά
Αν αυτός είναι ο θάνατος, τότε εντάξει…Τόμας Καρλάιλ
Non omnis moriar.– Δεν θα πεθάνω ολόκληρος [κάτι από εμένα θα παραμείνει ζωντανό]. Οράτιος, Λατίνος ποιητής
Memento mori.– Να θυμάσαι το θάνατο.
Nascentes morimur.– Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, [αρχίζουμε να] πεθαίνουμε.
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ’ ένα τραπέζι σμίγει.
Η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει η τελεία… Φερνάντο Πεσσόα
Μία η συνταγή. Το ίδιο πάντα «εις τόπο χλοερό». Το πεπρωμένον ου λαθεύειν. Με τη γέννηση, η πρώτη μας αλήθεια είναι ο θάνατος.

Αθήνα Απρίλης του 1941. Η χώρα έχασε τον πόλεμο από τους Γερμανούς. Ο Μάνος Λαζάρου, φερετροποιός, αποτυγχάνει στην αυτοκτονία του, πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού του. Ήταν τρεις βδομάδες σε κώμα. Είχε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, κάταγμα σε δύο πλευρά κι ένα εγκάρσιο κάταγμα κερκίδας. Όταν ξύπνησε οι Γερμανοί είχαν εισβάλει στην Ελλάδα. Ο Μάνος κρατήθηκε στη ζωή και αυτό γιατί την επιβίωσή του τη χρωστάει στους Γερμανούς εισβολείς. Αν ήταν άλλος θα είχε ξαναπροσπαθήσει να αυτοκτονήσει. Κι όμως τον Μάνο, αυτό ακριβώς το γεγονός τον κράτησε στη ζωή: η ήττα μας, η είσοδος των ναζί στην Αθήνα. Θαρρείς κι επιθυμούσε να δει τους φασίστες να τσαλαπατούν τη χώρα του. Να τους δει να παρελαύνουν με τις αισχρές σημαίες τους, να παιανίζουν τα εμβατήρια της υποδούλωσης, να περνάνε με τα τανκς έξω από το παράθυρό του, υποτιμώντας κι εξευτελίζοντας μας. Να τους δει να κρεμάνε το έμβλημά τους στα όσια και στα ιερά μας. Να τους ακούει να μιλούν τη βάρβαρη γλώσσα τους. Να νιώσει πως ολόκληρη η χώρα έπαθε την αρρώστια πού΄ χε μέσα του, γιατί, αυτό, τελικά, ήταν το μόνο δηλητήριο που είχε τη δύναμη να τον γιατρέψει.
Έτσι μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και τους χρωστάει τη ζωή του. Το δράμα που βρήκε την χώρα, έγινε η προσωπική του παρηγοριά. Η εθνική ήττα μεταμορφώνεται στη λύτρωσή του.


Η ζωή ενός ασήμαντου φερετροποιού είναι ο μικρόκοσμος μιας ολόκληρης κοινωνίας και μιας ολόκληρης εποχής.
Η γυναίκα του Μάνου, η Ελπίδα, ήταν καιρό τώρα στο σανατόριο στην Πάρνηθα. Η γειτόνισσα η κυρία Κατερίνα και η Κλειώ, η γυναίκα του αδελφικού του φίλου του Γιώργη Καλτζή, ήταν οι μόνοι άνθρωποι που του συμπαραστέκονταν. Ο Γιώργης έπεσε στο Μέτωπο, τον έφαγε γερμανικό βόλι. Ο πατέρας του Γιώργη, ο κυρ -Ανδρέας είχε γραφείο κηδειών (επιχείρηση ψυχικής υγείας, το΄ λεγε ο Γιώργης) και συνεργαζόταν με τον φερετροποιό Μάνο Λαζάρου, που τα φέρετρά του και νεκρούς ανασταίναν!
Ο Μάνος ήταν γιος του «κασά» και από τα άλλα τα παιδιά δεν ήταν ευπρόσδεκτος στα παιχνίδια. Μόνο με τον Γιώργη έκανε παρέα και έπαιζε γιατί και αυτός ήταν γιος του «πεθαμενατζή». Το καλύτερο παιχνίδι τους ήταν να μπαίνουν σε κάσες και να κάνουν τον πεθαμένο. Με τον Γιώργη μαζί μεγαλώσανε. Βοηθούσανε πια τους γέρους τους στις δουλειές τους.
Ανάμεσα σε εκείνους τους άγνωστους νεκρούς και τόσα σύμβολα θανάτου μεγαλώσανε τα δυο παιδιά κι έγινε ο θάνατος μια καθημερινότητα. Ο Γιώργης πήγαινε με τον πατέρα του και σε σπίτια για να ετοιμάσουν τους νεκρούς, βοηθούσε στις περιποιήσεις, κρεμούσε πλερέζες στις εξώπορτες, τοποθετούσε μανουάλια δίπλα στο νεκρό, κανόνιζε τους φρακοφόρους που θα κουβαλούσαν το φέρετρο. Φέρετρο Λαζάρου, ως επί το πλείστον. Οι επιχειρήσεις τους ταιριάζανε όπως το κατσαβίδι στο κεφάλι της βίδας.


Κι έτσι με τον καιρό έφυγε η περιέργεια, έφυγε η αηδία. Συνηθίσανε πια τη θέα των νεκρών. Σιγά σιγά ανέπτυξαν τις αντοχές του νεκροθάφτη. Έγινε η ζωή τους, το φυσιολογικό. Φυσιολογικό να απωθείσαι από τον θάνατο, φυσιολογικό και να γοητεύεσαι απ΄ τους νεκρούς, φυσιολογικό να θέλεις να πατάς στο χώμα, φυσιολογικό να αγαπάς και τις πτήσεις. Όλα αυτά καρδιές τα ποθήσανε και πράγμα πιο φυσιολογικό απ΄ τις καρδιές δεν υπάρχει.
Ο Μάνος κι ο Γιώργης γίνανε οικογένεια μέσα απ΄ τον πόνο του κόσμου. Κάθε μοιρολόι στη γειτονιά τους έδιωχνε απ΄ τους προληπτικούς και τους έφερνε πιο κοντά. Πολύ συναίσθημα τους έδεσε μέσα στα χρόνια. Πόσους και πόσους δεν είδανε να φεύγουν, κι έτσι σιγά σιγά το τέλος της ζωής δεν τους μούδιαζε πια.
Η Κλειώ έλεγε ότι θα φύγουν οι φασίστες, ο Γιώργης θα δικαιωθεί και όσο μεγάλη και να είναι η νύχτα, θα ξημερώσει… Χάσανε και οι δύο, ο Μάνος και η Κλειώ, πολλά μέσα σε λίγες μέρες. Ήταν οι επιζήσαντες που θα τραβούσανε μπροστά, και αυτό τον έκανε ακόμη πιο δικό της άνθρωπο, τον είχε έγνοια αληθινή. Αυτή τη γυναίκα πρέπει να την προστατέψω, σκέφτηκε, χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς εννοούσε ή τι μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο. Ο καιρός που θα μάθαινε, πάρ΄ όλα αυτά, πλησίαζε γοργά…
Η Κλειώ ήταν η πιο γενναιόδωρη της οικογένειας Καλτζή. Ήταν μια γυναίκα ξένη, που όλο και την ερωτευόταν ο Μάνος.
Η Κλειώ απορούσε με την ευφορία του Μάνου. Τη μία ήθελε ν΄ αυτοκτονήσει και την άλλη σιγοτραγουδούσε, δεν έβγαζε άκρη. Προπάντων, την ενοχλούσε η αναισθησία του απέναντι στην Κατοχή. Τους είχαν πάρει τα πάντα οι Γερμανοί, δεν είχανε λεφτά, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε φαΐ ! Έβλεπε τον κόσμο γύρω της να καταρρέει και στο πρόσωπο του Μάνου, αντί για οργή, αντίκριζε ηρεμία. Δεν ήταν ηρεμία, ήταν σχεδόν… χαρά, της είπε κάποτε ανάμεσα σε φωνές.


Ο Μάνος ήταν δυσπρόσιτος και αλλόκοτος κάποιες φορές. Ο Μάνος δούλευε ξανά στο εργαστήριό του, το φερετροποιΐο. Τα χέρια του έφτιαχναν πανέμορφα φέρετρα. Μαονένια φέρετρα θαύματα και υπέροχα φέρετρα από ξύλα καστανιάς. Ήταν φέρετρα με καθαρές γραμμές, καλοζυγισμένες γωνίες και νερά υπέροχα, να ταξιδέψεις επάνω τους ως τον Αχέροντα. Τέτοιο κομψοτεχνήματα.
Γιατί τι είναι ένα φέρετρο τελικά; Μια θυρίδα στην τράπεζα του χρόνου είναι. Ανοίγει και βάζουν οι άνθρωποι ό,τι διασώθηκε από το πέρασμα της ζωής. Αναμνήσεις βάζουνε, και στο τέλος, δεν έχει πιο σπουδαία τιμαλφή απ΄ αυτές.
Θυρίδες μνήμης είναι τα φέρετρα, και οι φερετροποιοί είναι οι θυριδοποιοί…


Δεν είχε όμως, ο Μάνος, καλά με το μέσα του. Δεν κοιμόταν στρωτά, φώναζε όλο χαρά όταν δεν έπρεπε, μετά έπεφτε σε θλίψη χωρίς λόγο. Δεν ήξερε τι ένιωθε και τι ζητούσε. Ίσως να έφταιγε που, στο βάθος, ποτέ δεν κατάλαβε τι ήθελε απ΄ τη ζωή του την ίδια.
Μετά το θάνατο του Γιώργη και λίγο μετά τον θάνατο της Ελπίδας, που είχε λιώσει σαν κερί, ο Μάνος με την Κλειώ κατέληξε να μοιράζεται καθετί που ερχόταν στο νου του χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς επιφυλάξεις. Θα έπαιρνε τελικά τη θέση του άνδρα της; Πόσο μόνοι τους είχανε μείνει… Ο Γιώργης έλειπε οριστικά. Η Ελπίδα επίσης. Τότε, βέβαια, δεν είχαν αρχίσει ακόμα να γεννιούνται στο μυαλό του τρελές σκέψεις. Ακόμα, τότε, δεν του είχε έρθει η ιδέα του φόνου…
Ο Μάνος είχε όλο χρέη. Βερεσέ παντού, δουλειές καθόλου. Για να κρατήσουν την Ελπίδα στο σανατόριο, είχε ξεπουλήσει τα πάντα. Η πείνα θέριευε. Στο σπίτι ζούσε αυτός και η μιζέρια του. Ο βαρύς Χειμώνας πλησίαζε. Πολύ σύντομα τα πάντα αγοράζονταν με δελτίο: το ψωμί, το ρύζι, το λάδι, το κρέας, τα τσιγάρα. Οι μαυραγορίτες οργίαζαν.
Η πείνα είχε πάρει ένα μεγάλο λάσο και τους είχε σφίξει όλους στη θηλιά της. Αντί να χορταίνουνε την πείνα τους, τους χόρταινε αυτή. Γεμάτο το στομάχι με τίποτα για μήνες. Τον Νοέμβριο τα συσσίτια έδιναν μαγειρεμένο μπομποτάλευρο αντί για ψωμί, «μπατζίνα» το λέγανε για να ξεγελιόνται. Για να ξεγελάσουνε την πείνα αρχίσανε να τρώνε όλοι χαρούπια, λαχανίδες, σπουργίτια, περιστέρια, σκαντζόχοιρους, χελώνες, γάτες, σκύλους. Η πείνα έτρεχε πιο γοργά από όλους. Τα σκουπίδια είχανε γίνει με τον καιρό μεγάλος πόλος έλξης στους δρόμους της Αθήνας. Το σαπούνι εξαφανίστηκε κι αυτό. Έγινε σαν το λάδι ακριβοθώρητο για τους πλούσιους μόνο, η φτώχεια, άλλωστε, και η βρωμιά ήταν φίλες από καταβολές κόσμου, δεν παρεξηγούσε η μία την άλλη. Και τι να το κάνεις και το σαπούνι αν δεν μπορεί να ζεστάνεις νερό, γιατί το ρεύμα κοβότανε συνέχεια;


Άνθρωποι ρουφηγμένοι, με το πετσί τραβηγμένο, με τα κόκαλα έτοιμα να πεταχτούν έξω απ΄ το ξεραμένο δέρμα, ζωντανοί νεκροί, σαν όρθιοι σκελετοί. Έτσι θα έμοιαζε η ανάσταση των νεκρών…
Οι νεκροί από την πείνα άρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους και στις πλατείες. Ο Χάρος σεργιάναγε παντού. Λένε ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή, αλλά όχι όσο τυφλός είναι ο Χάρος βέβαια. Δεν είχανε συναντήσει ξανά τόσο θάνατο μαζεμένο. Ολόκληρη η πόλη μεταμορφωνόταν σταδιακά σε νεκροταφείο. Όλο και αυξάνονταν οι νεκροί κι όλο και φτωχαίναν οι ζωντανοί. Οι νεκροί πληθαίναν κι ο Μάνος δεν μπορούσε να πουλήσει ούτε ένα φέρετρο. Κοκαλωμένοι από το κρύο οι νεκροί. Σαπισμένα κορμιά. Πρησμένα άκρα. Αποστεωμένα πρόσωπα. Σήψη. Φρίκη. Αηδία. Περνούσαν τα κάρα του Δήμου και έπαιρναν τους νεκρούς και τους έθαβαν σε κοινούς τάφους, χωρίς φέρετρα, χωρίς μνήματα. Αγαπημένοι άνθρωποι κατέληγαν στα αζήτητα. Για ποια ζωή αξίζει να κλάψει κανείς; Τι είναι πια καλό και τι κακό; Καλό είναι ό,τι σε βοηθάει να γλιτώσεις τον θάνατο, αυτό είχε γίνει το σύνθημα της εποχής, απλό μα δύσπεπτο. Πατούσανε οι νεκροί ο ένας πάνω στον άλλο κι ούτε που ξέρανε πόσο απρεπές ήταν αυτό. Τους νεκρούς τους έπρεπε μεγάλος σεβασμός. Όλοι οι νεκροί, όχι μονάχα οι άνθρωποι. Το σεβασμό που οφείλει ο αγρότης στη γη και ο ναύτης στο πέλαγος. Είναι ύβρις να φέρεσαι στο χώμα λες και είναι ψόφια σκόνη, στη θάλασσα λες και είναι στοιβαγμένες σταγόνες και στους νεκρούς σαν να είναι σάπιο κρέας. Όλα τα έθιμα ταφής χαλάσανε. Χιλιόχρονα έθιμα ποδοπατηθήκανε απ΄ την κατάντια που τους βρήκε. Πολύ μεγάλο κρίμα τέτοια ατίμωση στους νεκρούς. Είναι αλήθεια, αρκετές φορές που ο θάνατος μοιάζει αναπόφευκτος μα η ατίμωση των νεκρών ποτέ. Εκεί μετράτε ένας πολιτισμός. Τόσος θάνατος για λίγο πόλεμο. Τόση πείνα για λίγες διαταγές. Οι νεκροί δεν είχανε να ζηλέψουνε σε τίποτα τους ζωντανούς, γιατί ήταν όλοι ίσοι απέναντι στο θάνατο. Ένας άνθρωπος του χώρου (τελετάρχης, φερετροποιός, νεκροθάφτης) γνωρίζει ότι η πιο βαθιά, η πιο ιερή σημασία ενός τάφου είναι ότι αποτελεί την οριστική απόδειξη πως είμαστε όλοι ίσοι. Κι αν ο τάφος δεν γεννά αυτό το συναίσθημα στους ζωντανούς, τότε κάνει ζημιά στον πεθαμένο.


Ο Μάνος αρχίζει να καταστρώνει ένα σχέδιο για να κερδίσει πίσω τον εαυτό του. Η φτώχια που, σαν την πείνα, μόνο μεγάλωνε και η επιτακτική ανάγκη να μπορέσει ο Μάνος να κάνει κάτι για να την αντιπαλέψει. Μα πώς να την αντιπαλέψει; Ούτε τον καιρό του πολέμου δεν μπορούσε να βρει χρήματα, πόσο μάλλον μέσα στην Κατοχή, που πεινούσανε όλοι. Ύστερα σκέφτηκε το μόνο πράγμα που γνώριζε να κάνει καλά σ΄ αυτό τον κόσμο: φέρετρα Λαζάρου, φέρετρα πολυτελείας και με τη βούλα. Και ξαφνικά, καθώς κοιτούσε και κουβέντιαζε με το ταβάνι, η πιο αλλόκοτη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του. Η πιο τρελή ιδέα που, μέσα στην παλαβομάρα της, ήταν απίστευτα απλή. Χρειαζόταν χρήματα και η μόνη τέχνη στην οποία ήταν καλός δεν είχε ζήτηση. Ήταν στο χέρι του να δημιουργήσει αυτή τη ζήτηση! Έπρεπε να φτιάξει μια πελατεία, μια πελατεία πλούσια. Και ποιος ήταν εύπορος τώρα πια; Ένα ενθουσιώδες χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Οι μόνοι που είχαν σίγουρα χρήματα για να πληρώσουν τα φέρετρά τους ήταν οι άνθρωποι που τους είχανε φέρει τον λοιμό!

Όσο μεγάλη και να είναι η νύχτα, κάποτε δεν θα ξημερώσει;
Θα πάρει εκδίκηση ο κάτω κόσμος;
Το τέρας του θανάτου θα φάει το τέρας του ναζισμού;
Γιατί λέει ο κόσμος για τους εκλιπόντες πως «πήγανε στα θυμαράκια»;
Ποια ήταν η κεκοιμημένη του Μάνου;
Είναι αλήθεια ότι σε όποιο μέρος αυτής της χώρας κι αν σκάψεις, αν σκάψεις αρκετά, θα βρεις νερό και νεκρούς;
Ποιος ήταν τελικά ο κρίκος που ένωνε τον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών;
Η ζωή είναι μια ειρωνεία απ΄ την αρχή ως το τέλος της;
Πόσο γήινο πράγμα η ζωή;
Ποιο είναι τάχα το αντίθετο της ζωής; Ο θάνατος πάντως δεν μας πείθει. Ο θάνατος είναι το αντίθετο της γέννησης.
Πόσο θάνατο φέρνει η ζωή, μα και πόση ζωή μπορεί να φέρει καμιά φορά ο θάνατος;
Τι άλλο είναι το φέρετρο αν όχι μία μήτρα που μας γεννάει στον άλλο κόσμο;

Ο ψυχοπομπός -φερετροποιός αφηγητής μνημονεύει έναν κόσμο αφανισμένο, ανθρώπους κακοζώητους και κακοθάνατους, που τους σκέπαζε ένας άλλος ουρανός. Συνομιλεί με τα αρχέγονα σκοτάδια και τον μαύρο Θάνατο και αποτυπώνει το θάμβος της συλλογικής μνήμης και τον σεβασμό που αρμόζει στους αγαπημένους μας νεκρούς.
Πίσω από τη φανερή μελωδία της γλώσσας του Φαίδωνα Κυριακού αφήνει να διακρίνεται τόσο καθαρά ο ίσκιος της απώλειας, απώλειας οριστικής και αμετάκλητης, προσώπων, τόπων, κόσμου, ίσως και εαυτού. Σπάνια συναντάμε τόσο ελλειπτικό και καίριο λόγο, που αντλεί από το βαθύ κοίτασμα των νεκρών. Αν δεν υπήρχε ο θάνατος ποιος γλύπτης, ποιος συγγραφέας, ποιος ποιητής θα δούλευε για την αθανασία;

Ένα βαθιά αισιόδοξο μυθιστόρημα αν και μακάβριο, για τη δύναμη που βρίσκει η ζωή να προχωρήσει, για το πόσο σημαντικό είναι να ονειρεύεται κανείς, για το πόσο μεγάλο μάθημα είναι ο θάνατος.

Κομψό, λεπτοφτιαγμένο, μελαγχολικό.
Ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, από ένα μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο.


Ο Φαίδων Κυριακού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990 και μεγάλωσε στο Νέο Ψυχικό. Απαράδεκτος στο ποδόσφαιρο αλλά καλός με τις λέξεις. Το πρώτο το έβλεπαν όλοι ενώ το δεύτερο το έκρυβε — συχνά είναι πιο εύκολο να κρύψεις τις δυνάμεις παρά τις αδυναμίες σου. Στο μεταξύ, ονειρευόταν πως θα γίνει φυσικός γιατί ο κόσμος έμοιαζε πολύ ενδιαφέρων για να μένει ανεξήγητος· ο κόσμος ήταν περίπλοκος, αυτός περίεργος κι έτσι ταιριάξανε οι δυο τους. Το 2013 αποφοίτησε με άριστα απ’ τη σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ. Είχε μπει για να γίνω φυσικός, αλλά βγήκε μαθηματικός, με εξειδίκευση στην μηχανική. Το σχέδιο της ζωής του πήρε μια ανέλπιστη τροπή, όπως παθαίνει κάθε σχέδιο που νομίζει ότι μπορεί να κοιτάξει το μέλλον κατάματα. Φυσικώς…
Έναν χρόνο αργότερα ξεκίνησε διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστημίου του Strathclyde, στην Σκοτία. Υπολογιστική προσομοίωση ιατρικών εμφυτευμάτων για ανευρύσματα κοιλιακής αορτής… τρέχα γύρευε, στην καθομιλουμένη. Το δια ταύτα της ζωής του ήταν το ακόλουθο: Όλα ήταν υπέροχα εκτός απ’ τον καιρό (η Γλασκώβη έχει 1216 ώρες ηλιοφάνειας ετησίως, όταν η Αθήνα έχει 2773, αλλά ποιος μετράει;). Το 2018 έγινε Δόκτωρ κι εργάστηκε για λίγα χρόνια ως μεταδιδακτορικός ερευνητής καρδιαγγειακών μοσχευμάτων, ενώ από το 2022 δουλεύει ως Data Analyst στην Αγγλία, και η ελπίδα για έναν φωτεινότερο τόπο επιβιώνει.
Δίπλα στην επιστήμη όμως, όλα αυτά τα χρόνια, ερχόταν πάντα και η τέχνη, η μεγάλη αγάπη, ο τρόπος να σκάβει μέσα του ώστε να ανακαλύπτει τι υπάρχει εκεί έξω. Παλιά ζωγράφιζε, τώρα χορεύει αργεντίνικο τάνγκο, ποτέ όμως δεν έπαψε να ασχολείται με την γραφή. Παιδικά παραμύθια από τα μικράτα του, στιχάκια, σχεδιάσματα μυθιστορημάτων, ποιήματα, το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, πιο αξιόλογα ποιήματα… η μια δημιουργία διαδεχόταν την άλλη, εγώ τελείωνε το σχολείο και κάπου εκεί αποφάσισε πως μπορούσε ν’ αρχίσει να μοιράζεται την τέχνη του, βλ. να εκτίθεται.
Δημοσίευσε σε ηλεκτρονικά περιοδικά ποίησης, διακρίθηκε στους 27ους Δελφικούς Αγώνες ποίησης (2012), συμμετείχε σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και τέλος πάντων άρχισε να βρίσκει τα πατήματά του — ένας κομψός τρόπος να πει κανείς: έμαθα να παραπατάω με αυτοπεποίθηση. Το 2015 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο για παιδιά, Η σούπα της σοφίας, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και το 2019 το βιβλίο Όνειρο Χριστουγέννων, από τις εκδόσεις Μάρτης. Το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα, Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου, βρέθηκε στην δίνη του Covid-19, ώσπου τελικά πήρε τον δρόμο του για τα βιβλιοπωλεία τον Δεκέμβριο του 2020. Το 2022 κυκλοφόρησε Το μαγικό χωράφι, επίσης από τις εκδόσεις Μάρτης, ενώ από πίσω του, παίρνουν ήδη σειρά αρκετά ακόμη κείμενα. Στο μεταξύ, συνεχίζει να γράφει παιδικά βιβλία, μυθιστορήματα, στίχους τραγουδιών και spoken word ποίηση, τόσο στα ελληνικά όσο (προσφάτως) και στα αγγλικά. Μείνετε συντονισμένοι…

Ένας αστικός θρύλος λέει πως όταν η βασίλισσα Βικτώρια διάβασε την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που ζήτησε από τον συγγραφέα να μην παραλείψει να της στείλει το επόμενο βιβλίο του. Ο Λούις Κάρολ, όμως, εκτός από παραμυθάς ήταν και μαθηματικός. Το αποτέλεσμα; Το υπογεγραμμένο αντίτυπο που απέστειλε στην Μεγαλειοτάτη ήταν ένα εκτενές δοκίμιο άλγεβρας!