Χάρισε ένα σφυρί σ’ αυτόν, του οποίου η παιδική ηλικία δεν ήταν παρά ένας κούφιος τοίχος εμπρός του, και θα διαπιστώσεις το λόγο που τα προβλήματά του είναι καρφιά που αδυνατούν να στερεωθούν και να αντέξουν τα πορτραίτα του μέλλοντος. Αν κάποιος υπήρξε το αγαπημένο παιδί των γονιών του, διατηρεί ες αεί στις δυσκολίες ένα άτρωτο αίσθημα θριάμβου, πίστη στην ευτυχία κι επιτακτική την ανάγκη να προσφέρει στους άλλους την αγάπη που υπάρχει συσσωρευμένη μέσα του, να χτίσει υγιείς σχέσεις μαζί τους. Για ‘κείνον, η παιδική ηλικία είναι η αληθινή πατρίδα του, όχι ένας σωρός από διαμπερή ψυχικά τραύματα που κουβαλά και επιδεικνύει στην ενήλικη ζωή του. Η μνήμη όπου κι αν την αγγίξει, γαργαλιέται και σπαρταρά από χαρά, δεν είναι η κυψέλη όπου για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως δεν ταυτίζεται με το οικογενειακό περιβάλλον, δεν αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του, αλλά μιαν οντότητα ξεχωριστή που την καταδίκασαν στην χειρότερη φτώχεια: τη συναισθηματική ανεπάρκεια που αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί σαν ζήλια προς όλους και όλα.

Στο νέο της μυθιστόρημα, «Η μπαλάντα της ζήλιας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η Μάρω Βαμβουνάκη τολμά ό,τι θα επιθυμούσαν έστω από απλή περιέργεια αρκετοί ομότεχνοί της για τους πολύπλοκους χαρακτήρες που δημιουργούν: καθίζει την ηρωίδα της στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, και επιτρέπει στον αναγνώστη να διαρρηγνύει το ιατρικό απόρρητο προσφέροντάς του ένα κείμενο που μοιάζει με το προσωπικό ημερολόγιο του ίδιου της του ψυχαναλυτή όσον αφορά την περίπτωσή της. Η Λένε που στο δρόμο θα έπειθε τον καθένα για την σιγουριά της ομορφιάς της και τον δυναμισμό των είκοσι πέντε της χρόνων, θα μπει στο φλέγον θέμα χωρίς περιστροφές. Η ξανθιά σειρήνα με τα μελαγχολικά πράσινα μάτια και την παραγεμισμένη τσάντα που θυμίζει σακ βουαγιάζ και ένας Θεός μονάχα ξέρει τι περιέχει, δηλώνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες, παγιδευμένη στον λαβύρινθο του αρραβώνα της με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Θάνο που τη λατρεύει, όμως η αρρωστημένη ζήλια της για τη δωδεκάχρονη μοναχοκόρη του, Ρενάτα, είναι ο Μινώταυρος που αδυνατεί να κατατροπώσει.

Η Ρενάτα, ορφανή από μητέρα σε μικρή ηλικία, διεκδικεί το φυσιολογικό: την αγάπη και την προσοχή του πατέρα της, και η Λένε εκείνο που δεν συλλάβισε ποτέ της: την πατρική αποδοχή. Ικανό υποκατάστατο η φυσιογνωμία του εραστή της, πάγιο εμπόδιο η Ρενάτα, της οποίας ο δεσμός αίματος με το Θάνο αποτελεί συνεχή απειλή για τη Λένε. Αποτέλεσμα η παράφορη ζήλια, το μίσος κι ο άκρατος θυμός. Ο μεσήλικας ψυχοθεραπευτής προκαλεί εντέχνως την αποδόμηση του εσωτερικού κόσμου της πελάτισσάς του παρακάμπτοντας την ευστροφία της και την τάση της να εξαπολύει πληρωμένες απαντήσεις, αγγίζει με προσεκτικά δάχτυλα τις ρωγμές του παρελθόντος της, αναζητά μιαν αλήθεια που σαν φως τυφλώνει, μιαν εξήγηση για την συμπεριφορά της. Γιατί η Λένε ανταγωνίζεται σκληρά και αμετάκλητα ένα παιδί που δε φταίει πουθενά; Ποιος τη νίκησε κατά κράτος στα χρόνια της αθωότητας κι από τότε η εκδίκησή της εκκρεμεί; Η πίκρα καρκίνος που κατασπαράζει το πνεύμα κι η οργή λανθάνουσα φωτιά που σιγοψήνει τα σωθικά της.

Μέσα από μια σχεδόν αιματηρή ανάλυση ψυχής και μιαν αφήγηση στην οποία κυριαρχεί κυρίως η συναισθηματική ακοή, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το φάσμα της ζήλιας, το παρασιτικό εκείνο ον που σαν καλαμάρι γαντζώνεται στους βράχους της καρδιάς κι ύστερα δρα αυτόβουλα και τελείως ενάντια στο συμφέρον μας, που μετατρέπει το νου σε μια επιθετική κι αυτοκαταστροφική μηχανή και υποβάλλει το άτομο σε λογική τετραπληγία. Η Λένε είναι ένα εγωκεντρικό παιδί που δεν του επέτρεψαν να ωριμάσει, και ως τέτοιο, ο ψυχοθεραπευτής της κατανοεί απόλυτα τις εμμονές της για επικράτηση. Μες στην ασυγκράτητη ομιλία μα και τις πυκνές σιωπές της αναζητά θεραπεία, σε αόρατα νήματα εντοπίζει τους προβληματικούς δεσμούς της με τους γεννήτορές της και μέσα από καταλυτικές συζητήσεις την υποχρεώνει να διαλέξει: ή μένει να κοιτά την άβυσσο ή βγάζει φτερά για να πετάξει και να σωθεί. Η Λένε πρέπει να ξορκίσει τα φαντάσματα που την πολιορκούν για χρόνια, να μάθει να αγαπά τον εαυτό της, μια και αυτή θα είναι η αρχή ενός έρωτα που θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή, και μέσα από την πρότερη απόρριψη και την απελπισία, να νιώσει πλέον μες στο σώμα της τη θέληση για ζωή να μεγαλώνει και την υπόσχεση για μελλοντικά επιτεύγματα να την δεσμεύει. Πρέπει να πάψει να εύχεται να ήταν κάποια άλλη, καθώς έτσι πάει στράφι αυτό που είναι, και να συνειδητοποιήσει πως κάθε έξοδος είναι η είσοδος κάπου άλλου. Πολλές φορές κάπου καλύτερα. Η Λένε πρέπει επειγόντως να θέσει τέλος στη ζήλια της. Με άλλα λόγια, να πάψει να εκδικείται το εγώ της για τα λάθη των άλλων. Κατά τον ψυχοθεραπευτή της, η πρώτη αλλαγή ανοίγει την πόρτα για όλες τις υπόλοιπες και μόνο έτσι εγκαθίσταται η αληθινή ευτυχία μες στη γαλήνη του πνεύματος και της καρδιάς. Άραγε, σαν θα κλείσει η Λένε την πόρτα του ιατρείου του πίσω της οριστικά, εκείνος θα νιώσει το ίδιο γαλήνιος; Ο άντρας που πληρώνεται για να λύνει το γόρδιο δεσμό της ψυχής του καθενός, θα μείνει με μια απορία, και κανείς δε θα βρεθεί για να ακούσει τον δικό του προβληματισμό παρά μονάχα ο αναγνώστης.

Η Μάρω Βαμβουνάκη με το νέο της μυθιστόρημα μοιάζει να κρατά την αναπνοή της και να βουτά στη θάλασσα της ψυχής χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους, τα βάθη της και τα πάθη που σαν υδρόβια πλάσματα την κατακλύζουν. Την παραχωρεί απογυμνωμένη στον αναγνώστη μέσα από έναν καθρέφτη που κάθε τόσο αλλάζει είδωλα, εκφράσεις και σκοπούς. Η «μπαλάντα της ζήλιας» είναι η μελωδία εκείνη που ασχολείται με ανθρώπους που βελτιώνονται μονάχα καθώς ακολουθούν το δρόμο τους, και όχι με εκείνους που περιμένουν να βελτιωθούν προτού πάρουν μιαν απόφαση. Οι τελευταίοι δεν θα προχωρήσουν ποτέ. Το βιβλίο της είναι μιας μορφής διακήρυξη πως τα προβλήματα δεν περνούν μόνα τους. Πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα και δραστικά, αλλιώς μένουν για πάντα τροχοπέδη στην εξέλιξή μας.