«Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε από να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.

Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο, Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.» Τάσος Λειβαδίτης

«Για να μην τρελαθούμε , πρέπει να κοιτάμε λίγο προς τα πίσω και πολύ προς τα μπροστά».

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε και ζει στη Δράμα και πάντα από την πόλη αυτή δείχνει να παίρνει τις περισσότερες από τις εμπνεύσεις του. Τη γραφή του τη διακρίνει η απλότητα, μια απλότητα που θα τη χαρακτηρίζαμε και σεμνότητα, με την έννοια πως ο Βασίλης Τσιαμπούσης αποφεύγει τους λεκτικούς ακκισμούς ,μα πίσω από την απλότητα της αφήγησης εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει πως τα κείμενά του έχουν άποψη και θέση και αναζητούν τρόπους να φωτίσουν το παρελθόν, όσο και το παρόν.

Καταγράφει ο συγγραφέας πολύ μικρά γεγονότα που όμως κατέστρεψαν, άλλαξαν, τροποποίησαν, εκτροχιάσανε τη ζωή του νεαρού κεντρικού ήρωα. Οι μνήμες πάνε πολύ πίσω ιδιαιτέρως στα χρόνια του πολέμου και συνεχίζονται έως τη σύγχρονη εποχή.
Τρεις έφηβοι, αγαπημένοι φίλοι ζούσανε στη Δράμα πριν το Β΄΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο αφηγητής, ορφανός από μάνα, ο Κώστας και ο εβραίος Σάλμο. Ο Κώστας με τον πατέρα του τον Γιώργο βρεθήκανε μετά τον εμφύλιο στην Τσεχοσλαβακία, ενώ ο Σάλμο και οι γονείς του, την κατοχή ήταν στο Πήλιο και μετά το 1946 βρεθήκανε στο Τελ Αβίβ.
Στη Δράμα έμεινε μόνο ο αφηγητής και όταν χάθηκε και ο φωτογράφος πατέρα του ,το δεκατετράχρονο ορφανό, ζούσε από την βοήθεια των γειτόνων ,στο πατρικό του σπίτι.


Η Δράμα βρίσκεται υπό Βουλγαρική Κατοχή. Το 1943 υπηρετεί ο νεαρός έφηβος ως οικιακός βοηθός στον Βούλγαρο λοχαγό Άντον Κ. και τη στυφή κι αγέλαστη αλλά πανέμορφη γυναίκα του, την Βάλια, που εγκαταστάθηκαν στο επιταγμένο πατρικό του σπίτι. Το ορφανό ζει πια στο υπόγειο.
Εκτός από τον αφηγητή, τον Κώστα και, τον Σάλμο, τον Άντον και τη Βάλια, άλλοι ήρωες της Νουβέλας είναι: ο Γιώργος και η Νίκη, ο Αβραάμ και η Ραχήλ, ο Γιακόβ, ο θείος Αλέξανδρος, ο Νικηφόρος, ο Νίκος, ο μπάρμπα-Χαράλαμπος και η Ευθυμία, ο Γιάνγκος και η Κριστίνα.
Η επίσκεψη της δεκαεπτάχρονης Κριστίνα, της πανέμορφης αδελφής του λοχαγού, η κλοπή ενός άλμπουμ με φωτογραφίες γυμνών γυναικών, οι παιδικές φιλίες και οι εφηβικές ορμές, το καλύτερο δώρο μια αγκαλιά, η σύλληψη των Εβραίων της πόλης, η κομματική ποδοσφαιρική ομάδα Φλόγα ,τα άτομα τα κομματικά φανατισμένα, οι αγριότητες των Βουλγάρων, το Πατριωτικό Μέτωπο, οι Εξαρχικοί και οι Πατριαρχικοί, ο Εμφύλιος, ένας κεραυνοβόλος έρωτας, η ειλικρινής αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ του Βούλγαρου αξιωματικού και του παιδιού, σχέση που ωρίμασε το παιδί σαν άνθρωπο, η παράξενη σχέση της Βάλια με τον νεαρό συνθέτουν μια αφήγηση με απροσδόκητη κατάληξη για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας.


Παράλληλα με τα γεγονότα εκείνης της εποχής, κάνει ο συγγραφέας αφηγηματικά άλματα και μέσα από τις σκέψεις του κεντρικού αφηγητή -σε ώριμη πλέον ηλικία- κρίνεται το παρελθόν, το παρόν, μα και φωτίζεται -αυτό κυρίως- η δυναμική των διαπροσωπικών σχέσεων που μπορούν να αμφισβητήσουν εθνικές και ιδεολογικές διαφορές.
Ο κεντρικός αφηγητής σε μεγάλη πια ηλικία, 50 χρόνια μετά την απελευθέρωση της Δράμας από τους Βουλγάρους, ασχολείται με τον κήπο του , αλλά συνέχεια νιώθει να ξαναφουντώνουν οι μνήμες του από εκείνη την εποχή. Σκάλιζε τα παρτέρια και στ΄ αυτιά του βούιζαν τα γέλια των γυναικών της γειτονιάς που έπιναν με τη μάνα του καφέ, του έρχονταν στο μυαλό κάποιοι σκοποί που σιγοτραγουδούσε ιδρωμένη η Βάλια σπέρνοντας λουλούδια, άκουγε τον γείτονα μπάρμπα-Χαράλαμπο και την κυρα-Ευθυμία να λένε τα δικά τους, έβλεπε τον Άντον να έρχεται στο υπόγειο να παίξουνε σκάκι , τον πατέρα βλοσυρό να δουλεύει στο εργαστήριο ,τις φωτογραφίες του. Οι αναμνήσεις πετούσαν γύρω του σαν τρομαγμένες πεταλούδες. Ο κήπος του ήταν πλέον ένας κήπος των ψυχών…
Υπάρχουν αποχαιρετισμοί που στοιχίζουν υπαρξιακά, ψυχολογικά, συναισθηματικά σε όσους την βιώνουν. Συνήθως βγαίνουν όλοι ηττημένοι.
Ποιο μυστικό κρύβεται πίσω από το ζευγάρι των Βουλγάρων κατακτητών και του νεαρού ορφανού;
Μπρέμενα σαμ!
Κατάλληλο ανάγνωσμα για εφήβους, που μέσα από αυτό ,θα γνωρίσουν ένα ουσιαστικό μέρος της Ιστορίας της Δράμας εκείνων των χρόνων.
Λιτότητα στην έκφραση, μικρές νύξεις μια νοσταλγίας που θάλπει τις πληγές, αισθήματα αλλοτινών εποχών, μνήμες αλλού θολές και αλλού δυναμικές σαν καρφιά στο σώμα της σημερινής εποχής.
Ένα γενναίο μυθιστόρημα για την ανάγκη της αγάπης με τρυφερότητα, την φιλική αγάπη, την ενηλικίωση, την καλοσύνη των ξένων, την αντοχή των τυραννισμένων.
Διαβάστε το.


Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Δράμα. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (1988), Χερουβικά στα κεραμίδια (1996), Η γλυκιά Μπονόρα (2000), Να σ’ αγαπάει η ζωή (2004) και το μυθιστόρημα Εκτός έδρας (1993). Η συλλογή διηγημάτων του Να σ’ αγαπάει η ζωή τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη. Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό.