Η Μπάρμπαρα Αμπέλ με το «Δεν ξέρω» επαναπροσδιορίζει για τα καλά έννοιες όπως το ψυχολογικό θρίλερ και την αστυνομική λογοτεχνία που πραγματεύεται εξαφανίσεις ανθρώπων, χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο από αυτά που διαβάζονται μονορούφι. Το «Δεν ξέρω» στηρίζεται σε μια παραλλαγή της ιστορίας τύπου «μικρή κοινωνία, μεγάλα μυστικά». Ένα είδος ιστορίας που αν χτιστεί σωστά μπορεί να χαρίσει πολλές συγκινήσεις. Και η Μπάρμπαρα Αμπέλ το χειρίζεται με μαεστρία.


Η Καμίλ, ο Πατρίκ και η κόρη τους, η πεντάχρονη Έμα, είναι μια καθημερινή, τυπική οικογένεια της Γαλλίας. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, η Έμα, πηγαίνει με το σχολείο της εκδρομή σε ένα δάσος, όχι πολύ μακριά από την πόλη. Κατά τη διάρκεια της εκδρομής, η Έμα έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δασκάλα της, τη Μιλέν, χωρίς προφανή λόγο. Η αντιπαράθεση αυτή, οδηγεί την Έμα στο να απομακρυνθεί μόνη της στο δάσος, με αποτέλεσμα να χαθεί. Όταν οι δάσκαλοι το συνειδητοποιούν, ξεκινούν την αναζήτηση, η οποία όμως δε φέρνει αποτέλεσμα και σύντομα η αστυνομία βρίσκεται στο σημείο και χτενίζει το δάσος προσπαθώντας να βρει την Έμα, αλλά και τη δασκάλα της η οποία εδώ και ώρες δεν έχει επικοινωνήσει με τους υπόλοιπους δασκάλους. Τελικά η αστυνομία εντοπίζει την Έμα, η οποία είναι άθικτη πλην όμως πολύ τρομαγμένη. Ωστόσο η Μιλέν συνεχίζει να μη βρίσκεται πουθενά. Το μυστήριο εντείνεται όταν προκύπτει πως η Έμα φοράει το μαντήλι της δασκάλας της. Είναι προφανές ότι οι δυο τους συναντήθηκαν στο δάσος, όμως όταν οι αστυνόμοι ρωτούν το κοριτσάκι αν είδε τη δασκάλα του εκείνο απαντά «Δεν ξέρω». Η Μιλέν παραμένει άφαντη και η αναζήτηση θα συνεχιστεί. Και πρόκειται να γίνει ακόμα πιο περίπλοκη μιας και η Μιλέν είναι κόρη του εραστή της Καμίλ, της μητέρας της Έμα. Κάποιος θα σκεφτεί ότι έδωσα πολλές πληροφορίες όμως πραγματικά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η συνέχεια ξεπερνά κάθε φαντασία.


Εδώ θα πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στη Μπάρμπαρα Αμπέλ για το πώς χειρίζεται το χαρακτήρα της Μιλέν. Συνήθως στα βιβλία που πραγματεύονται εξαφανίσεις, το πρόσωπο που εξαφανίζεται είναι περιγραφικά ουδέτερο, είναι απλά το «Χ» σε ένα χάρτη θησαυρού και το γνωρίζουμε μέσα από τη σχέση του με τους άλλους χαρακτήρες. Εδώ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο καθώς μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και την εξαιρετική μετάφραση, ερχόμαστε σε επαφή με το παρελθόν, το παρόν και τον χαρακτήρα της Μιλέν, επομένως η εξαφάνιση της έχει συναισθηματικό αντίκτυπο στον αναγνώστη. Από τη στιγμή της εξαφάνισης και μετά η πλοκή θυμίζει τρένο σε λούνα παρκ. Οργή, φόβος, απιστία, εκδίκηση, ποταπά αλλά και ευγενή συναισθήματα, όλα μαζί καθοδηγούν ένα καταιγισμό από πράξεις που εκτυλίσσονται γύρω από έναν παιδικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να είχε γραφτεί και από τον Stephen King. Δεν είναι ότι η Έμα είναι το πιο «κακό» ή «διαβολικό» παιδάκι που έχουμε δει ποτέ σε βιβλίο. Όμως η παραδοχή πως η Έμα είναι ικανή για πραγματικά οποιαδήποτε πράξη εν γνώσει της ή εν αγνοία της, ενισχύει το μυστήριο του βιβλίου και άλλες φορές παραπλανεί και άλλες δικαιώνει τον αναγνώστη στα σενάρια γύρω από την εξέλιξη της ιστορίας. Κάποιες φορές τον φέρνει στο επίκεντρο της αλήθειας και άλλες τον απομακρύνει.


Πολύ λίγα βιβλία δικαιώνουν σε απόλυτο βαθμό τις περιλήψεις τους. Το «Δεν ξέρω» είναι πράγματι «ένα γρήγορο μυθιστόρημα γεμάτο συγκρούσεις, ένταση, αγωνία και απροσδόκητες ανατροπές». Πράγματι «Η Μπάρμπαρα Άμπελ μετατρέπει τις καθημερινές καταστάσεις σε έναν πραγματικό εφιάλτη» και κάνει τις σχεδόν 400 σελίδες του βιβλίου να μοιάζουν με 100. Είναι και ένα βιβλίο το οποίο δύσκολα μπαίνει σε άλλη κατηγορία πέραν του ψυχολογικού θρίλερ. Δεν είναι σε καμία περίπτωση αμιγώς αστυνομικό, ούτε ένα δράμα με επίκεντρο την οικογένεια. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να το απολαύσει μεγαλύτερος αριθμός αναγνωστών και όχι μόνο οι λάτρεις ενός συγκεκριμένου είδους. Και για όλους αυτούς τους λόγους το συνιστούμε ανεπιφύλακτα.

“Είναι η μέρα της εκδρομής του νηπιαγωγείου στο δάσος. Όλα πάνε καλά, μέχρι τη στιγμή της επιστροφής, όταν ένα παιδί λείπει. Η πεντάχρονη Έμα. Η αναζήτηση ξεκινά. Η Μιλέν, η δασκάλα της Έμα, προχωρά μόνη της στο δάσος. Το παιδί εντοπίζεται γρήγορα από την αστυνομία.
Είναι φοβισμένο, αλλά δεν έχει πάθει κακό.
Η Μιλέν όμως εξαφανίζεται και η Έμα δεν μπορεί να εξηγήσει τι συνέβη και για ποιο λόγο το χέρι της είναι δεμένο με το μαντίλι της δασκάλας της.

Η Καμίλ βρήκε την κόρη της.
Την ώρα που ένας εφιάλτης τελειώνει, ένας άλλος μόλις αρχίζει…
Μια τακτοποιημένη, συνηθισμένη ζωή, μέχρι που ένα συμβάν, ένας μικρός κόκκος άμμου, έρχεται για να σταματήσει τα πάντα, να κονιορτοποιήσει τα πάντα!
Ένα γρήγορο μυθιστόρημα γεμάτο συγκρούσεις, ένταση, αγωνία και απροσδόκητες ανατροπές. Κάθε σκηνή και στοιχείο προωθεί τη δράση, δοκιμάζει τους χαρακτήρες και οδηγεί τους αναγνώστες σε ξέφρενη ανάγνωση που θα τους καθηλώσει.
Η Μπαρμπαρά Αμπέλ μετατρέπει τις καθημερινές καταστάσεις σε έναν πραγματικό εφιάλτη…”