Συγγραφέας του βιβλίου «Λέγε με Ισμαήλ» – Εκδόσεις Ψυχογιός

Επιθυμία της Τέσυς Μπάιλα ήταν να ανασυστήσει μια εποχή μέσα από τα μάτια δυο φαινομενικά αντίθετων κόσμων. Στην πορεία της συγγραφής αυτό που τη συγκίνησε δεν ήταν η αντίθεση αλλά η συνειδητοποίηση των κοινών που μοιράζονται εν τέλει οι δυο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι. Για να τα προσεγγίσει όλα αυτά έπρεπε να μεταφέρει τη σκέψη, την έμπνευση και την έρευνά της στη ρωμαίικη γειτονιά της Πόλης, όπου ζουν οι ήρωές της. Στο Πέρα της ομίχλης των γλάρων και των μπαχαρικών. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας, το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ είναι «ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα στο οποίο αυτό που τελικά πρωταγωνιστεί είναι η ίδια η Πόλη, μια πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη της Ιστορίας και αυτό που αναδύεται είναι η αξία της φιλίας και της ανθρωπιάς που πρέπει να μείνουν αναλλοίωτες στον παραλογισμό της». Μια ματιά στην εξαιρετική φωτογραφία του εξωφύλλου του Τούρκου φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ, με το μονοβάγονο τραμ μπροστά από το Γενί Τζαμί, επιβεβαιώνει τα λόγια της.

  • «…στο Πέρα. Στην όμορφη ρωμαίικη γειτονιά…». Εκεί μας ταξιδεύετε με το μυθιστόρημά σας. Περιγράψτε μας τη φημισμένη γειτονιά της Πόλης και πείτε μας τι είναι αυτό που την κάνει όμορφη, ο τόπος ή οι άνθρωποί της;
    Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι η μακραίωνη Ιστορία του Πέρα, είναι η προσπάθεια να επιβιώσει το ρωμαίικο στοιχείο σε πείσμα των καιρών, είναι η ομορφιά μιας πόλης τυλιγμένης στην ομίχλη, είναι η γειτονιά των Ελλήνων στην Πόλη των πόλεων. Πολυφυλετική, πολυπολιτισμική, γεμάτη αντιθέσεις αλλά αποπνέει μια γοητεία. Τη γοητεία μιας πόλης που λικνίζεται στην αγκαλιά του Βοσπόρου με την ανατολίτικη φυσιογνωμία χωμένη στη δυτική αγκαλιά ενός κόσμου που ολοένα και περισσότερο αλλάζει. Αυτό είναι το Πέρα.
  • Εκεί συναντούμε τον Ισμαήλ. Καλόκαρδο τον χαρακτηρίζετε. Ποιος είναι ο Τούρκος ήρωάς σας και ποιους Έλληνες πρωταγωνιστές βάλατε δίπλα του;
    Ο Ισμαήλ είναι πράγματι ένας καλόκαρδος και τρυφερός καφετζής στο Πέρα. Είναι ένας άνθρωπος που έχει μείνει από νωρίς ορφανός και προσπαθεί να επιβιώσει μόνος του. Είναι το alterego του Ισίδωρου, του Έλληνα που διατηρεί το τελευταίο ρωμαίικο βιβλιοπωλείο της Πόλης στο Πέρα. Προσηνής, και γελαστός θα προσπαθήσει να σώσει το βιβλιοπωλείο του Ισίδωρου όταν μάθει για την επερχόμενη καταστροφή των Σεπτεμβριανών και θα τα καταφέρει, όχι επειδή καταλαβαίνει την αξία των βιβλίων όσο επειδή νιώθει ότι τα βιβλία είναι όλη η ζωή του Ισίδωρου. Οι δυο τους θα μοιραστούν μια κοινή αγάπη στο πρόσωπο της λάγνας Αϊσέ που θα φύγει αφήνοντας πίσω της τη μικρή της κόρη, την Εσίν, μια φιλία χρόνων αλλά και μια κοινή μοίρα και θα γίνουν ο πυρήνας του μυθιστορήματος αυτού. Γύρω τους δορυφορικά κινούνται άλλοι ήρωες. Η γριά Γιασεμώ, πρώην πόρνη με μια τεράστια δική της ιστορία, που τριγυρίζει στα σοκάκια με τον αδέσποτο σκύλο της, τον Γιουσούφ, η αρχόντισσα Καλλιάνθη που ζει στο αρχοντικό της μαζί με τη Μέλπω και τον Σοπέν, τον γάτο της, απομονωμένη και μοναχική με την ανάμνηση ενός ανεκπλήρωτου έρωτα με τον Αρίφ, τον οδηγό του τραμ, ο Ναντίρ, ένας λίγο περιθωριακός τύπος που ερωτεύεται την Ασλίβ, την κόρη του χαμαμτζή για να φτάσει να την κλέψει τη νύχτα των Σεπτεμβριανών και να την οδηγήσει στην καταστροφή, ο μικρός Οσμάν που του κλέβουν τα παιδιά το φέσι, ένας μικρός θίασος προσώπων με τη δική τους ιστορία ο καθένας. Το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ είναι ένα πολυεστιακό μυθιστόρημα στο οποίο αυτό που τελικά πρωταγωνιστεί είναι η ίδια η Πόλη, μια πόλη τυλιγμένη στην ομίχλη της Ιστορίας και αυτό που αναδύεται είναι η αξία της φιλίας και της ανθρωπιάς που πρέπει να μείνουν αναλλοίωτες στον παραλογισμό της.
  • Σε ποιον απευθύνει ο ήρωάς σας την προτροπή του τίτλου «Λέγε με Ισμαήλ»;
    Αν σας απαντήσω σε αυτή την ερώτηση ευθέως θα έχω αποκαλύψει ένα πολύ σημαντικό μέρος του βιβλίου. Θα πω μόνο ότι θα μπορούσε να το απευθύνει στην ίδια την Ιστορία, τη μεγάλη Ιστορία που τσαλαπατά τις ιστορίες της ζωής των απλών καθημερινών ανθρώπων στο πέρασμά της. Είναι σαν να της κλείνει το μάτι και να δηλώνει ξεκάθαρα ότι τα κατάφερε σε πείσμα των δικών της καπρίτσιων.
  • Και η εικόνα του εξωφύλλου; Είναι μια φωτογραφία της εποχής που πραγματεύεστε ή μοντάζ για τις ανάγκες του μυθιστορήματος; Θεωρείστε βέβαιο πως μας ενδιαφέρουν ακόμη και οι πιο μικρές πληροφορίες γύρω από αυτήν την εκπληκτική εικόνα.
    Η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μια αληθινή φωτογραφία του εμβληματικού Τούρκου φωτογράφου, του Αρά Γκιουλέρ, τον οποίο αποκαλούσαν «Το μάτι της Πόλης», τραβηγμένη το 1956, όπως τη φιλοτέχνησε για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ ο Θάνος Κακολύρης, υπεύθυνος των εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ και πραγματικά ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον εκδοτικό οίκο αλλά και τον Θάνο Κακολύρη προσωπικά για την ιδέα του εξωφύλλου, τη συνεργασία και εν τέλει αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα. Στη φωτογραφία απεικονίζεται το μονοβάγονο τραμ της Πόλης μπροστά από το Γενί Τζαμί. Πραγματικά δε θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο εξώφυλλο γι’ αυτό το μυθιστόρημα, καθώς είναι μια εικόνα από την εποχή που περιγράφεται στο βιβλίο, μια σκηνή από την ιστορία του.
  • Επιθυμία σας ήταν, όπως γράφετε, να ανασυστήσετε μια εποχή μέσα από τα μάτια δυο φαινομενικά αντίθετων κόσμων. Καθώς ζήσατε μέσα από τα μάτια των ηρώων σας την εποχή, ποιο είναι εκείνο το στοιχείο της αντίθεσης που σας συγκίνησε περισσότερο;
    Αυτό που με συγκίνησε δεν είναι η αντίθεση. Είναι η συνειδητοποίηση των κοινών που μοιράζονται εν τέλει οι δυο αυτοί κόσμοι. Γράφοντας αυτό το βιβλίο διαπίστωσα πόσα κοινά έχουν οι δυο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι σ’ αυτό που ονομάζουμε η μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Πόσα πράγματα μοιάζουν να τους χωρίζουν κι όμως περισσότερα είναι αυτά που ενώνουν τους δυο λαούς. Κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χώματα και έχουν κοινές εμπειρίες στο διάβα των αιώνων. Ακόμα και η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν είναι η Πόλη που τους χωρίζει αλλά μια πόλη που συνενώνει σε μια κοινή μοίρα τους ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν, μεγαλώνουν, ερωτεύονται, δημιουργούν εκεί. Πέρα από τις ιστορικές, πολιτικές και διπλωματικές συγκυρίες που δημιουργούν έριδες ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους οι δυο λαοί προσπάθησαν πολύ, έστω και αν κάποτε δεν τα κατάφεραν να γειτνιάσουν αρμονικά. Γιατί σε επίπεδο λαών η Ιστορία είναι γραμμένη διαφορετικά και αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό θα καταλάβουμε και πόσο σημαντικό είναι.
  • Ποια είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που μέσα τους κλείσατε τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες σας;
    Θέλοντας να ορίσω το χρονικό πλαίσιο της αφήγησης μεταξύ 1955, όταν έγιναν τα Σεπτεμβριανά και 1964, την εποχή δηλαδή που κορυφώνεται ο διωγμός των Ελλήνων από την Πόλη με τις μεγάλες απελάσεις, έφτασα μοιραία και στο 1923, την εποχή της Συνθήκης της Λωζάνης και των ανταλλαγών των πληθυσμών που επακολούθησαν. Τότε είδα μπροστά μου να εκτυλίσσεται η Ιστορία τόσο των ενάμισι εκατομμύριο Ελλήνων που έπρεπε να φύγουν από τα Τουρκικά εδάφη όσο και των 500.000 Τούρκων που αναγκάστηκαν κι αυτοί να ξεριζωθούν από τον τόπο όπου ζούσαν και να γυρίσουν στην Τουρκία, σε μια πατρίδα που δεν ήξεραν και μοιραία δεν ένιωθαν δική τους, αφήνοντας πίσω τους αντίστοιχα όλη την έως εκείνη τη στιγμή ζωή τους. Αυτή λοιπόν η δεκαετία είναι ο χρονικός καμβάς του μυθιστορήματος με αφηγηματικές αναδρομές στο 1923.
  • Έλληνες και Οθωμανοί συνυπάρχουν αρμονικά, ονειρεύονται, αγαπούν, ερωτεύονται και αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Μέχρι τον Μάρτη του 1964. Πόσο θα δοκιμαστούν αυτοί οι δεσμοί;
    Θα δοκιμαστούν πολύ, είναι βέβαιο. Όπως δοκιμάζονται πάντα στο πέρασμα των χρόνων. Το 1964 το ρωμαίικο στοιχείο θα συρρικνωθεί δραματικά. Οι Έλληνες θα επιστρέψουν στην Ελλάδα με την πίκρα του ξεριζωμού κατάβαθα στην ψυχή τους. Τίποτα δε θα είναι εύκολο γι’ αυτούς για μια ακόμη φορά. Αφήνουν πίσω τους συγγενείς, το σπίτι τους, τις περιουσίες τους, τις επιχειρήσεις τους, τους φίλους τους, όλη την προσωπική και κοινωνική τους ζωή για να βρεθούν σε μια Ελλάδα που στο πρόσωπό τους βλέπει τους Τουρκόσπορους. Έκτοτε θα μείνει στην ψυχή τους το μαράζι της χαμένης πατρίδας. Στα μέχρι χτες σπίτια τους θα δουν τους γείτονές τους να κατοικούν. Ο πόνος της αδικίας και της εκρίζωσης από οτιδήποτε οικείο είχαν στη ζωή τους δεν νομίζω να ξεπεράστηκε ποτέ. Ξέρουν όμως ενδόμυχα ότι για όλα αυτά δεν ευθύνονται οι γείτονές τους, οι άνθρωποι με τους οποίους ζούσαν μαζί όλη τους τη ζωή. Φταίνε οι ισχυροί αυτού του κόσμου και αυτό ίσως να ήταν κάπως παρηγορητικό γι’ αυτούς.
  • «Κανείς δεν πάει πουθενά χωρίς το παρελθόν του. Χωρίς τη μνήμη του. Κολλημένα τα κουβαλάει πάνω στην καμπούρα του. Πουκάμισο και το φορεί κατάσαρκα». Δύσκολες λέξεις. Δύσκολη και η μέρα του μισεμού… Με ποια συναισθήματα περιγράφατε τη σκηνή που μπήκαν όλοι στα καράβια φορώντας τα καλά τους για να μη φθάσουν στον Πειραιά σαν τους ζητιάνους;
    Με μεγάλη πίκρα. Βίωνα κι εγώ τα γεγονότα με θλίψη. Είδα πολλές φωτογραφίες, μελέτησα το αρχειακό υλικό, βίντεο, προσωπικές μαρτυρίες αλλά αυτό που με συγκλόνισε ήταν η φωτογραφία των Ελλήνων κατά την απέλαση. Αν δείτε τέτοιες φωτογραφίες θα δείτε ανθρώπους καλοντυμένους να περπατούν κρατώντας μια μικρή βαλίτσα με το κεφάλι ψηλά. Όμως αν παρατηρήσετε τα μάτια τους θα δείτε τη θλίψη και το παράπονο να τα στοιχειώνουν. Νομίζω ότι αυτά τα μάτια στοίχειωσαν την ψυχή μου όταν έγραφα το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ.
  • «Η μεγάλη περιπέτεια της ζωής». Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να δανειστείτε την πρόταση από τον Χέρμαν Μέλβιλ Μόμπι Ντικ, για το εισαγωγικό σας σημείωμα;
    Αρχίζοντας να γράφω αυτό το βιβλίο ένας από τους κύριους χαρακτήρες του αναμφίβολα έγινε ο Ισμαήλ, ο Τούρκος καφετζής, ένας άνθρωπος που όπως αποδεικνύεται στο τέλος του βιβλίου η ζωή του ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Τότε σκέφτηκα τη διακειμενική σχέση που θα μπορούσε να είχε με τον Ισμαήλ από τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, ένα εμβληματικό βιβλίο που αυτό ακριβώς περιγράφει, τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ήξερα ότι το μυθιστόρημά μου είχε τον τίτλο που ήθελα και έτσι πήρε για εμένα μια νέα τροπή η ιστορία του.
  • Παρά το γεγονός πως στην Πόλη Έλληνες και Τούρκοι είχαν πολύχρονη κοινή ζωή, είναι αρκετοί εκείνοι που ισχυρίζονται πως οι δυο λαοί, τελικά, δεν γνωρίζονταν καλά την εποχή εκείνη. Προκύπτει αυτό από τους ήρωές σας;
    Όχι. Στο δικό μου βιβλίο Έλληνες και Τούρκοι ζουν αφομοιωμένοι ο ένας στον πολιτισμό του άλλου διατηρώντας ταυτόχρονα τη δική τους πολιτισμική και φυλετική ταυτότητα. Είναι αδελφωμένοι, δείχνουν αλληλεγγύη μεταξύ τους, βοηθούν ο ένας τον άλλον και δεν νοιάζονται για την καταγωγή τους. Όπως γράφω σε κάποιο σημείο στο βιβλίο: «Εμείς ζούμε μαζί τους όλα μας τα χρόνια και ποτέ δεν κινδυνεύσαμε. Αγκαλιασμένοι είμαστε. Ο ένας να βοηθά τον άλλον, όσο μπορεί. Κρυώνει ο Τούρκος; Βγάνει και του δίνει το παλτό του ο Έλληνας. Πονά ο χριστιανός; Τονε συντρέχει ο μουσουλμάνος. Τι είναι τώρα όλα τούτα; Τι έχουμε να χωρίσουμε για;»
  • Μπορεί άραγε η ελληνική αλλά και η τουρκική λογοτεχνία να γεφυρώσουν το χάσμα που επιχειρείται να δημιουργηθεί και πάλι, χωρίς κανένας από τους δυο λαούς να το επιθυμεί;
    Πολύ ωραία η ερώτησή σας. Νομίζω ότι σε επίπεδο λαού, ναι, η λογοτεχνία τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική μπορεί να γεφυρώσει κάθε είδους χάσμα ανάμεσα στους δυο λαούς. Αν διαβάσετε έργα του Λιβανελί, του Παμούκ, του Χαλίτ Ζηγιά αλλά και άλλων Τούρκων συγγραφέων αλλά και έργα Ελλήνων, όπως της Διδώς Σωτηρίου, της Ιορδανίδου, τολμώ να πω πως και το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ είναι ένα τέτοιο έργο, θα δείτε ότι η λογοτεχνία μπορεί να επισημάνει δεδομένα που η Ιστορία για διάφορους λόγους συχνά αποκρύπτει και η γνώση αυτών των δεδομένων είναι πολύ ουσιαστικής σημασίας για την κατανόηση των αληθινών γεγονότων. Φυσικά και υπάρχουν τουρκικά μυθιστορήματα που βρίθουν εθνικισμού και εκεί ο Έλληνας μπορεί να παρουσιάζεται ως αλλόθρησκος, επιθετικός και εχθρικός. Ο Κούντερα έλεγε πως «Ένα μυθιστόρημα, που δεν αποκαλύπτει μια μέχρι τώρα άγνωστη πτυχή της ύπαρξης, είναι ανήθικο». Ας κρατήσουμε αυτή τη σκέψη και ας διαβάσουμε μυθιστορήματα που αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της Ιστορίας, εν προκειμένω της Ιστορίας που αναφέρεται στη συνύπαρξη των δύο λαών. Θα ανακαλύψουμε αλήθειες που αξίζει να γνωρίζουμε και ίσως έτσι αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά. Ξέρετε όταν έγραφα τις ΑΓΡΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ και μελετώντας μια τεράστια βιβλιογραφία ανακάλυψα ότι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο ήρωας του βιβλίου και αληθινός ήρωας Μιλτιάδης Χούμας έκανε με το καΐκι του μεταφορές διαφυγής Ελλήνων και Άγγλων συμμάχων προς το Τσεσμέ της Τουρκίας οι Τούρκοι ήταν εκείνοι που βοήθησαν τους Έλληνες πρόσφυγες της εποχής. Χαρακτηριστικά διάβασα ότι όπου γύριζες τα μάτια σου έβλεπες Έλληνες πρόσφυγες. Αυτή τη βοήθεια όμως που πρόσφεραν τότε οι Τούρκοι δεν τη βρήκα σε κανένα επίσημο βιβλίο. Θέλω να πω με αυτό ότι ναι στην Ιστορία της γειτνίασης των δύο λαών δεν υπήρχαν μόνο οι στιγμές αγριότητας που πράγματι υπήρξαν αλλά και στιγμές που δείχνουν μια άλλη πτυχή της συνύπαρξης που αξίζει να γνωρίσουμε και η λογοτεχνία μάς βοηθάει πολύ σ’ αυτό.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πέρα 1955-1964. Μια ελληνική γειτονιά στην καρδιά της Πόλης, εκεί όπου Έλληνες και Οθωμανοί συνυπάρχουν αρμονικά, ονειρεύονται, αγαπούν, ερωτεύονται και αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Ανάμεσά τους ο καλόκαρδος Ισμαήλ με τον καφενέ του, ο μοναχικός Ισίδωρος χωμένος στη σκόνη των βιβλίων του, η λάγνα Αϊσέ που φεύγει αφήνοντας πίσω της ένα παιδί, η αρχόντισσα Καλλιάνθη, ο Ναντίρ που ορέγεται την Ασλίβ, η Εσίν που θα αλλάξει τη μοίρα της και η γριά Γιασεμώ με τον Γιουσούφ σχηματίζουν έναν θίασο που περιφέρεται στα σοκάκια της Πόλης, στους καφενέδες και στα χαμάμ, στα πορνεία, στη θάλασσα του Βοσπόρου και στις μνήμες των πατρίδων που κάποτε χάθηκαν ή ανταλλάχτηκαν. Κι ενώ αισθάνεται κανείς πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να συμβιώνουν αρμονικά στο πολυφυλετικό σκηνικό της Πόλης, τα σύννεφα του εθνικισμού μαζεύονται στον ορίζοντα. Τα Σεπτεμβριανά και οι απελάσεις του ’64 θα αλλάξουν τη ζωή των ηρώων αλλά και της Πόλης για πάντα. Μια ιστορία για μια ολόκληρη εποχή που μυρίζει καπνούς και αρώματα της ανατολής και για έναν κοσμοπολιτισμό που σβήνει. Ένα μυθιστόρημα για τα καπρίτσια της Ιστορίας, που αποδεικνύει τη δύναμη της αγάπης και της ανθρωπιάς που αντέχει στον χρόνο.

Βιογραφικό
Η Τέσυ Μπάιλα γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία το 2009. Έχει συνεργαστεί με διαδικτυακά περιοδικά ως αρθρογράφος και βιβλιοκριτικός. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα και αρχισυντάκτρια του περιοδικού Literature.gr. Κείμενά της έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς στην εφημερίδα Η Καθημερινή της Κυριακής. Παράλληλα συνεργάζεται ως μεταφράστρια με έγκριτους εκδοτικούς οίκους. Ασχολείται με τη φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Είναι ιδρυτικό μέλος και γενική γραμματέας του Σωματείου Λογοτεχνών και Φίλων της Λογοτεχνίας PEN Greece, που αποτελεί το επίσημο ελληνικό παράρτημα του PEN International.