“Ξεμαλλιασμένη και με το βλέμμα ακυβέρνητο, η Αθηνά Καγιαλή χτυπιέται μες στην αγκαλιά του Στάθη που κάθε τόσο την αφήνει να του γδέρνει την πλάτη για να μη γδάρει του Παύλου το δέρμα.
Ουρλιάζει εδώ και μία ώρα. Δεν μπορεί να χωνέψει όσα ακούει, δεν μπορεί ούτε καν να τα καταπιεί· ο γιος της ο Σαράντης νεκρός, λίγο πριν ξημερώσει γλίστρησε κατά λάθος στα σκαμμένα, έπεσε προς τα πίσω με το κεφάλι απάνω στη στήλη κι έμεινε στον τόπο.
«Παύλο, φύγε γιατί θα σε ξανακάψω».


Η γυναίκα κυριολεκτεί – όταν σκοτώσανε τον άλλο της γιο, τον Ηλία, πριν από δεκαοχτώ χρόνια, το νέο τη βρήκε πάλι πάνω απ’ τη φωτιά· ο Παύλος τής το ’φερε και τότε, οχτώ χρονώ παιδί, κι όπως στεκόταν μπρος στο τσουκάλι, το σήκωσε ξαφνικά και χωρίς να το σκεφτεί του πέταξε στα πόδια το ζεματιστό νερό κι ύστερα άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της…”


Έτσι ξεκινάει το έργο της Μαριλένας Παπαϊωάνου που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβρη από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Με έναν θάνατο αρχίζει το έργο, μια αρχή τραγική και συνάμα δύσκολη και απαιτητική λογοτεχνικά. Είναι 14 Ιουλίου του 1965 στην Σαντορίνη. Και αυτός ο θάνατος είναι ο κεντρικός άξονας του έργου.
Λίγο πριν την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Εκείνη την ημέρα, ο εργάτης Σαράντης Καγιαλής, γλίστρησε, έπεσε με το κεφάλι και σκοτώθηκε. Λίγο πριν από το δυστύχημα, το συνεργείο στο οποίο εργαζόταν μαζί με άλλους εργάτες στο σπίτι ενός αρχαιοκάπηλου, ανακάλυψε μια αρχαία επιτύμβια στήλη. Ο Σαράντης την προσέχει μέχρι την στιγμή του θανάτου του. Τέσσερις γυναίκες πονούν με τον χαμό του και είναι αυτές οι τέσσερις που θα προσπαθήσουν να βρουν το κουράγιο να αντιμετωπίσουν τον θάνατό του και θα βρεθούν να ψάχνουν την δεύτερη στήλη που είναι θαμμένη στο νησί από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος. Και η περιπέτεια τους σε μια δύσκολη πολιτικά εποχή ξεκινά. Ο κίνδυνος μεγάλος. Και το παρελθόν με ιστορίες καλά κρυμμένες και αφανέρωτες, ορθώνεται μπροστά τους.


Χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια στην αρχή των οποίων αναγράφεται η ημερομηνία και ο τόπος, όλο το έργο διαδραματίζεται από τις 14/7/65 έως τις 5/11/65 στη Σαντορίνη. Ένα ιστορικό-αρχαιολογικό ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου και ταυόχρονα ένα κοινωνικό έργο που αναδεικνύει τις σχέσεις, την απώλεια, ακόμα και στοιχεία από την εποχή του πολέμου και την προσπάθεια των κατοίκων του νησιού να σώσουν πράγματα αξίας. Κυρίως όμως ανατέμνει το πένθος, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.


Εξαιρετικό το Ψυχογράφημα των ηρώων με τον κάθε έναν από αυτούς να δίνει τα συναισθήματα του και τις αναμνήσεις του από τον Σαράντη, τον ψυχισμό του, τον πόνο του και τις αγωνίες του. Περιγραφές από την Σαντορίνη του ΄65, με την αμπελουργία, τον τρύγο, το κρασί, και τα ήθη της εποχής. Εμφανής η μελέτη της Παπαϊωάννου τόσο στα ιστορικά γεγονότα της εποχής- τα Ιουλιανά, όσο και στην επιστήμη της αρχαιολογίας και στη ζωή στην Σαντορίνη της εποχής, τοποθετημένα στο έργο με μια αφηγηματική τεχνική τέτοια ώστε το κείμενο ρέει και η ενσωμάτωση τους απόλυτα αρμονική. Και στο σημείωμα της συγγραφέως στο τέλος του βιβλίου, ο αναγνώστης μαθαίνει την ιστορία από την οποία εμπνεύστηκε η συγγραφέας για το έργο της. Ένα λογοτεχνικό πεζογράφημα για το ατομικό και συλλογικό πένθος, με στρωτή λογοτεχνική γραφή και καλοδουλεμένη πλοκή, ένα αξιοδιάβαστο βιβλίο.

Στις 14 Ιουλίου του 1965, μια μέρα προτού παραιτηθεί ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, στο Ημεροβίγλι της Σαντορίνης ο νεαρός Σαράντης Καγιαλής γλιστρά σε μια σκαμμένη τρύπα, πέφτει προς τα πίσω με το κεφάλι και μένει στον τόπο. Την προηγουμένη, το συνεργείο των εργατών με το οποίο δουλεύει έχει τυχαία ανακαλύψει, σε λίγα μόλις μέτρα βάθος, μια αρχαία επιτύμβια στήλη. Ο θάνατός του θα βυθίσει σε πένθος δύο οικογένειες. Τέσσερις γυναίκες που τον αγάπησαν βαθιά -η μάνα του, η αδερφή του, η γυναίκα του και μια πρώην πουτάνα-, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το χαμό του, θα βρεθούν ξαφνικά να ψάχνουν στοιχεία για μια δεύτερη στήλη που είναι κρυμμένη στο νησί από την εποχή του Πολέμου. Και με φόντο τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, θα μπλεχτούν -εκούσια αλλά με σχετική άγνοια κινδύνου- σε μια περιπέτεια αναζήτησης, που θα τις φέρει αντιμέτωπες με ανομολόγητες ιστορίες κι αισθήματα του παρελθόντος.”