Συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι του Αλεσάντρο» – Εκδόσεις «Κλειδάριθμος»

Δεν είχε τίποτε. Άρα δεν είχε να χάσει κάτι. Ή θα γινόταν η δούλα της οικογένειας ή θα πετύχαινε. Η θέληση και το πείσμα να τα καταφέρει ήταν το εισιτήριο για να φύγει από το μικρό της νησί, την Κάρπαθο και να αναζητήσει την τύχη της στο μεγάλο: Τη Ρόδο. Αυτή είναι η πρωταγωνίστρια στο νέο μυθιστόρημα της Τίτσας Πιπίνου. Μια ηρωίδα ανεξάρτητη, δυνατή και αποφασισμένη να πετύχει. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του χαρακτήρα της. Όπως εξηγεί στο Vivlio-life η συγγραφέας, αυτές οι γυναίκες την εμπνέουν. Στο πλευρό της χαμογελαστής Άννας, ο Αλεσάντρο. Μόλις γνωριστούν, κάτι όμορφο θα ξεκινήσει μεταξύ τους. Μόνο που αυτό το υπέροχο συναίσθημα θα ανθίσει στον πόλεμο… Και τότε τα λουλούδια, μαζί και τα χαμόγελα θα μαραθούν!

Αλεσάντρο και Άννα. Μιλήστε μας για τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές σας.
Ο Αλεσάντρο είναι ένας μοναχικός άνδρας με ακεραιότητα εγκλωβισμένος σε ένα γάμο που ήδη έχει δείξει ότι δεν έχει μέλλον. Η πληκτική και μονότονη ζωή του σε μια μακρινή ιταλική επαρχία μακριά από την πατρίδα αποκτά νόημα όταν συναντιέται με την Άννα, ένα ζωηρό, έξυπνο πλάσμα που ξέρει να πολλαπλασιάζει με ευγνωμοσύνη το ελάχιστο που της δίνεται. Αυτό είναι ένα σπάνιο χαρακτηριστικό κάποιων ανθρώπων, σε ορισμένους δίνονται πολλά που τα κατασπαταλούν χωρίς να καταφέρουν κάτι.

Η περιγραφή της Άννας ήταν αυτή που μ’ έκανε να συμπαθήσω την ηρωίδα σας από τις πρώτες σελίδες. Πώς εμπνευστήκατε και πώς αποδώσατε αυτόν τον χαρακτήρα;
Πάντα με συγκινούν οι γυναίκες που παρά τη θέση που τους έχει κατατάξει η οικογένεια και η κοινωνία αυτές επαναστατούν με τον τρόπο τους και θέλουν να ξεφύγουν. Δεν θέλουν να περάσει η ζωή τους χωρίς να τη ζήσουν. Κανείς δεν περιμένει από αυτή να πετύχει το ελάχιστο και πρέπει να δώσει μάχη ακόμη και για να εργαστεί μακριά από το νησί της. Η ίδια γνωρίζει καλά πως αν δεν το κάνει θα καταλήξει ένα είδος υπηρέτριας, το πιο σωστό δούλας, της οικογένειας. Δημιούργησα μια ηρωίδα που είναι ανεξάρτητη, δυνατή και αποφασισμένη να πετύχει, γιατί και εμένα με εμπνέουν αυτές οι γυναίκες.

«Ήταν που ήταν τρίτη κόρη, ποιος θα της έδινε σημασία; Κανείς!», γράφετε. Υπήρχε ένα κορίτσι μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά σ’ αυτά που κρατήσατε από τις διηγήσεις της μητέρας σας ή είναι μια καθαρά φανταστική προσωπικότητα;

Όχι, δεν είναι από κάποιες διηγήσεις της μητέρας μου, αλλά αυτό που συνέβαινε σε ένα νησί της Δωδεκανήσου, την Κάρπαθο συγκεκριμένα. Υπήρχε το έθιμο η πρώτη κόρη της οικογένειας να παίρνει όλη τη μητρική περιουσία με αποτέλεσμα για την τρίτη κόρη να μην απομένει τίποτα, και έτσι σε ένα περιβάλλον που η προίκα ήταν απαραίτητη, αυτά τα κορίτσια να μένουν στα αζήτητα. Ήταν πολύ σκληρό και το επέβαλλε η ίδια η οικογένεια. Το περίεργο είναι ότι και τα ίδια το δέχονταν αδιαμαρτύρητα και μοιρολατρικά. Εκείνα τα χρόνια τα άφηναν αμόρφωτα, -τι θα την έκαναν την μόρφωση-, και έκαναν τις πιο σκληρές αγροτικές και οικιακές εργασίες.

«Κατάφερε να περάσει τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ζωής της απαρατήρητη, στη σκιά μια, που έδειχνε να μη ζητάει ούτε να χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το ελάχιστο…». Πώς ένα κορίτσι χαμηλών τόνων παίρνει τη μεγάλη απόφαση να φύγει από το νησί και την ασφάλεια του σπιτιού του;
Το «χαμηλών τόνων» δεν σημαίνει αδυναμία, ίσως και να σημαίνει σε πολλές περιπτώσεις δύναμη. Σε αυτή την έκφραση συχνά δίνουν λανθασμένη ερμηνεία. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο αυτό που έκανε η Άννα, δηλαδή να φύγει από το σπίτι της, και χωρίς κανένα εφόδιο να αναζητήσει την τύχη της στη Ρόδο, αλλά ήταν αποφασισμένη να πετύχει. Το πιο σημαντικό δεν είχε να χάσει τίποτα. Ήταν η απελπισία και η επιθυμία της να ξεφύγει από τα στενά όρια της κοινωνίας που ζούσε.

Το «νιάνιαρο» όπως την αποκαλούν στο νησί, τα καταφέρνει. Γίνεται μια πολύ καλή μοδίστρα, στη Ρόδο δίπλα στη Φραγκολεβαντίνα μοδίστρα της εποχής, τη μαντάμ Φλώρα. Τι ήταν αυτό που έκανε τον Αλεσάντρο να την παρατηρήσει και να της δώσει σημασία;
Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να προσέξει έναν άλλον και να τον ερωτευτεί, ενώ σε όλους τους άλλους περνά απαρατήρητος; Ίσως κάτι υποδόριο που οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, ούτε να δούμε. Είναι αυτή η ανεξήγητη οικειότητα που νιώθουμε ξαφνικά με κάποιους. Αυτό ήταν που έφερε αυτούς τους δύο ανθρώπους πιο κοντά.

Ένας μεγάλος έρωτας γεννιέται λοιπόν. Αν και φανταστικός δε διαφέρει – όπως λέτε στις σημειώσεις σας – από τις ερωτικές ιστορίες που υπήρξαν ανάμεσα σε Ιταλούς και Ελληνίδες. Αναζητώντας αυτό που θα με πείσει πως αυτή η αγάπη ήταν πιο δυνατή από τις άλλες, διαβάζω: «Αυτός ο άντρας κυκλοφορούσε μέσα στο αίμα της, ήταν αυτή η ίδια»…
Υπήρξαν πολλές ερωτικές ιστορίες ανάμεσα στους δύο λαούς, ίσως γιατί η ιδιοσυγκρασία μας δεν είναι πολύ διαφορετική. Κυρίως με Ιταλούς που προέρχονταν από τον Νότο. Αντίθετα με τους Γερμανούς που υπήρξαν και αυτοί κατακτητές δεν έγινε κάτι γνωστό. Με το «…κυκλοφορούσε στο αίμα της…» εννοώ αυτό το είδος συγγένειας και οικειότητας που νιώθουμε όταν είμαστε βαθιά ερωτευμένοι.

«Μετά τη σύλληψη του Αλεσάντρο, η Άννα βιώνει την ταπείνωση από την τοπική κοινωνία και οδηγείται σ΄ έναν συμβατικό γάμο…», διαβάζω στο οπισθόφυλλο. Η θαρραλέα Άννα – όπως την γνωρίσαμε – θα μπορούσε να μην προχωρήσει σ’ αυτόν τον γάμο; Να αψηφήσει δηλαδή την κοινωνία που την έβαλε στο περιθώριο;
Εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε εκείνο τον συγκεκριμένο τόπο –τη Ρόδο- όπως έβγαινε από έναν πολύχρονο ανελέητο πόλεμο, και σκληρή κατοχή, όσο θαρραλέα και αν ήταν μια γυναίκα δεν μπορούσε να αψηφήσει την κοινωνία. Γίνονταν έκτροπα και εδώ κι αλλού σε όλη την Ελλάδα σε βάρος πολλών γυναικών που είχαν σχέσεις με τους κατακτητές. Ήταν μια άγρια εποχή εκείνα τα χρόνια. Κάτι που φαίνεται σήμερα απλό, όταν το αντιμετωπίζεις είναι εξαιρετικά δύσκολο.

Οι δυο αδερφές της Άννας επίσης είναι δυο πρόσωπα που ο αναγνώστης ευχάριστα παρακολουθεί. Εκείνη όμως που, πιστεύω, ότι με την προσωπικότητα και τον έντονο χαρακτήρα της μας εκπλήσσει είναι η γιαγιά Περσεφόνη. Μιλήστε μας γι’ αυτήν.
Οι οικογένειες στα νησιά εκείνα τα χρόνια ήταν μητριαρχικές, κυρίως λόγω της μετανάστευσης των ανδρών. Οι άνδρες έλειπαν όλα τα χρόνια και επέστρεφαν σχεδόν γέροι χωρίς ίχνος ικμάδας. Στο μεταξύ οι γυναίκες που έμεναν πίσω έκαναν κουμάντο. Μεγάλωναν παιδιά, τα πάντρευαν, φρόντιζαν την περιουσία, έκαναν αγοραπωλησίες ακινήτων. Ήταν αδιαπραγμάτευτη η γνώμη και η θέληση τους, κανείς στην οικογένεια δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει. Μια τέτοια γυναίκα που τα ορίζει όλα είναι η γιαγιά Περσεφόνη. Δυστυχώς όμως στο τέλος της ζωής της καταρρακώνεται όταν αντιλαμβάνεται ότι σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει όλα όσα έχει πολύ προσεκτικά σχεδιασμένα πάνε στράφι.

Η ρομαντική ιστορία σας διαδραματίζεται κατά την Ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων, το 1937. Πόσο χώρο δώσατε στα ιστορικά γεγονότα γράφοντας;
Αρκετό χώρο, θα έλεγα. Είναι τόσο έντονα τα γεγονότα, εκείνα τα χρόνια, ή και λόγω αυτών η ιστορία μου εξελίσσεται όπως εξελίσσεται.
Όχι μόνο εδώ αλλά σχεδόν όλο τον κόσμο επηρέασε ο πόλεμος. Εδώ μιλάμε για Ιταλική Κατοχή, και ειδικά το 1937 κυβερνήτης είναι ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι, ένας από την τετρανδρία της φασιστικής Ιταλίας, ο πιο σκληρός. Ξεκίνησε έναν αμείλικτο εξιταλισμό των κατοίκων που αν δεν ήταν ο πόλεμος να τον σταματήσει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα ήταν τα πράγματα σήμερα στα Δωδεκάνησα.

Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύετε τους αναγνώστες στο νησί σας;
Όχι, σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα μου αναφέρονται στη Ρόδο και στα νησιά των Δωδεκανήσων. Γράφω για αυτά που γνωρίζω καλά και η Ρόδος έχει πυκνή και πλούσια ιστορία που μπορεί να δίνει συνέχεια έμπνευση σε ένα συγγραφέα.

Υπάρχουν σήμερα στη Ρόδο απόγονοι τέτοιων σχέσεων που θα θέλατε να διαβάσουν το μυθιστόρημά σας;
Φυσικά και υπάρχουν και εδώ και στην Ιταλία. Πολλές Ελληνίδες με τις οικογένειές τους έφυγαν αμέσως μετά τον πόλεμο για τις πόλεις των συζύγων τους γιατί το κλίμα ήταν βαρύ. Έκαναν οικογένειες που οι απόγονοί τους επισκέπτονται τη Ρόδο συχνά. Θα χαιρόμουν να διαβάσουν το μυθιστόρημά μου. Οι ήρωες είναι επινοημένοι, αλλά σίγουρα η ιστορία δεν διαφέρει από όσα συνέβησαν στην πραγματικότητα. Το πιθανότερο θα βρουν κοινά στοιχεία.

Από τη «Γυναίκα της σκιάς» που ήταν το πρώτο σας μυθιστόρημα, μέχρι «Το κορίτσι του Αλεσάντρο» μεσολάβησαν αρκετά χρόνια και πολλά βιβλία. Θα μπορούσατε να σκεφτείτε τη ζωή σας χωρίς έμπνευση;
Δύσκολα μπορώ να τη φανταστώ. Μάλλον αδύνατον να τη φανταστώ. Νιώθω τυχερή που μπορώ να γράφω. Η ζωή σίγουρα θα ήταν πληκτική και στεγνή. Η γραφή έχει κάνει τη ζωή μου πιο όμορφη, με περιεχόμενο, όχι μόνο η γραφή αλλά και η ανάγνωση βιβλίων, η μουσική, η τέχνη γενικά. Όταν ήμουν νεότερη και είχα διάφορες αποτυχίες, πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι στο τέλος εγώ θα γράφω βιβλία και αυτό με παρηγορούσε.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Ιταλική κατοχή Δωδεκανήσων, 1937. Τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ο σκληρότερος από την τετρανδρία του φασισμού στην Ιταλία. Η δεκαεπτάχρονη Άννα φεύγει απ’ το μικρό νησί της για τη Ρόδο, με σκοπό να δουλέψει δίπλα στη διάσημη Φραγκολεβαντίνα μοδίστρα της εποχής, τη μαντάμ Φλώρα. Θέλει με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από τα δεσμά του τόπου της, την αυστηρή επιτήρηση της γιαγιάς της και τη μοίρα που την περιμένει.
Η ανάδειξη της Άννας ως καλύτερη μοδίστρας στα πιο ακριβά σαλόνια θα επισκιαστεί από τον παράνομο έρωτά της με τον Ιταλό μηχανικό Αλεσάντρο Κιοράντο. Μετά τη σύλληψη του Αλεσάντρο, η Άννα βιώνει την ταπείνωση από την τοπική κοινωνία και οδηγείται σ’ έναν συμβατικό γάμο. Στα χρόνια που περνούν τον θεωρεί νεκρό, όμως η μοίρα έχει άλλα σχέδια…
Η βαθιά τους αγάπη θα ξεχαστεί από όλους αλλά ποτέ από τους ίδιους.

Βιογραφικό
Η Τίτσα Πιπίνου γεννήθηκε στη Ρόδο, όπου ζει μέχρι σήμερα. Για ένα διάστημα έμεινε στην Αγγλία και παρακολούθησε μαθήματα γλώσσας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο Γυναίκα της σκιάς.
Συνολικά έχει γράψει εννιά μυθιστορήματα, ένα δοκίμιο και ένα βιβλίο για παιδιά. Διηγήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, λογοτεχνικά ημερολόγια και στον Τύπο. Διατηρεί εδώ και χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το βιβλίο.