Ένας έρωτας θρύλος στην Κορυτσά, στα χρόνια της αποµόνωσης του Ενβέρ Χότζα.

Είναι γνωστό ότι τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή και πως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, εκείνοι που θα συναντήσεις στην καθημερινότητά σου και θα προσπεράσεις, δίχως να σου περάσει από το μυαλό ότι έχουν μια απίστευτη ιστορία να σου διηγηθούν! Πόσο μάλλον όταν έχεις μάθει να είσαι προκατειλημμένος για την καταγωγή τους, χωρίς να γνωρίζεις καν το γιατί… επειδή ένας Αλβανός δεν μπορεί να έχει καλά στοιχεία, προέρχεται από μια χώρα που ήταν πίσω από τον ήλιο, που αναγκάστηκε να γίνει δραπέτης, ίσως κλέφτης, σίγουρα πάντως είναι παράνομος στα μάτια μας.

Η Μαρία Τσακίρη με το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της, μας κάνει κοινωνούς μιας απίστευτης, πέρα για πέρα αληθινής ιστορίας και μοιράζεται μαζί μας την ζωή του Καμίλ και της Λούτσυ. Δύο ανθρώπων που έζησαν σε μια κοινωνία απαγόρευσης, απομόνωσης, αθεΐας, πείνας, απόλυτης δυστυχίας. Μιας χώρας που επί πενήντα χρόνια κρατούσε τους ανθρώπους υπό το καθεστώς της τρέλας, καθώς εκείνοι που την κυβερνούσαν θεωρούσαν σωστό να αποκοπούν από τον υπόλοιπο κόσμο και να μην έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό, τον εκσυγχρονισμό, την πρόοδο των ανθρώπων. Πού αλλού στον κόσμο κατάφερε ένας μονάρχης να έχει έγκλειστους με συρματοπλέγματα τους πολίτες μιας ολόκληρης χώρας, δίχως ελευθερία, με το φόβο της σύλληψης και της εκτέλεσης, της φυλάκισης, της απάνθρωπης μεταχείρισης, της καταπάτησης κάθε μορφής προσωπικής ελευθερίας;

Το μόνο όπλο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν η μόρφωση και η ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν να αποδράσουν από την τρέλα που τους κύκλωνε. Και ο Καμίλ είχε καταφέρει να επενδύσει στα βιβλία του το μέλλον του αλλά και το μέλλον της αγαπημένης του Λούτσυ για να κάνει όνειρα, να έχει στόχο ότι κάποια στιγμή θα προσφέρει όλα όσα επιθυμούσε στη γυναίκα που αγάπησε από την πρώτη στιγμή που την είχε συναντήσει, τι κι αν ήταν μαθήτριά του, τι κι αν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, τι κι αν είχε τα διπλά της χρόνια, τι κι αν όλα γύρω τους πρόδιδαν μαυρίλα και δυστυχία. Εκείνοι κατάφεραν το ακατόρθωτο, αγαπήθηκαν έστησαν το σπιτικό τους, πάλεψαν να επιβιώσουν.

Και η ευτυχία τους αν και άργησε, ολοκληρώθηκε με τον ερχομό της κόρης τους, της Ιωάννας. Όμως πώς να μεγαλώσεις ένα παιδί όταν δεν έχεις ούτε τη δυνατότητα να το ταΐσεις σωστά; Όταν λείπουν τα στοιχειώδη από το καθημερινό τραπέζι; Η μόνη λύση είναι η απόδραση, η φυγή. Όμως δεν είναι εύκολο και με κάθε επιφύλαξη θα κάνουν το μεγάλο τόλμημα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Αλβανοί. Όταν εμείς στη δεκαετία του ’90 ζούσαμε την απόλυτη ελευθερία και απολαμβάναμε όλα τα υλικά αγαθά, οι παράνομοι μετανάστες αντιμετωπίζονταν σαν λεπροί, εχθροί, σαν κάτι εξωπραγματικό. Δεν τους έφτανε που με κίνδυνο της ζωής τους κατάφεραν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, την περιουσία τους, τους αγαπημένους τους ανθρώπους, είχαν να αντιμετωπίσουν και το ρατσισμό στη χώρα που μπήκαν παράνομα.

Ο Καμίλ και η Λούτσυ στάθηκαν τυχεροί, βρήκαν ανθρώπους που τους βοήθησαν και έστησαν από την αρχή τη ζωή τους και προσπάθησαν να δώσουν στην κόρη τους όλα όσα είχε στερηθεί και κυρίως, να βοηθήσουν το τόσο ταλαντούχο παιδί τους να προοδεύσει. Η Ιωάννα αποδείχτηκε ένα παιδί θαύμα. Η συνεχώς αυξανόμενη επιθυμία της για μάθηση την οδήγησε σε όλο και περισσότερες επιτυχίες. Συνεχώς αρίστευε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αριστεία και επαίνους και υποτροφίες. Κατάφερε το ακατόρθωτο, να μπει με απόλυτη επιτυχία και πλήρη υποτροφία σε ένα από τα καλύτερα Πανεπιστήμια της Αμερικής, να διαπρέψει στον οικονομικό τομέα και να κάνει περήφανους τους γονείς της με την πορεία της.

Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που η υπέροχη συνεργάτιδά μου, η συγγραφέας με τις απίστευτες αληθινές ιστορίες, είναι μέλος του vivlio-life. Και είμαι σίγουρη ότι όποιος διαβάζει τις συνεντεύξεις, και τα βιβλία της θα ανακαλύπτει την σχολαστική έρευνα που κάνει, προκειμένου να δίνει στον αναγνώστη το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα της αναζήτησής της, δίχως να είναι μονόπλευρη, αναλύοντας τα πάντα με σωστή, κριτική ματιά.
Μαρία μου εύχομαι να είναι πάντα γερή, δημιουργική και να μας χαρίζεις υπέροχες ιστορίες. Καλοτάξιδο και αυτό το δημιούργημά σου, αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί!

Λούτσυ και Καμίλ

Ο Καµίλ στα πέντε του δεν κατανοεί τι ακριβώς σηµαίνει «εχθρός του λαού». Ξέρει, όµως, ότι οι τρεις αυτές λέξεις είναι η αιτία που έµεινε ορφανός. Μεγαλώνοντας σ’ ένα δεσποτικό καθεστώς, καταγράφει σε ηµερολόγια τις σκέψεις του. Στα φοιτητικά του χρόνια, κι ενώ δεν έχει κατανοήσει ακόµη γιατί η λέξη «σύνορα» είναι η πιο απαγορευµένη λέξη στην πατρίδα του, το ελεύθερο πνεύµα του βρίσκει διέξοδο στον κόσµο της λογοτεχνίας και της ποίησης και µαγεύεται από την Άννα Καρένινα του Λέοντα Τολστόι. Η καρδιά του, εν µέσω αθεΐας και απολυταρχίας, σκιρτά όταν το βλέµµα του διασταυρώνεται µε τα µάτια της µικρής Λούτσυ. Θα ’λεγε κανείς, πως δεν θα µπορούσαν να συναντηθούν ποτέ. Χωρίς τίποτε να τους ενώνει, και µάλλον χωρίς κανένα κοινό ενδιαφέρον, βρέθηκαν στο ίδιο σχολείο.
Καθηγητής εκείνος, µαθήτρια εκείνη. Καρδιά και λογική παλεύουν µέσα του, σε µια άνιση µάχη µεταξύ του πρέπει και του επιθυµώ. Αφήνει τις κοινωνικές προσταγές και τα διλήµµατα για τους λιγότερο τολµηρούς και ακολουθεί την καρδιά του! Και τότε γεννιέται ένας µεγάλος έρωτας. Ένας έρωτας-θρύλος για την Κορυτσά της δεκαετίας του ’70, όπου ενώ το δηµόσιο φιλί µπορεί να µην απαγορεύεται, αλλά κατακρίνεται, ενώ ακόµα και η αναπνοή των ανθρώπων είναι ελεγχόµενη από ένα απάνθρωπο και αναχρονιστικό καθεστώς, ενώ οι οµαδικές εκτελέσεις σφίγγουν τις ψυχές, ένας καθηγητής πετά από πάνω του τον φόβο και τον συντηρητισµό, κρατά βαθιά µέσα του την πίστη, ερωτεύεται τη µαθήτριά του και την κάνει µούσα του!