Ο Μάγκνους και η Άνα είναι ένα ήσυχο ζευγάρι Σουηδών με δύο παιδάκια τον Σίξτεν και την Σίρι.
Ο πεντάχρονος Σίξτεν στο σχολείο τρόμαζε εύκολα, με το ζόρι απαντούσε στις ερωτήσεις είχε ανεξήγητα ξεσπάσματα και τις νύχτες έβρεχε το κρεβάτι του. Ο ψυχολόγος είπε στους γονείς ότι ο Σίξτεν είναι ένα πολύ ευαίσθητο παιδί το οποίο θέλει ασφάλεια, ηρεμία, σταθερότητα και λιγότερα ερεθίσματα. Θα πρέπει οι γονείς του να εξαφανίσουν όλες τις αχρείαστες παρεμβολές από τη ζωή τους, δηλαδή οτιδήποτε προκαλεί αναστάτωση στο παιδί (μετακομίσεις, διαπληκτισμοί του ζευγαριού, χωρισμοί κ.α.).
Η Άνα έκλαψε για τον Σίξτεν τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσε και θα ήθελε να ήταν ένα κανονικό, συνηθισμένο διαβολάκι και να έμοιαζε στη δυναμική επτάχρονη αδελφή του την Σίρι. Τα μεγαλύτερα προβλήματα της Άνα ήταν οι δυσκολίες του γιου της και η συμβίωσή της με έναν βαρετό άντρα.
Η ζωή της όμως τώρα θα αλλάξει .Όλα θα γίνουν πολύ γρήγορα. Δεν ήταν η ίδια πια. Μήπως τώρα βρήκε πρώτη φορά την εαυτό της; Μήπως ό,τι συνέβη απελευθέρωσε το πραγματικό εγώ της; Η σκέψη αυτή ήταν αλήθεια τρομακτική…


Το Σαββατοκύριακο θα ήταν δύσκολο και θλιβερό. Για να μην προδώσει τον Σίξτεν ήταν αναγκασμένη να προδώσει έναν άλλο άνθρωπο. Και τον εαυτό της…
Η Άνα εδώ και ένα χρόνο είχε παράνομο δεσμό με τον Γιούχαν. Είχε μια εξωσυζυγική σχέση. Τόσο πολύ και οι δύο ήταν ερωτευμένοι που ο Γιούχαν είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του, την Μέρτα, περίμενε να πάρει και η Άνα από τον Μάγκνους και κανόνιζαν να βρούμε ένα σπίτι να συγκατοικήσουν και να μείνουν μαζί με τα παιδιά της Άνα. Ο Γιούχαν δεν είχε παιδιά. Αναρωτιόταν ο Γιούχαν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει τον ρόλο του ως πατριός; Θα τα έβγαζε πέρα με τον Σίξτεν; Θα τον συμπαθούσαν τα παιδιά; Και φυσικά, δεν ήταν να παίζεις με τον Μάγκνους. Ήταν άραγε ο Γιούχαν έτοιμος για όλα αυτά;
Ήρθε η ώρα να χτίσουν μια κοινή ζωή.


Αυτό το Σαββατοκύριακο η Άνα θα το περνούσε με τον εραστή της. Η Άνα ήταν πολύ στενοχωρημένη. Έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση.Να σταματήσει αυτό τον δεσμό για το καλό του Σίξτεν. Πολλές ελπίδες θα συντρίβονταν. Δεν ήξερε για ποιον ένιωθε περισσότερο τύψεις για τον Γιούχαν ή για τον εαυτό της; Η προδοσία αφορούσε και τους δυο τους. Η Άνα θα έπρεπε να σβήσει όλα τα μελλοντικά της όνειρα.
Αυτή η νύχτα που θα περνούσε με τον Γιούχαν έπρεπε να είναι τέλεια γιατί θα ήταν και η τελευταία. Το μέλλον δεν προμηνύονταν ευοίωνο…
Όταν ανακοίνωσε στο Γιούχαν ότι δεν θα έρθει να μείνουν μαζί και ότι πρέπει να χωρίσουν, ο Γιούχαν έμεινε με το στόμα ανοιχτό και γούρλωσε τα μάτια. Η Άνα του εξήγησε ότι ο Σίξτεν ήταν εύθραυστος .Ο ψυχολόγος είχε δώσει σαφείς οδηγίες ότι το παιδί δεν είχε ανάγκη από αχρείαστες παρεμβολές και κοινωνικές επαφές. Χρειαζόταν ένα ασφαλές περιβάλλον. Δεν μπορούσε πλέον η Άνα να πάρει διαζύγιο ας μην αγαπούσε τον άντρα της. Δεν ήθελε να είναι αυτή που κατέστρεψε τη ζωή του γιου της τώρα που χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ τάξη και οργάνωση.
Ο Γιούχαν της ζητάει να συνεχίσουνε όπως είναι τώρα. Η Άνα δεν το δέχεται να ζει έτσι διότι πιστεύει αργά ή γρήγορα όλα θα αποκαλυφθούν και τότε το σπίτι της θα μεταμορφωθεί σε κόλαση. Ένα πράγμα, λέει η Άνα, δίνει αληθινό νόημα στη ζωή της, κι αυτό είναι να είναι εκεί για τα παιδιά της. Εσύ Γιούχαν είσαι ο καλύτερος άντρας του κόσμου αλλά δεν μπορώ να χωρίσω, ας το είχαμε σχεδιάσει μαζί, τώρα με τον Σίξτεν, που μπορεί να έχει αυτισμό, δεν γίνεται.
Ο Γιούχαν δεν το αντέχει και αρχίζει να κλαίει.


-Εγώ, λέει ο Γιούχαν, τα διέλυσα όλα. Θα πουλήσω το σπίτι, πήρα διαζύγιο και θα πρέπει να μετακομίσω.
Γέμισε οργή. Ο εφιάλτης του ήταν ακόμα χειρότερος από τον δικό της.
Αυτός ήταν ο χαμένος, αυτός και μόνο αυτός. Η Άνα θα συνέχιζε τη ζωή της ακριβώς όπως πριν. Το μόνο που θα έχανε ήταν μια μικρή, εφήμερη ευχαρίστηση, μια ερωτική σχέση, μια σύντομη παρένθεση στη ζωή της.
Αποφασίζουν να επιτρέψουν στα σπίτια τους. Στο δρόμο διαπληκτίζονται και κάποια στιγμή η Άνα κοπανάει στο κεφάλι του Γιούχαν ,το κινητό της. Εκείνος φώναξε ,και το αυτοκίνητο έκανε απότομη περιστροφή μέσα στο δρόμο. Την ίδια στιγμή το καπό του αυτοκινήτου ταρακουνήθηκε, και η Άνα είδε κάτι να τινάζεται μπροστά από το παρμπρίζ. Το αυτοκίνητο έκανε ακόμα μία περιστροφή και ο Γιούχαν το κράτησε στον δρόμο και το κοκάλωσε.
-Νομίζω ότι χτυπήσαμε άνθρωπο, είπε κατάχλωμος ο Γιούχαν. Κοιτάξαν στο χαντάκι και πράγματι είδαν μια γυναίκα ακίνητη. Ήταν νεκρή. Το λάθος ήταν της Άνα.
Θα τηλεφωνούσαν να έρθει ασθενοφόρο και η αστυνομία.
-Θα πάμε φυλακή γι΄ αυτό εδώ λέει ο Γιούχαν .
-Μα ήταν ατύχημα απαντάει η Άνα. Ακουγόταν εξοργισμένη. Ποιος θα στεκόταν στη μέση του δρόμου σ΄ ένα σκοτεινό δάσος; Ήταν ατύχημα. Κανένας δεν μας είδε.
-Είσαι τρελή… αντιγύρισε ο Γιούχαν. Μα τι ήθελε να κάνουν; Να συνεχίσουν την οδήγηση;
Η Άνα του ζήτησε να μην πούνε σε κανένα τίποτα. Η εναλλακτική ήταν πιο δυσάρεστη: εμπλεκόταν η αστυνομία, ο άντρας της, και είχαν μια σίγουρη καταδίκη ως υπαίτιοι για τον θάνατο άλλου ανθρώπου.
Η πρόταση της Άνα ήταν ευκολότερη. Να κρύψουν στο δάσος τη νεκρή γυναίκα και να φύγουν.
Η Άνα κατάλαβε ότι ήταν μια δειλή. Χτύπησε μια γυναίκα και ύστερα την έσυρε πιο πέρα και την παράτησε. Ποιος θα αντιδρούσε έτσι αν σκότωνε έναν άνθρωπο; Σίγουρα κάποιος ελεεινός. Αυτή ήταν η μία και μοναδική απάντηση.
Εγκαταλείπουν το θύμα και γυρίζουν στα σπίτια τους. Οι τύψεις πολλές. Καθόλου εσωτερική γαλήνη. Αλλά δεν γινότανε αλλιώς, γιατί η Άνα θα είχε μεγάλο πρόβλημα στο σπίτι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα δημιουργούσε στον Σίξτεν.


Την άλλη μέρα η Άνα ανακαλύπτει ότι η βέρα της λείπει από το χέρι της. Έψαξε όλο το σπίτι. Πουθενά δεν την βρήκε. Ξαναψάχνει. Τίποτα. Τελικά πιστεύει ότι της έπεσε το βράδυ που κουβαλούσαν στο δάσος την άτυχη γυναίκα με τον Γιούχαν. Αποφασίζει να πάει μόνη της στον τόπο του ατυχήματος και να ψάξει, διότι αν την εύρισκε η αστυνομία θα τους εντόπιζε αμέσως ,επειδή επάνω στην βέρα ήταν γραμμένο: Μάγκνους και Άνα Εκ. Τελικά όσο και να έψαξε ανάμεσα στα χώματα, στα σάπια φύλλα και τα βρύα δεν βρήκε την βέρα. Φεύγοντας είδε στο δρόμο ένα πενηντάρι άντρα τον Πέτερ, που είχε πάει για μανιτάρια. Τρομοκρατημένη φεύγει με το αυτοκίνητό της γρήγορα. Ο Πέτερ δεν προλαβαίνει και δεν σκέπτεται να της πάρει το νούμερο του αυτοκινήτου αλλά όταν μπαίνει στο δάσος μια απαίσια μυρωδιά τον κάνει να ψάξει και να δει την νεκρή γυναίκα.
Καλεί την αστυνομία…
Ένα απλό, παράνομο, ερωτικό ραντεβού δύο ανθρώπων θα καταλήξει σε μια σειρά ατυχημάτων και πολλών δολοφονιών. Το αίμα τρέχει ποτάμι…
Ένα τραγικό λάθος, λίγα δευτερόλεπτα απροσεξίας σ΄ έναν ερημικό δρόμο, οδηγεί τους δύο ήρωες του μυθιστορήματος σε έναν φαύλο κύκλο ψεμάτων και μια μοιραία απόφαση και από εκείνη τη στιγμή βρίσκονται σ΄ ένα εφιαλτικό μονοπάτι… προς την Κόλαση.
Μα τι παγωμένο και υγρό φθινόπωρο ήταν αυτό….
Oι απελπισμένοι άνθρωποι μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνοι…
Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν αξία;
Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί για όλα;


Τελικά στην οικογένεια της Άνα θα εξαφανιστούνε, όπως ζήτησε ο ψυχίατρος, όλες οι αχρείαστες παρεμβολές από τη ζωή τους, θα διακόψουν κάποιες αχρείαστες κοινωνικές επαφές;
Τελικά θα έλθει η κάθαρση;
Θα κερδίσει το Κακό;
Πρόκειται για ένα εθιστικό ψυχολογικό θρίλερ που θα προκαλέσει ρίγη αγωνίας στους αναγνώστες.
Αυτό το ασύλληπτο δράμα σας κόβει την ανάσα και θα σας κρατήσει άγρυπνους όλη την νύχτα…
Μια κυνική και τρομακτική ιστορία.
Ο Κλας Έκμαν με χιτσκοκική μαεστρία φωτίζει τις σκοτεινότερες γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, στοιχειώνοντας τον νου του αναγνώστη.
Πλοκή αποτελεσματική και εξαιρετικά αγωνιώδης.
Σατανικό σασπένς, που σπάει καρδιές μαζί με μια δόση μαύρου χιούμορ.
Ένα νοσηρό θρίλερ. Το καλύτερο των τελευταίων ετών.
Πρόκειται για Αριστούργημα.


O ΚΛΑΣ ΕΚΜΑΝ είναι διακεκριμένος συγγραφέας μουσικών βιογραφιών, ενώ έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στα σημαντικότερα έντυπα της χώρας του. Πέρα από τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων, έχει επιτελικό ρόλο στον έγκριτο εκδοτικό οίκο Volante. Το μυθιστόρημα ΙΚΑΝΟΙ ΓΙΑ ΟΛΑ είναι το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Σουηδία, τιμήθηκε με το Βραβείο Crimetime ως το Καλύτερο Ντεμπούτο στην Αστυνομική Λογοτεχνία για το 2021, ενώ μεταφράζεται σε 13 χώρες σε όλο τον κόσμο.