Υπάρχει ένα χωριό, το λένε Ανεμώνη σε μια περιοχή ανάμεσα στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Στον κάμπο της υπήρχαν, την δεκαετία του ‘ 50, πολλές μα πολλές μυγδαλιές.
Σε πολλές αληθινές οικογένειες της Ανεμώνης υπάρχει αγάπη, μακριά από τα μίση και τις διχόνοιες και τις εμφύλιες συρράξεις. Σε άλλα σπίτια γίνονται παραδοσιακοί τσακωμοί, εμφύλιες συρράξεις, για πολυπόθητες κληρονομιές, άψυχα σπίτια, μάταιες περιουσίες, άχρηστα τιμαλφή. Στην οικογένεια του Μάρκου και του Δημοσθένη Χατζή ενώ υπήρχε αγάπη και ομόνοια και η ψυχή τους ανέβλυζε λαχτάρα για το κόμμα, δημιουργείται στα δυο αδέλφια μίσος και αλληλοσπαραγμός και αιτία είναι ο πύρινο έρωτας, για την ίδια κοπέλα, την Μυγδαλιά Ραζή. Τα δύο αδέλφια αγάπησαν την ίδια γυναίκα!! Αυτό θα τους φέρει αντιμέτωπους και ο Μάρκος θα φθάσει μέχρι την… προδοσία για να μείνει αυτός ο μόνος διεκδικητής της πανέμορφης Μυγδαλιάς. Μετά την προδοσία του αδελφού του, που θα κλειστεί στο κολαστήριο της Μακρονήσου, ο Μάρκος πιέζεται από τους γονείς του να εγκαταλείψει το σπίτι και να φύγει. Άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι. Άπονοι, σκληροί. Έτσι ο Μάρκος θα φύγει να βρει την τύχη του στην Αθήνα. Αλλά παράλληλα εγκαταλείπει και την Μυγδαλιά.


Και η Μυγδαλιά που είναι μέσα σε όλα αυτά; Ο Μάρκος της υπόσχεται ότι θα ξαναμιλήσουν, θα της γράφει. Είναι πολλά που δεν καταλαβαίνεις, της λέει: οι γονείς μου, ο αδελφός μου, το κόμμα, η Αγόρω, οι φίλοι μας, οι δικοί σου, οι ασφαλίτες. Όλα αυτά με έπνιξαν. Είμαι υπόλογος σε όλα.
«-Εγωιστής είσαι και μόνο αυτό!» λέει η Μυγδαλιά. «Δεν θέλεις να ζεις με τη ρετσινιά του ρουφιάνου γιατί δεν ένιωσες ποτέ έτσι. Απλώς ήθελες να τον βγάλεις απ΄ τη μέση και το έκανες γιατί μ΄ αγάπησε! Εγώ γιατί να πληρώνω τα σφάλματά σας; Γιατί ν΄ αξίζω τέτοιο μισθό; Πες μου! Δεν είναι άδικο; Ποιος θα ξεπληρώσει αυτό που θέλω να ζήσω χωρίς να με πικράνει; Αν ήσασταν πραγματικοί αγωνιστές, δεν θα προδίδατε αυτό που αγαπούσατε κι εσύ κι εκείνος! Πώς θα βρω δύναμη να σταματήσω να σ΄ αγαπώ την ώρα που εσύ με προδίδεις;»
Η συζήτηση έληξε με τη λέξη προδοσία. Μια προδοσία χωρίς μετάνοια. Μόνο ο εγωισμός αρκούσε για να τη συντηρεί και να τη θρέφει…
Μια τραγική ιστορία στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ΄50. Αν ανοίξει κάποιος το χρονοντούλαπο της ιστορίας θα βρει: την Ανεμώνη, την Μυγδαλιά, τον Δημοσθένη, την Αγόρω, την Γαρυφαλλιά, την Βιολέτα, την Μανόλια. Τόσοι πρωταγωνιστές αλλά και τόσες πράξεις και σκηνές. Κι εκείνο το έργο που έβγαινε απ΄ τα σπλάχνα του χρόνου ήταν πέρα για πέρα αληθινό και ο σκηνοθέτης η ίδια η ζωή.


Πολλά χρόνια αργότερα ο Μάρκος επιστρέφει στην Ανεμώνη. Ο Μάρκος ήταν πια ένας πετυχημένος αστός, πρώην κομμουνιστής και ερωτευμένος που ήθελε να ζήσει αλλιώτικα από τους άλλους. Μια χούφτα αναμνήσεις του τσιτσιρίζουν το μυαλό. Θέλει να ποτίσει με λίγη αγάπη, που του έχει απομείνει, όλες τις στιγμές που σακάτεψαν στο παρελθόν τη Μυγδαλιά, τον Δημοσθένη και τους γονείς του. Οι γονείς του είναι νεκροί, μόνο αδελφός του ζει. Η αγαπημένη του Μυγδαλιά είχε παντρευτεί με τον Σάββα και εκείνες τις μέρες που έφθασε στο χωριό ο Μάρκος, η Μυγδαλιά πέθανε.
Ο Μάρκος πάει στον φρεσκοσκαμμένο τάφο της Μυγδαλιάς και ζητάει μια συγγνώμη, που δεν έχει σημασία πιά. Μια μετάνοια που δεν εξυπηρετούσε κανέναν, παρά μόνο τη συνείδησή του. Είχε κάνει αυτό που δεν έπρεπε. Πώς περίμενε να τον συγχωρήσουν ένα μάτσο κόκαλα; Αυτό ήταν και η πληρωμή του .Η αιώνια καταδίκη των συναισθημάτων του.
Ο ηλικιωμένος πια Μάρκος αποφασίζει τότε να εκπληρώσει μια υπόσχεση της πεθαμένης πια Μυγδαλιάς. Να βρει ένα κορίτσι της Μυγδαλιάς ,που είχε γεννηθεί τέλη της δεκαετίας του ΄50 στη Σκιάθο και πουλήθηκε σε ένα άτεκνο ζευγάρι από την Κύπρο, και να του δώσει τον σταυρό βάφτισής της και να τη ρωτήσει εάν έχει ακόμη κάπου βασταγμένο ένα μικρό βυζαντινό κόσμημα από τότε που ήταν μωρό .Ένα μικρό κωνσταντινάτο!!
Το κορίτσι αυτό, που θα ήταν πλέον μεγάλη γυναίκα, ήταν η κλεμμένη κόρη μιας αδικημένης γελαστής κοπέλας, της Μυγδαλιάς.


Ο Μάρκος ξεκινάει μόνος του το ταξίδι αυτό, να ψάξει και να βρει το κοριτσάκι, το χρωστάει στη Μυγδαλιά, να φέρει σε πέρας αυτό που του ζητούσε με ένα γράμμα, η νεκρή του ερωμένη. Αν και πεθαμένη η Μυγδαλιά, ο Μάρκος την αγαπάει ακόμα πολύ. Μια φορά αγαπάει κανείς αληθινά .Όταν υποφέρει…
«Είχε αρχίσει πλέον να χιονίζει για τα καλά. Πριν μέρες ο καυτός ήλιος και οι μυρωδιές των μυγδαλιών ζέσταναν και πότιζαν τα κορμιά μας. Ευτυχώς για κείνες, είχαν προλάβει ν΄ ανθίσουν για να μας θυμίσουν ότι η όμορφη ζεστασιά νικά το κακό κρύο. Σήμερα οι μυγδαλιές δάκρυζαν, αφού οι νιφάδες και ο παγωμένος αγέρας θα παρέσερναν τα πέταλά τους μακριά. Όταν το χιόνι θα σταματούσε, κείνες, με όση δύναμη τους είχε απομείνει, θα συνέχιζαν τις επόμενες μέρες ν΄ ανθίζουν έστω και έτσι. Με τις νιφάδες να λιώνουν πάνω τους. Δακρυσμένες…»
Μετά την τραγωδία θα έρθει η κάθαρση;
Θα έρθει η δικαίωση και η λύτρωση;
Πώς μπόρεσε η Διαμάντω να πουλήσει τον έρωτα της Μυγδαλιάς και να τον αντικαταστήσει με μίσος; Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί δεν υπήρξε γάμος;
Τα μίση δεκαετιών θα σβήσουν;
Θα συμφιλιωθεί και θα ξανασμίξει ο Μάρκος με τον Δημοσθένη;
Θα βρει ο Μάρκος το κοριτσάκι της Μυγδαλιάς;
Ποιο ήταν το μεγάλο μυστικό της Μυγδαλιάς;


Ποιος γεννιέται με την ανάγκη να χωρίζει μόνο στη ζωή του και τούτο επειδή δεν μπορεί ν΄ αγαπήσει;
Ένα βιβλίο γεμάτο αισθήματα, δάκρυα, πίκρα, εγωισμούς, αποχωρισμούς , φθόνο, πόνο και πολύ μίσος. Κλειστές κοινωνίες, σάπιοι άνθρωποι μέσα και έξω, σκληρός κόσμος, στέρφες γυναίκες, μπάσταρδα παιδιά, αλλά και μια μεγάλη αγάπη.
Οι ηρωίδες και οι ήρωες του μυθιστορήματος πονούν, αγωνιούν, παλεύουν, ερωτεύονται, μα κυρίως ελπίζουν πως μέσα από τις στάχτες της ζωής τους θ’ ανακαλύψουν το δικό τους παράθυρο στο φως. Ίσως ένα παράθυρο προς την ελπίδα….
Το ύφος του Θανάση Στραβοσκούφη χαρακτηρίζεται από μία οικονομία. Χρησιμοποιεί απλές προτάσεις, οι οποίες συχνά είναι αρκετά σύντομες, παραλληλισμούς και έντονες μεταφορές και αρκετές λογοτεχνικές αναφορές.
Ένα άρτιο κοινωνικό μυθιστόρημα, απέριττο , γλυκύτατο και ουσιαστικό, ένα χαρμόσυνο έργο υπόγειας συγκίνησης για μια κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή εκείνη που, μες στον ζόφο, το τέλμα ταράζεται και γεννιέται ξανά η ελπίδα.
Διαβάστε το.


Ο Δρ. Θανάσης Στραβοσκούφης έχει σπουδάσει Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Ανθρωπολογία, όπως και Ευρωπαϊκά Αναπτυξιακά Ζητήµατα (έδρα Jean Monnet) στο Πάντειο Πανεπιστήµιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστηµών. Στο ίδιο πανεπιστήµιο, στο τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή πάνω στη συµβολή των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών στη διαρκή ανάπτυξη. Με την αρωγή του Ιδρύµατος Κρατικών Υποτροφιών εκπόνησε µεταδιδακτορική έρευνα σε ζητήµατα εκδηµοκρατισµού µεταβατικών κοινωνιών. Διδάσκει στo Πανεπιστήµιο Πατρών, στο τµήµα Διοικητικής Επιστήµης και Τεχνολογίας. Είναι συγγραφέας άρθρων – µονογραφιών κοινωνιολογικού και διεθνολογικού περιεχοµένου, ενώ έχει εργασθεί σε κέντρα τεκµηρίωσης και ερευνητικές οµάδες διεθνών σχέσεων. Τα τελευταία χρόνια συµµετέχει ενεργά µέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως πολιτικός επιστήµονας – κοινωνιολόγος σε δοµές διά βίου µάθησης (Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας) σε σωφρονιστικά καταστήµατα.