Συγγραφέας του βιβλίου «Το βραχιόλι της φωτιάς» – Εκδόσεις Καστανιώτη

Μια δυνατή αληθινή ιστορία, από εκείνες που φέρνουν δάκρυα στα μάτια έγραψε η Βεατρίκη Σαΐας – Μαγρίζου. Πρόκειται για την ιστορία της οικογένειας του πατέρα της, μιας οικογένειας Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που οδηγήθηκε στα στρατόπεδα του Άουσβιτς. Αυτό, λοιπόν, το πραγματικό σενάριο ζωής, που ξεκινά με τη μεγάλη φωτιά του 1917 που άλλαξε τη φυσιογνωμία της πόλης και στο οποίο συνυπάρχουν αρμονικά δυο πονεμένοι λαοί, θα παρακολουθήσουμε σύντομα από τη συχνότητα της ΕΡΤ. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «γράφοντάς το, δημιουργούνταν μπροστά στα μάτια μου πολύ δυνατές και ολοζώντανες κινηματογραφικές εικόνες. Αυτές είδαν στην ΕΡΤ και βέβαια και όλοι οι συντελεστές της δημιουργίας της σειράς, πράγμα που με κάνει πολύ χαρούμενη και με συγκινεί πολύ».

  • «Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και σε αληθινά πρόσωπα…», διαβάζουμε στην αρχή του βιβλίου σας. Θα είχε ενδιαφέρον να μας πείτε πώς έφθασαν σε σας τα βιώματά τους και πόσο άμεσα πήρατε την απόφαση της συγγραφής.
    Το βιβλίο μου αναφέρεται στην ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, μιας οικογένειας Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μου οδηγήθηκε με την οικογένεια του στα στρατόπεδα του Άουσβιτς. Και ήταν ένα ανέμελο 16χρονο παιδί που ζούσε ευτυχισμένο με την οικογένεια του. Μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί κι άρχισε ο τρόμος. Κι άρχισαν να βεβηλώνουν τους ιερούς χώρους, να λεηλατούν σπίτια. Δημιούργησαν γκέτο, τους ανάγκασαν να φορούν τη σφραγίδα της τιμωρίας και καταδίκης στο πέτο, το κίτρινο άστρο του Δαυίδ, τους εκμηδένισαν την αξιοπρέπεια, τους καταρράκωσαν το ηθικό και τέλος τους φόρτωσαν στα τρένα του θανάτου και τους οδήγησαν στο Άουσβιτς για την τελική λύση. Ο παππούς μου, Μεντές Σαΐας, δεν κρίθηκε ικανός για εργασία και από το πρώτο βράδυ οδηγήθηκε στους θαλάμους αερίων. Ο πατέρας μου και τα αδέλφια του κρίθηκαν ικανοί να δουλέψουν. Πείνα, κρύο, κακουχίες η σκληρή καθημερινότητα τους. Κάθε μέρα έλεγχος και διαλογή. Εσύ ζεις εσύ πεθαίνεις. Μια μέρα οι Γερμανοί επέλεξαν τον πατέρα μου για πειραματόζωο. Του έκαναν εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας χωρίς νάρκωση. Ήθελαν να δουν πόσο αντέχει ένα 16χρονο παιδί. Ο πατέρας μου άντεξε. Μέσα στην ατυχία του υπήρξε τυχερός. Δίπλα του άλλα παιδιά, άτυχα αυτά, υποβάλλονταν σε άλλου είδους βαριές εγχειρήσεις.
    Ο πατέρας μου μετά από 2 χρόνια κράτησης σε πολύ σκληρές συνθήκες γύρισε ορφανεμένος και παρόλο το βάρος της μνήμης που κουβαλούσε, συνέχισε να ζει. Έφτιαξε οικογένεια, δημιούργησε, αλλά ποτέ δεν ξέχασε. Όμως σπάνια μιλούσε γι αυτά, που πέρασε. Κανένας όμηρος δε μιλούσε για πολλά χρόνια. Όταν ξεκινούσε να μας διηγηθεί κάτι, ένας κόμπος του έκλεινε τον λαιμό, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του και σταματούσε. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την οδύσσεια του μικρού Ιωσήφ Σαΐας, εκτός από τον αριθμό στο χέρι του. Ήταν ένας χαρούμενος, γελαστός, ανοιχτός και επιδεκτικός στην διαφορετικότητα άνθρωπος, που είχε έγνοια του να μη μας λείψει τίποτα. Δυστυχώς όμως, από τις κακουχίες που είχε περάσει μικρός, αρρώστησε πολύ νέος από βαρύ άσθμα. Κρατιόταν όμως από τη ζωή με νύχια και με δόντια. Και ξέρετε γιατί; Από φόβο, μην ξεχαστεί το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ου αιώνα, το ολοκαύτωμα. Έλεγε με αγωνία, “εδώ ζω και το αμφισβητούν, φαντάσου τι θα γίνει αν πεθάνουμε εμείς οι ζωντανές αποδείξεις’’. Και συμπλήρωνε με πικρία, “Ακόμα κι η ίδια μου η πατρίδα, που την υπηρέτησα πιστά, που γι’ αυτήν θυσιάστηκε στο Αλβανικό ο αδελφός μου, σιωπά και δεν κάνει καμιά αναφορά στο γεγονός αυτό. Κι η πόλη μου η Θεσσαλονίκη; Σαν να μην συνέβη. Σαν να μην έγινε τίποτα’’.
    Είχε εκδοθεί, θυμάμαι, το πρώτο μου βιβλίο όταν με φώναξε. “Τώρα κάτσε να στα πω. Να τα γράψεις. Για να μείνουν”. Και μου τα είπε. Όλα. Κι εγώ τον άκουγα με ορθάνοιχτα από τη φρίκη των όσων άκουγα, μάτια και του υποσχέθηκα πως δε θα ξεχάσω ποτέ και πως όσο ζω, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να μάθουν τις αλήθειες όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι και ειδικά οι νέοι και αυτοί, να τις μεταφέρουν στις επόμενες γενιές. Λίγες μέρες μετά πέθανε. Κι εγώ έγραψα την ιστορία του στο βιβλίο μου με τίτλο ‘’Το βραχιόλι της φωτιάς’’.
  • Η μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης το 1917, όχι μόνο σημάδεψε την ιστορία της πόλης αλλά άλλαξε και τη φυσιογνωμία της. Από την έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής, σίγουρα είδατε εικόνες της πόλης πριν τη μεγάλη φωτιά. Ας δούμε αυτή την εικόνα μέσα από τα δικά σας μάτια.
    Η Θεσσαλονίκη πριν από την πυρκαγιά ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη, όπου ζούσαν αρμονικά Χριστιανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι και Οθωμανοί. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Εβραίοι, οι οποίοι από το 1492 οπότε και εκδιώχθηκαν από την Ισπανία του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, είχαν εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη. Η πόλη τότε είχε 2.000 κατοίκους και αγκάλιασε τους 50.000 διωγμένους εβραίους, που έφεραν μεγάλη οικονομική και πνευματική άνοδο. Η Θεσσαλονίκη γι αυτό, πριν από την πυρκαγιά του 1917 θύμιζε Σεβίλλη, Τολέδο, Κόρδοβα. Υπήρχαν υπέροχες αρχοντικές κατοικίες. Βέβαια υπήρχαν και πολλοί φτωχοί εβραίοι που δούλευαν στο λιμάνι ως χαμάληδες. Υπήρχαν 32 Συναγωγές, πολλά Ιδρύματα και Σχολεία.
  • Μέρος αυτού του δραματικού κεφαλαίου, η Μπενούτα με τα παιδιά της. Εγκατέλειψαν το σπίτι τους στην Εβραϊκή συνοικία την τελευταία στιγμή. Δώστε μας μια πρόταση που χρησιμοποιήσατε για τη στιγμή της αλλοφροσύνης.
    Δεν την γράφω στο βιβλίο αλλά είμαι σίγουρη πως θα είπε στα ισπανικά: A Dio senior del Moudo, που σημαίνει Θεέ Κύριε του Κόσμου και την λέμε όταν είμαστε σε απόγνωση.
  • Για τους λόγους που προκάλεσαν τη μεγάλη φωτιά έχουμε ακούσει πολλά. Άλλοι λένε πως ξέφυγε μια σπίθα από το τηγάνι μιας νοικοκυράς που έψηνε μελιτζάνες, άλλοι ότι όλα ξεκίνησαν από το τηγάνι με τα ψάρια και άλλοι από καζάνι στο οποίο έβραζε νερό για μπουγάδα. Εσείς πώς προσεγγίσατε την αιτία της μεγάλης πυρκαγιάς;
    Διάβασα διάφορα για τους λόγους που ξεκίνησε η φωτιά. Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες αλλά και βεβαιότητες ότι η φωτιά έγινε με πρόγραμμα για να φύγουν οι εβραίοι από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου είχαν τα σπίτια τους και τις επιχειρήσεις τους για αιώνες.
  • Αγγελής. Ο Τσιγγάνος που βοήθησε την Μπενούτα. Το πρόσωπο που συμπαθούμε εξαρχής. Μιλήστε μας γι αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα.
    Όταν άρχισα να γράφω την ιστορία της οικογένειας Σαΐας ήθελα να απαντήσω και σε ένα ερώτημα, που με βασάνιζε. Στο γιατί; Γιατί εμάς τους εβραίους; Πριν από χρόνια έπεσε στα χέρια μου ένα πολύ ωραίο λεύκωμα τριών μεταπτυχιακών φοιτητριών με τίτλο Τσιγγάνες. Σε αυτό το λεύκωμα εκτός από τις υπέροχες φωτογραφίες είχε και περιγραφές από τις συνήθειες τους, τα ήθη τους, τις μεταφυσικές τους ανησυχίες, τις σκέψεις τους για τη ζωή, τον φόβο τους για το θάνατο και τους πεθαμένους και πολλά άλλα. Με αφορμή αυτό το βιβλίο έκανα επισκέψεις στον καταυλισμό των Τσιγγάνων στη Νέα Σμύρνη της Λάρισας, όπου ζω, μίλησα μαζί με τον Αγγελή και την Πασχαλίνα, με κέρασαν καφέ, μου είπαν και το φλιτζάνι κι οι επισκέψεις μου είχαν μια συνέχεια. Ε! λοιπόν γνωρίζοντας τους από κοντά άρχισε να διαλύεται και η όποια πολύ μικρή προκατάληψη, που είχα για τους Τσιγγάνους. Γύφτους τους λέμε εμείς. Και τότε ξεκαθάρισε στο μυαλό μου το εξής. Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ.
    Και τότε ήξερα τι ήθελα να γράψω. Ήθελα να γράψω για μια εβραϊκή οικογένεια με τα ήθη της, τα έθιμα της, τις συνήθειες της με σκοπό να μας γνωρίσουν οι άνθρωποι και ίσως να νοιώσουν ό,τι ένοιωσα κι εγώ για τους τσιγγάνους. Και φυσικά ήθελα να γράψω και την μαρτυρία που μου άφησε κειμήλιο πολύτιμο, ο πατέρας μου. Και επειδή ήξερα πως και η φυλή των Τσιγγάνων δεινοπάθησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ήθελα να μας δει, ο κόσμος όλους εμάς τους διαφορετικούς με συμπάθεια και με την αλήθεια μας, για όλα αυτά λοιπόν, έγραψα αυτό το βιβλίο.
  • Εβραίοι και Τσιγγάνοι. Δυο λαοί ταλαιπωρημένοι. Τους βλέπουμε να συνυπάρχουν αρμονικά στο μυθιστόρημά σας. Ποια κοινά σημεία εντοπίσατε ανάμεσά τους, από τη στιγμή που η μάνα του εμπιστεύτηκε την τύχη τη δική της αλλά και των παιδιών της;
    Ακόμα και κοινά σημεία να μην έχουν κάποιες μειονότητες, ακόμα κι αν έχουν διαφορετική θρησκεία, κοσμοθεωρία, αντιλήψεις, ήθη, έθιμα, μπροστά στον κίνδυνο τους ενώνει το ότι απλά είναι άνθρωποι.
  • Από τη μεγάλη φωτιά, στη ναζιστική θηριωδία και από εκεί στην Τελική Λύση. Ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν καθώς μπαίνατε στο «Κεφάλαιο έκτο» με τίτλο «Στην Κόλαση»;
    Ήταν πολύ σκληρό, οδυνηρό μπορώ να πω για μένα, να μπαίνω στην θέση αυτών των αθώων θυμάτων. Φανταστείτε εκεί που ζείτε ήρεμα και ωραία με τις οικογένειες σας στην θαλπωρή του σπιτιού σας, ένα κίτρινο αστέρι να σας σημαδεύει και να σας κάνει στόχους και να σας κυνηγούν να σας συλλάβουν κι αυτό γιατί έχετε άλλη θρησκεία. Χωρίς καμία διάκριση! Κι ας είστε μωρά, παιδιά, έφηβοι, ηλικιωμένοι, ανήμποροι! Ειδικά στις σκηνές των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των κρεματορίων, πολλές φορές λύγισα.
  • Στο άρθρο σας με τίτλο «Ένα μεγάλο εθνικό τραύμα» γράφετε: «Ἤμουν πολύ μικρή ὅταν ρώτησα τόν πατέρα μου γιά τόν ἀριθμό 116257, πού ἦταν γραμμένος μέ ἀνεξίτηλο μελάνι στό χέρι του. Τότε μου ἀπάντησε ἕνα ξερό «οἱ Γερμανοί. Ἔπρεπε νά μεγαλώσω λίγο γιά νά μάθω μέ λίγα λόγια ἀνάμεσα σέ λυγμούς, πώς παιδί ἦταν τότε ὁ πατέρας μου πού ὁδηγήθηκε μέ τήν οἰκογένειά του στά στρατόπεδα τοῦ Ἄουσβιτς…». Και το τραύμα του πατέρας σας; Επουλώθηκε ποτέ;
    Νομίζω πως ποτέ δεν επουλώνονται τα πολύ βαθειά τραύματα. Όμως για ένα είμαι σίγουρη, πως έφυγε ξαλαφρωμένος παίρνοντας μαζί του την υπόσχεση μου πως δεν θα ξεχάσω.
  • Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του βραχιολιού στην πλοκή της αληθινής ιστορίας, ώστε σ’ αυτό να επικεντρωθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος;
    Το βραχιόλι είναι ένα κειμήλιο, που φορούσαν οι εβραιοπούλες όταν ενηλικιώνονταν στα 13 τους, που άλλαξε χέρια και άντεξε σε όλες τις φωτιές, που πέρασε η οικογένεια, πραγματικές και μεταφορικές. Είναι συμβολική η διατήρηση της ύπαρξης του. Συμβολίζει την επιβίωση και την συνέχιση της ύπαρξης των εβραίων ενάντια στην βούληση των ναζιστών.
  • Είστε από εκείνους τους τυχερούς συγγραφείς που βλέπουν το βιβλίο τους να πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω. Η μεταφορά του στη μικρή οθόνη ήταν κάτι που επιθυμούσατε όταν ξεκινούσατε να αφηγείστε τις πρώτες στιγμές της μεγάλης φωτιάς της Θεσσαλονίκης;
    Πράγματι νοιώθω πολύ τυχερή. Και πράγματι δεν μου είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα μεταφερθεί στην μικρή οθόνη το βιβλίο μου. Όμως δεν σας κρύβω πως γράφοντας το, δημιουργούνταν μπροστά στα μάτια μου πολύ δυνατές και ολοζώντανες κινηματογραφικές εικόνες. Αυτές είδαν στην ΕΡΤ και βέβαια και όλοι οι συντελεστές της δημιουργίας της σειράς, πράγμα που με κάνει πολύ χαρούμενη και με συγκινεί πολύ.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το δραματικό οδοιπορικό μιας εβραϊκής οικογένειας στις ζοφερές στιγμές του εικοστού αιώνα.
Το χρονικό μιας κοινωνίας που συντρίβεται και αναφύεται μέσα από τα ερείπιά της. Η θυελλώδης ιστορία του μικρού Ιωσήφ, όπως την καταγράφει ένα νυχτερινό παραμύθι: Θεσσαλονίκη, 1917. Οι φλόγες ζώνουν την εβραϊκή συνοικία. Η Μπενούτα με τα παιδιά της βρίσκονται στο σπίτι. Ένας Τσιγγάνος, ο Αγγελής, τους διασώζει την τελευταία στιγμή. Τους μεταφέρει στον καταυλισμό του, μακριά απ` τον όλεθρο. Μεγάλο μέρος της πόλης καταστρέφεται. Ένα πολύτιμο κόσμημα σώζεται.
Ένα κειμήλιο που συνδέει ανθρώπους και γεγονότα.
Εβραίους και Τσιγγάνους. Δυο λαούς με διαφορετική κοσμοαντίληψη αλλά με πεπρωμένο κοινό. Πόλεμος, ναζιστική θηριωδία, Άουσβιτς. Οι σκληρές σελίδες του Ολοκαυτώματος. Η οδύσσεια ενός βραχιολιού.

Βιογραφικό
Η Βεατρίκη (Μπέττυ) Σαΐας-Μαγρίζου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ζει στη Λάρισα. Είναι παντρεμένη και μητέρα μιας κόρης. Σπούδασε οικονομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έχει δίπλωμα οπτικού. Έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά της Στην Πολυξένη (1996), Ο Νέστορας που Τόρη τον φώναζε αυτή (1997), Μοιραία ταύτιση (2002) και Το βραχιόλι της φωτιάς (2006) από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, Με τα φτερά της ψυχής (2016) από τις Εκδόσεις Αρισταρέτη, καθώς και τα παραμύθια Ο πρίγκιπας του πλανήτη Βίκτωρ (2011) και Βίκτωρ, ο ταξιδευτής του ουρανού (2014) από τις Εκδόσεις Διάπλαση. Επίσης έχει γράψει τα θεατρικά έργα Η προίκα (2000), που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο θεάτρου (ανέβηκε σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο Studio Μαυρομιχάλη με τη Στέλλα Παπαδημητρίου και παίζεται επί σειρά ετών σε μεγάλες πόλεις ανά την Ελλάδα), Το κοινό ταμείο (2001), Η τελευταία βελονιά (2007), Φεγγάρι στον ακάλυπτο (2019) και το θεατρικό αναλόγιο Λεχάιμ – Στη ζωή (2000), που απέδωσαν η Αντιγόνη Βαλάκου και ο Πέτρος Φυσσούν και το 2019 αποδόθηκε στο Φεστιβάλ Ολύμπου. Έχει συμμετάσχει με κείμενά της στο βιβλίο Νέοι στη Δίνη της Κατοχικής Ελλάδας, έκδοση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς (2008). Στο Δημοτικό Ραδιόφωνο της Λάρισας παρουσίαζε την εβδομαδιαία εκπομπή λόγου «Ιστορίες χωρίς τίτλο». Έγραψε το σενάριο της ταινίας Αβραάμ-Αλμπέρτο, που προβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2006, στην Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Κείμενά της διδάσκονται στο τμήμα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, ενώ προσκλήθηκε να παρουσιάσει το έργο της στην έδρα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Σέλουιν Κόλετζ του Κέιμπριτζ. Συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό του Δήμου Λαρισαίων Γραφή και με άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης συνεργάζεται με το περιοδικό της Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου Αχιλλίου Πόλις. Υπό έκδοση είναι το παραμύθι της με τίτλο Το όνειρο, μεταφρασμένο και στα αγγλικά, το οποίο το έγραψε εμπνεόμενη από τα μηνύματα που πρεσβεύει η Τράπεζα Τροφίμων. Στο μυθιστόρημά της Το βραχιόλι της φωτιάς βασίστηκε η ομώνυμη σειρά της ΕΡΤ, σε σενάριο Νίκου Απειρανθίτη και Σοφίας Σωτηρίου και σε σκηνοθεσία Γιώργου Γκικαπέππα.