«Να κοιμάσαι λίγο και να ονειρεύεσαι πολύ. Να ονειρεύεσαι αυτό που θέλεις πραγματικά στη ζωή σου. Έτσι θα ξεπερνάς το σκόπελο. Κάθε εμπόδιο και δυσκολία να τα βλέπεις σαν ένα μάθημα που χρειάζεται για να πηγαίνεις παραπέρα. Να είσαι σίγουρος ότι η ζωή θα σε ανταμείψει. Ο ίδιος σου ο εαυτός θα σε ανταμείψει…» (σελ. 224)

Όταν φοβάσαι μη φοβηθείς!

Το βιβλίο αυτό της Ελένης Φωτίου είναι ένα πραγματικό διαμάντι με τα υπέροχα μηνύματα αγάπης και ανθρωπιάς που εμπεριέχει. Σε κάθε σελίδα αναβλύζει η αίσθηση της πραγματικής αξίας της ζωής, της προσφοράς και της βαθιάς αγάπης προς το συνάνθρωπο.
Η πραγματική αξία της ζωής μαθαίνεται μόνο μέσα από την οικογένεια και οικογένεια δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που θα μας φέρει στον κόσμο, αλλά αυτός που θα σταθεί δίπλα μας και θα μας μάθει να είμαστε ευγνώμονες για όσα η ζωή μας προσφέρει…
Με δεκάδες μικρές ανθρώπινες ιστορίες που ξετυλίγονται θαυμαστά και διδάσκουν το αληθινό νόημα των όσων συμβαίνουν γύρω μας, το πώς θα έπρεπε να σκεφτόμαστε και κυρίως να πράττουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Η ζωή του Πέτρου Κομνηνού ήταν ιδιαίτερα σκληρή τα πρώτα δύσκολα χρόνια του, η ορφάνια τον χτύπησε αλύπητα πολλές φορές στην πιο τρυφερή του ηλικία. Όμως η δύναμη που είχε αποκτήσει από την ανιδιοτελή αγάπη των ανθρώπων που τον μεγάλωσαν, ο σπάνιος χαρακτήρας του και η αγάπη που είχε στην καρδιά του, τον οδήγησαν στο μονοπάτι του φωτός και της προσφοράς. Όσα κι αν στερήθηκε, με την πίστη του τα κέρδισε αργότερα και με το παραπάνω, μα ποτέ δεν ξέχασε να δίνει και να ενδυναμώνει όποιον ένιωθε ότι είχε την ανάγκη του.
Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Πέτρο και την Αγγελική… πόσο ωραία θα ήταν όλα αν επικρατούσε μόνο η γνώση και η πεποίθηση ότι είμαστε δυνατοί και μπορούμε να αντεπεξέλθουμε σε όλες τις δυσκολίες, γιατί το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου, όπως θα έπρεπε να γνωρίζουμε όλοι, είναι ότι τα μεγάλα όνειρα τα κατακτούν οι δυνατοί και η θέληση και η πίστη μέσα μας μπορεί να μας κάνει δυνατούς!
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη όπου στο πρώτο μαθαίνουμε για την πορεία, την προσφορά και την αγάπη προς κάθε συνάνθρωπο που είχε στην καρδιά του ο γιατρός Πέτρος Κομνηνός, διδασκόμαστε κατά κάποιον τρόπο πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε οποιαδήποτε δυσκολία κι αν προκύψει.
Η αλτρουιστική διάθεση του ανθρώπου αυτού και της οικογένειας που τον γαλούχησε μα και της πολυμελούς οικογένειας που ο ίδιος δημιούργησε προκαλεί συναισθήματα ανάτασης στην ψυχή, σε κάνει να θες να προσφέρεις ακόμη κι αν δεν έχεις… γιατί δεν έχει σημασία ο υλικός πλούτος, μα ο πλούτος που ο καθένας μας κρύβει στην καρδιά του.
Στο δεύτερο μέρος η περιγραφή του διωγμού των ελλήνων της Αλεξάνδρειας, ο ξεριζωμός από τα πάτρια εδάφη, από τις περιουσίες και τους φίλους δίνεται με τόσο παραστατικό τρόπο και δυστυχώς, μας θυμίζει έντονα το πόσες φορές χρειάστηκε ο λαός μας να ξεριζώσει από την καρδιά του ό,τι αγαπούσε.
Τα θέματα που θίγει είναι τόσο επίκαιρα, η αναφορά στις διαφορές του ιατρικού και εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, σε σχέση με την Αλεξάνδρεια που είχε ζήσει όλη του τη ζωή, η διαφορετική νοοτροπία στη σκέψη και μόνο των ανθρώπων και της παράλογης κατάστασης που επικρατούσε γύρω του, τον έκαναν να δίνει στα παιδιά του την εξής πολύτιμη συμβουλή: «μην αφήσετε κανέναν να σας πει ότι δεν μπορείτε να κάνετε αυτό που θέλετε»!

Κλείνω με ένα υπέροχο απόσπασμα που συγκλονίζει με την αλήθεια που κρύβει…

«Οι ελέφαντες είχαν δεμένο το ένας τους πόδι με μια αλυσίδα περασμένη σε έναν ξύλινο πάσσαλο καρφωμένο στο χώμα. Όλοι οι ελέφαντες, μικροί και μεγάλοι. Τους έπαιρναν από τη ζούγκλα και τους έφερναν στο ζωολογικό κήπο όταν ήταν μωρά. Τους έδεναν το πόδι στον πάσσαλο, για να μην μπορούν να κουνηθούν. Τα όμορφα θηρία μεγάλωναν με το πόδι τους αλυσοδεμένο σε αυτό το κομμάτι ξύλου. Θα μπορούσε, με μια απλή κίνηση, ο μεγάλος πια και δυνατός ελέφαντας να ξεριζώσει τον πάσσαλο από τη γη και να τον πετάξει μακριά. Δεν το έκανε όμως. Δεν ήξερε και δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το κάνει. Όταν για πρώτη φορά είχε προσπαθήσει ως μικρό ελεφαντάκι, δεν τα είχε καταφέρει. Μεγαλώνοντας, η αδυναμία αυτή είχε γίνει πεποίθηση. Με τον καιρό είχε ριζώσει μέσα του. Δε διανοούνταν καν πως η δική του δύναμη ήταν τεράστια. Πως με μία και μόνο κίνηση μπορούσε να σπάσει τα δεσμά του. Είχε συνηθίσει, είχε αποδεχτεί την ψευδαίσθηση της αδυναμίας που ζούσε…» (σελ. 328)