Από όλες του κόσμου τις απιστίες, εκείνες που μετρούν, είναι εκείνες που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο γίνονται αντιληπτές. Τι σημασία έχει αν είσαι βασιλιάς ή πληβείος όταν δεν είσαι αρκετός ως εραστής; Όταν σε αντικαθιστούν χωρίς αναστολές στης νύχτας τα έναστρα ντιβάνια; Όταν όσα ποθείς τα γεύεται κάποιος περαστικός; Οργή. Απόγνωση. Ντροπή. Αυτές είναι οι χαρακιές της απιστίας στον εγωισμό σου. Τιμωρία. Εκδίκηση. Διαπόμπευση. Αυτά είναι τα όπλα σου ενάντια στον εχθρό της κλίνης σου. Πιάσε το χρόνο από το πέτο. Ακινητοποίησε τον κλέφτη του έρωτά σου. Ναι, ακινητοποίησέ τον, κι ας έχει επεκτατικές διαθέσεις. Κι ας μοιάζει αχόρταγος. Πάγωσέ τον στους αιώνες και πιες το αίμα του με το καλαμάκι. Γίνε ο κακός μάγος του παραμυθιού, αλλά προς Θεού, μην κάνεις λάθος. Μην αστοχήσεις τη στιγμή που θα πραγματοποιείς το ξόρκι. Οι γητειές δεν έχουν πισωγυρίσματα. Οι μαγεμένες υπάρξεις δεν συγχωρούν, ούτε γυρίζουν στην αρχική τους μορφή.

Γίνονται αγάλματα. Και σπέρνουν διχόνοιες και έριδες. Ματώνουν καρδιές, χωρίζουν οικογένειες. Στήνουν ένα απαράμιλλο γαϊτανάκι εξελίξεων, ανατροπών κι αναγνωστικής κατασκοπείας υπό το άγρυπνο βλέμμα τους. Γίνονται αγάλματα και στο νέο βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου, «Οι Μαγεμένες – Las Incantadas», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, η πρώτη καταγεγραμμένη ιστορία αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα. Μια ιστορία, ευσυνειδήτως και σοφώς πλεγμένη για να καθηλώνει αμέσως εκείνους που μόνο από την καθαρόαιμη Λογοτεχνία κατακτάται η ψυχή τους.

Θεσσαλονίκη ή Σαλονίκ. Η πόλη όπου βράζει το αίμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αγώνες απελευθέρωσης και μια παρέλαση θρησκειών, ιδεών και τρόπων ζωής. Εκεί, στα υγρά της μονοπάτια, ερωτεύονται δυο παιδιά. Μια εβραία και ένας χριστιανός. Ονειρεύονται. Όλο χάνονται σε κόσμους, όπου η αγάπη ανήκει ισομερώς στον καθένα. Κοντά τους ένας γάτος. Μάρτυρας της αγάπης τους. Η Αννίκα κι ο Νικόλας μοιράζονται ένα τρυφερό μυστικό, που δεν πρέπει να μαθευτεί. Ο Νικόλας και ο πατέρας της Αννίκα μοιράζονται ένα άλλο. Ένα μυστικό που αφορά τα αγάλματα που δεσπόζουν περήφανα στον κήπο του δεύτερου. Σύντομα θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για τα μάρμαρα της αστείρευτης ομορφιάς, φινέτσας και γλυπτικής ευγλωττίας. Ο Εμμανουέλ Μίλλερ θα σπεύσει για να ρίξει πάνω τους τα δίχτυα του. Για να τα αποσπάσει από την Ελλάδα, στην οποία ανήκουν δικαιωματικά. Θα το επιχειρήσει να τα κλέψει. Θα βρει ακόμα κι Έλληνες συμμάχους που πούλησαν τον πατριωτισμό τους κοψοτιμής. Θα πιστέψει εσφαλμένα στο απροσδιόριστο εκείνο μυστήριο που καμουφλάρει με γοητεία τα σχέδια του ανθρώπου. Την ίδια στιγμή, ο Περικλής Δημητριάδης θα κινείται στην πλοκή ως άλλος Πόντιος Πιλάτος νίπτοντας τας χείρας του μπρος σε κάθε ανέντιμη συμπεριφορά και δράση. Ο Αλέξανδρος, ο γιος του, καθόλου δεν του μοιάζει. Ο νεαρός γλύπτης που κουβαλά στα στήθη του αέρα Παρισιού, όσο υποφέρει από τον έρωτά του άλλο τόσο εμπνέεται από αυτόν. Κι όλα αυτά σε Ιστορικό κι εύστοχα δοσμένο μυθοπλαστικό πλαίσιο από τη συγγραφέα. Σε ένα πλαίσιο όπου κάποιοι λύνουν το ζωνάρι τους για πολιτισμικές φασαρίες, όπου τα έργα τέχνης αποτελούν απότοκα λιτής μα ακραίας μαγείας, και οι άνθρωποι για να πάνε μπροστά, οφείλουν πρώτα να κοιτάξουν πίσω. Όσο ο λογοτεχνικός άξονας επεκτείνεται, ο αναγνώστης δεν έχει παρά να ακολουθήσει επαναστάτες, καλλιτέχνες, γιατρούς, δασκάλους κι όσους τελικά έχουν μια καρδιά που ζεματάει από αγάπη για την πατρίδα και την ιστορικοπολιτισμική της κληρονομιά σε παιχνίδια κύρους, κι ευφυΐας. Η καλύτερα, συγγραφικής δεξιοτεχνίας. Ακολουθούν την γυναικεία γύμνια, η οποία από μόνη της είναι έργο θεϊκό και την ομορφιά σε άψυχα κι έμψυχα, που δεν είναι τίποτα παρά πολλαπλότητα σε ενότητα, και ένας σκοπός που εκμαυλίζει τα ώτα.

Ανάμεσα σε επιστολές άκρατης ανυπομονησίας κι ενθουσιασμού ενός στυγνού κλέφτη, όλες οι ενδείξεις για την υψηλή ποιότητα των «Μαγεμένων», γίνονται απτές αποδείξεις. Οι ήρωες σμιλεμένοι για να κάνουν πάντα όσα αποφασίζουν, ο έρωτας κατεξοχήν νικητής, και η αγάπη ένας σίγουρος τρόπος να φύγουμε από τον εαυτό μας. Όλα μας παραδίδουν μια πολύπλευρη, πολυκύμαντη ιστορία. Από αυτές, όπου ο αναγνώστης καρδιοχτυπά για την τελική έκβαση και κατασκευάζει πιθανά σενάρια στο μυαλό του πριν καν φτάσει εκεί. Αυτή άλλωστε, είναι και η τακτική της Μ. Κόντζογλου με τους αποδέκτες των πονημάτων της: μετατρέπει την περιέργεια στο φιτίλι του κεριού της γνώσης και την κάθε χαραμισμένη ευλογία σε κατάρα. Η συγγραφέας απόλυτα πιστή στην Ιστορία, τη Λογοτεχνική εντιμότητα και πρωτίστως το ταλέντο της, πείθει τον αναγνώστη της καθώς μοιράζεται μαζί του μερικές αλήθειες. Εκεί όπου οι «Μαγεμένες» κινδυνεύουν, μάς θυμίζει πως δεν υπάρχει μνημείο πολιτισμού που να μην αποτελεί την ίδια στιγμή σιωπηρό μνημείο βαρβαρότητας, και πως αν δεν ξέρεις κι αν δε σέβεσαι την Ιστορία σου, είσαι ένα ξερό φύλλο που το ρυτιδιάζουν οι σόλες των κατακτητών. Μας θυμίζει πως για καθετί, σπίτι είναι όπου βρίσκεται η καρδιά, και πως ακόμα κι αν αποσπάσεις κάτι από τον άλλον με τη βία, θα κουβαλάς πάντα τη ρετσινιά του κλέφτη.

Τελικά αυτές είναι οι «Μαγεμένες» της: μια αναγκαία περιπέτεια από αυτές τις απαραίτητες για τους πολιτισμούς για να μην πέσουν σε αδράνεια. Είναι ένας άλλος τρόπος για να βρίσκεσαι κάπου. Είναι από τα Ιστορικά μυθιστορήματα, των οποίων το ανάστημα ορθώνεται λίγο πιο πάνω από τα υπόλοιπα πεζογραφικά είδη, κι αυτό επειδή όλα έχουν γυρίσει πίσω. Εκεί όπου κατά τον Σαίξπηρ, ό,τι είναι παρελθόν είναι πρόλογος.