Ο Σταύρος Χριστοδούλου είναι ελληνοκύπριος συγγραφέας που ζει και εργάζεται ως δημοσιογράφος για τριάντα χρόνια στη Λευκωσία. Το έργο του «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου καθώς και με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το βιβλίο του «Τρεις σκάλες Ιστορία» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι το βιβλίο μιας βαθιά ανθρώπινης Ιστορίας που φέρει εσαεί τις ανεπούλωτες πληγές της Κυπριακής τραγωδίας του 1974. Ένα βιβλίο για τη χαμένη αθωότητα μιας γενιάς και την έννοια της πατρίδας. Ζητήσαμε από τον κ. Χριστοδούλου να μας μιλήσει γι’ αυτό και με προθυμία απάντησε στις ερωτήσεις μας. Τον ευχαριστούμε πολύ.
Θερμές ευχαριστίες στην κ. Ισμήνη Κουρούπη για την πολύτιμη βοήθειά της.

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης και με αυτή τη φράση κλείνετε ουσιαστικά το βιβλίο σας. Το ερώτημά μου είναι αν τελικά καμιά φορά η μνήμη σκοτώνει και ο άνθρωπος δεν μπορεί να δραπετεύσει από τα γρανάζια της.
Εγώ τη λήθη φοβάμαι. Η μνήμη, όσο επώδυνη κι αν είναι, μας κρατάει σε εγρήγορση ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά μας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την κεντρική ηρωίδα μου, την Χλόη Αρτεμίου: θυμάται και υποφέρει, καθώς ξέρει πως αν αφεθεί στη λήθη θα καταδικάσει τον εαυτό της σε ένα αργό και επώδυνο θάνατο. Σε αντίθεση με τους περισσότερους γύρω της, οι οποίοι επέλεξαν να επιπλεύσουν στον αφρό της αμεριμνησίας με συνειδησιακό άλλοθι ότι μόνο έτσι θα επιβιώσουν.
Σταματάει ποτέ ο πόνος των κρυμμένων τραυμάτων;
Ποτέ. Αυτές οι κρυφές πληγές παραμένουν για πάντα ανεπούλωτες. Η Χλόη βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση το 1974. Τα σημάδια στο κορμί της σβήστηκαν με τον καιρό, όμως ολόκληρα κομμάτια της αποκολλήθηκαν κι έμειναν σε κείνες τις τρεις σκάλες γης στη Λάπηθο. Πέρασαν 43 χρόνια και ακόμα η μυρωδιά από τα σάπια λεμόνια την κρατάει άγρυπνη τις νύχτες. Δεν σταματάει ποτέ ο πόνος λοιπόν κι αυτό δεν είναι θέμα επιλογής. Απλά συμβαίνει.
Μπορεί κανείς ποτέ να ξεφύγει εντελώς από την ακρωτηριασμένη του συνείδηση;
Οι άνθρωποι θάβουν βαθιά μέσα τους τις σκοτεινές πλευρές τους και προχωρούν. Η ζωή δεν περιμένει, είναι συνήθως η δικαιολογία. Κτίζοντας τον χαρακτήρα του Τούρκου Αχμέτ Ντογάν σκεφτόμουν τι σόι άντρας ήταν αυτός πριν από τους βιασμούς. Και τι είδους ζωή κατέληξε να έχει μετά από εκείνο το καλοκαίρι. Οι λογοτεχνικοί ήρωες δεν πρέπει να είναι μονοσήμαντοι για να είναι πιστευτοί. Παρακολουθώντας τον λοιπόν από απόσταση διαπίστωσα ότι βρήκε τους τρόπους να ζήσει μια «κανονική» ζωή κι ας είχε ακρωτηριαστεί η συνείδησή του.
Μπορεί το μέλλον να αλλάξει την αίσθηση που έχουμε για το παρελθόν;
Θα σας απαντήσω με ένα στίχο του Τάσου Λειβαδίτη, από την 25η ραψωδία της Οδύσσειας, που αναφέρω στο βιβλίο: «…ό,τι ζήσαμε χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου…». Ο χρόνος μπορεί να αποδειχτεί αμείλικτος.
Πόσο εύκολο είναι να κατανοήσουν οι νέες γενιές των ανθρώπων την έννοια της πατρίδας και το μοίρασμά της σε μια κοινή χώρα;
Αν εννοείτε τους νέους της Κύπρου που ζουν στις δυο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, αισθάνομαι ότι δεν είναι εύκολο. Ειδικά γι’ αυτούς που γεννήθηκαν μετά την εισβολή και οι προσλαμβάνουσές τους δεν περιλαμβάνουν την αγριότητα του πολέμου. Προσπαθώ να αγγίξω στο βιβλίο το ευαίσθητο θέμα της πατρίδας… Ως προς το «μοίρασμα», πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί είναι η γνώση της Ιστορίας.
Υπάρχει μια πολιτική και κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας και σε ποιο βαθμό καθορίζει το συγκεκριμένο έργο;
Εγώ δεν πιστεύω στις «αποστολές». Δεν το έχω κάνει στη δημοσιογραφία πόσο μάλλον στη λογοτεχνία. Τροφή για σκέψη είναι ένα βιβλίο. Και το «Τρεις σκάλες Ιστορία» εύχομαι να επιτύχει τουλάχιστον αυτό.
Πόσο σημαντική είναι η χρήση της κυπριακής ιδιολέκτου για τη φυλετική ταυτότητα του έργου;
Σημαντική ως προς το χρώμα και την αλήθεια των χαρακτήρων. Δεν αρκεί μόνο το ψυχογράφημα να είναι πειστικό, θα πρέπει και η γλώσσα να ρέει αβίαστα. Συνειδητά πάντως επέλεξα μια πολύ μετρημένη χρήση της ιδιολέκτου γιατί δεν ήθελα να δυσκολέψω τους Έλληνες αναγνώστες. Έχω την εντύπωση πως δεν θα χρειαστεί να συμβουλευτούν καν το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου.
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα;
Τους πρώτους μήνες του 2018 τους αφιέρωσα στην έρευνα. Είχα μόλις ολοκληρώσει «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» αλλά ήταν τόσο ώριμο μέσα μου αυτό το βιβλίο που αμέσως στρώθηκα στη δουλειά. Δύο χρόνια διήρκησε η συγγραφή και σχεδόν τρεις μήνες η τελική φάση της επιμέλειας.
Σε μια εποχή που η Κύπρος, όπως και όλος ο κόσμος, αλλάζει μπορεί το μυθιστόρημα να λειτουργήσει ως τράπεζα μνήμης για τις επερχόμενες γενιές;
Αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία που μπορεί να έχει ένας συγγραφέας και εγώ με ειλικρίνεια παραδέχομαι ότι δεν αποτελώ εξαίρεση. Μακάρι το βιβλίο μου να προσθέσει μια ψηφίδα στην «τράπεζα μνήμης». Γι’ αυτό άλλωστε το αφιερώνω στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά από εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι.
Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει μια διεθνής βράβευση για έναν λογοτέχνη και τι σηματοδοτεί γενικότερα μια βράβευση στην εξέλιξη του;
Πέρα από την χαρά και την εξαιρετική τιμή, εγώ θα στεκόμουν περισσότερο στα πρακτικά επακόλουθα. Οι μεταφράσεις για παράδειγμα είναι ό,τι πιο σημαντικό για ένα βιβλίο και το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ειδικά προσφέρει αυτή την ευκαιρία. Τα βραβεία γενικά δίνουν ώθηση στα βιβλία εξασφαλίζοντάς τους μια «δεύτερη ζωή». Αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό. Απ’ εκεί και πέρα όλοι γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο βραβείο για ένα βιβλίο είναι η δικαίωσή του στον χρόνο.