Συγγραφέας του βιβλίου «Τελευταίο γράμμα απ’ τον Πόντο»
– Εκδόσεις Πηγή

Έτσι ξεκίνησαν όλα για να φθάσει σ’ εμάς τους αναγνώστες το Τελευταίο γράμμα απ’ τον Πόντο: Από ένα μικρό εικοσασέλιδο κείμενο που έφθασε στα χέρια του Ευστράτιου Βιληγέννη, με τις λιτές διηγήσεις του παππού του από το Χάσκιοϊ της Αργυρούπολης. Ένα μικρό αγροτοκτηνοτροφικό χωριό αμιγώς ελληνικό, χωρισμένο σε δύο μαχαλάδες, όπου ζούσε η πολυμελής οικογένεια του παππού του, στον οποίο αφιερώνει το μυθιστόρημά του. Όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «Αυτό το κείμενο βρέθηκε στα χέρια μου μόλις λίγα χρόνια πριν και αποτέλεσε τον «φυλαγμένο σπόρο» της συλλογικής μνήμης που με παρακίνησε να γράψω, «έβγαλε ρίζες». Ήταν ένα κείμενο που απ’ έξω είχε την φωτογραφία του και κάθε φορά που το διάβαζα, ένιωθα μία ευθύνη απέναντι στην μνήμη του».

  • Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα είναι το βιβλίο σας. Μιλήστε μας τον τρόπο που έφθασε σε σας η ιστορία αυτή αλλά και τους ανθρώπους που σας την εμπιστεύτηκαν.
    Καλημέρα και ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για το «Τελευταίο γράμμα απ’ τον Πόντο». Η ιστορία, στην οποία αναφέρεστε ή καλύτερα τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίζεται το βιβλίο, αφορούν τον παππού μου και έφτασαν σε μένα μέσω του θείου μου και γιου του. Επίσης, κάποια μεμονωμένα γεγονότα που αφορούν στην ευρύτερη του Χάσκιοϊ περιοχή, προέρχονται από μαρτυρίες πρώην κατοίκων αυτής.
  • Νικόλας Γιαννουλίδης. Αφιερώνετε πρώτα στη μνήμη του παππού σας το βιβλίο. Είναι το πρόσωπο που βλέπουμε στο εξώφυλλο;
    Ναι. Είναι ο παππούς μου και ήρωας του μυθιστορήματος και προφανώς το κείμενο δε θα μπορούσε παρά να είναι κατ’ αρχάς, αφιερωμένο στην μνήμη εκείνου. Στην φωτογραφία, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσα μέχρι πριν από λίγο, είναι ο παππούς μου Νικόλας Γιαννουλίδης σε νεαρή ηλικία. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου φαίνεται και η πίσω όψη της φωτογραφίας, όπου και αναγράφεται και η ημερομηνία στην οποία λήφθηκε, το 1923.
  • Ο παππούς σας γεννήθηκε στο Χάσκιοϊ της Αργυρούπολης. Οι αναμνήσεις του σίγουρα ήταν ποτισμένες από χρώματα κι αρώματα της πατρίδας που άφησε πίσω όταν αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει. Μιλήστε μας για τη ζωή εκεί.
    Στις λίγες εκείνες φορές που αναφέρονταν «στα παλιά», έβγαζε μία βαθιά νοσταλγία και μία μόνιμη, έντονη, αξεπέραστη θα έλεγα, πικρία. Επρόκειτο για μία πολυμελή αγροτική οικογένεια. Η ζωή στο Χάσκιόϊ ήταν η τυπική ζωή ενός αγροτοκτηνοτροφικού χωριού. Μιλάμε για ένα μικρό χωριό, αμιγώς ελληνικό, χωρισμένο σε δύο μαχαλάδες, όπου κατοικούσαν «δέκα μεγαλοοικογένειες», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Κάθε οικογένεια κατείχε επαρκείς καλλιεργούμενες εκτάσεις, ικανό αριθμό ζώων και βοσκοτόπια, ώστε να τα βγάλει πέρα για τα δεδομένα της εποχής.
    Όπως σε κάθε χωριό, σημαντικοί θεσμοί και πρόσωπα ήταν η εκκλησία και οι ιερείς, τα σχολεία και οι δάσκαλοι, η δημογεροντία και οι κατά καιρούς δημογέροντες. Επίσης, μεγάλο σεβασμό έτρεφαν σε πρόσωπα που κατάφερναν να λάβουν ανώτερη εκπαίδευση, αλλά και στους… λυράρηδες. Σημαντικές στιγμές για το χωριό οι από κοινού αγροτικές εργασίες, οι θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρια. Στο χωριό δέσποζε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, πέριξ αυτού υπήρχαν τρία παρεκκλήσια, ενώ λειτουργούσε ένα εξατάξιο δημοτικό σχολείο. Επίσης, η εποχική μετανάστευση στη Ρωσία, ήταν μία συνήθης επιλογή για κάποιους άντρες κάποιων οικογενειών.
  • «Για ό,τι δεν πρόλαβα όσο μπορούσα», γράφετε για κείνον. Μιλήστε μας για εκείνα που προλάβατε να ζήσετε μαζί του.
    Μαζί του έζησα κάποιες πολύ τρυφερές στιγμές. Ο ίδιος ήταν απίστευτα στοργικός και δοτικός άνθρωπος. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο αναφέρεται στην απρόσμενη επίσκεψη ενός Τούρκου πρόσφυγα το 1986, έχει και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Εκεί περιγράφω τον παππού μου, πολύ χαρακτηριστικά. Την υπομονή που έδειχνε, τον καλλιγραφικό τρόπο που έγραφε, τα ξενόγλωσσα βιβλία που είχε φέρει από τον Πόντο και άλλα.
    Αυτά που «δεν πρόλαβα» και η σχετική αφιέρωσή μου προς αυτόν, υπονοεί την έλλειψή του, αλλά και τις ενοχές μου για τον λίγο χρόνο που πέρασα μαζί του, όπως και για τις ερωτήσεις που παρέλειψα να του κάνω, όσο αυτός ζούσε.
  • Στην πλοκή της ιστορίας βλέπουμε τον Νικόλα Γιαννουλίδη να λαμβάνει ένα γράμμα από το γέρο-Οσμάν. Ποιος είναι ο Τούρκος ήρωάς σας;
    Υπάρχει η εξής ιστορία: Πριν αρκετά χρόνια ένας ανταλλάξιμος Τούρκος γέροντας, πρόσφυγας του ‘22, έφτασε στο χωριό του ήρωα και χωριό μου (Παναγίτσα Πέλλας), όπως ακριβώς περιγράφει το βιβλίο. Ο γέροντας αυτός συνοδεύονταν από τους γιους του και έκανε αυτό το ταξίδι με σκοπό ζωής να δει για τελευταία φορά τα μέρη στα οποία έζησε ως παιδί. Από τότε τα παιδιά, τα εγγόνια, συγγενείς αυτού του γέροντα, καθώς και φίλοι αυτών, έχοντας αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς φιλίας με το χωριό μας μάς επισκέπτονται κάθε χρόνο. Αυτή η ιστορία, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προεκτάσεις που φτάνουν στο σήμερα. Αυτή η ιστορία λοιπόν με ενέπνευσε ως προς το να πλάσω αυτόν τον χαρακτήρα του γερο- Οσμάν στο βιβλίο μου.
  • Πρόσφυγας και ο Οσμάν. «Αλλά που διένυσε την αντίθετη διαδρομή». Ποιο μονοπάτι προσφυγιάς πήρε εκείνος και για ποιο λόγο;
    Όπως καταλαβαίνουμε όλοι, ο Οσμάν αναγκάστηκε, στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών, να εγκαταλείψει το χωριό του, που τότε ονομάζονταν Όσλοβο (σημερινή Παναγίτσα Πέλλας) και να ξεριζωθεί ως πρόσφυγας στην σημερινή Τουρκία. Η ένταξη αυτού του χαρακτήρα στο βιβλίο είναι μίας μορφή αποδοχή της ύπαρξης ενός παράλληλου δράματος και από την «άλλη πλευρά», έστω και χωρίς διωγμούς και γενοκτονία.
  • Το αναγνωστικό ενδιαφέρον, όπως αντιλαμβάνεστε επικεντρώνεται στο γράμμα του γέρο-Οσμάν. Ποιο σημείο του μπορείτε να μας αποκαλύψετε σ’ αυτή τη συνέντευξη;
    Το γράμμα έχει διπλό ρόλο και στόχο. Κατ’ αρχάς είναι ένας έμμεσος τρόπος -με όχημα την λογοτεχνία θα έλεγα– με αφορμή το γράμμα, να βάλω τον παππού μου στην θέση του αφηγητή. Ουσιαστικά, το περιεχόμενο του γράμματος ανατρέχει σε ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, όταν ο νεαρός τότε Νικόλας Γιαννουλίδης, προσπαθούσε να διαφύγει από τον Πόντο.
  • Υπάρχει άλλο ένα πρόσωπο. Ο θείος σας ο Ευριπίδης «που φύλαξε σπόρο απ’ το δέντρο της μνήμης μας». Πότε έβγαλε ρίζες ο σπόρος που φύλαξε και τι ακριβώς περιλαμβάνει;
    Ο Ευριπίδης Γιαννουλίδης, είναι αυτός που συνέταξε ένα μικρό, εικοσασέλιδο κείμενο, καταγράφοντας όσα θυμόταν από τις κατά καιρούς λιτές διηγήσεις του παππού μου σε αυτόν. Αυτό το κείμενο βρέθηκε στα χέρια μου μόλις λίγα χρόνια πριν και αποτέλεσε τον «φυλαγμένο σπόρο» της συλλογικής μνήμης που με παρακίνησε να γράψω, «έβγαλε ρίζες». Ήταν ένα κείμενο που απ’ έξω είχε την φωτογραφία του και κάθε φορά που το διάβαζα, ένιωθα μία ευθύνη απέναντι στην μνήμη του. Έτσι ξεκίνησαν όλα.
  • Υπάρχουν και αντικείμενα φερμένα από την μακρινή πατρίδα του παππού σας που φυλάτε εσείς, πλέον, για να διατηρείτε τη μνήμη του;
    Εκτός από λίγες φωτογραφίες, δυστυχώς δεν έχω κάτι από αυτόν. Υπάρχουν βέβαια κάποια πολύ προσωπικά αντικείμενα, τα οποία όμως – ορθά – βρίσκονται στην κατοχή του θείου μου Ευριπίδη. Πλέον όμως το βιβλίο αυτό μπορώ να πω πως, με τον δικό του τρόπο, αναπληρώνει αυτή την έλλειψη.
  • Έχετε εικόνα του Χάσκιοϊ της Αργυρούπολης του σήμερα; Επισκεφθήκατε ποτέ τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ήρωας της ιστορίας σας, ο παππούς σας;
    Όχι! Δυστυχώς δεν έχω πάει μέχρι εκεί. Η απόφαση για ένα τέτοιο ταξίδι είναι μία απόφαση που περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους και δυσκολίες στην λήψη της. Ωστόσο, έχω στο νου μου την δική μου εικόνα για το χωριό εκείνης της εποχής, βασιζόμενος στις περιγραφές του παππού μου. Μία εικόνα που με συνδέει ακόμη πιο στέρεα με αυτόν.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η αγάπη για μια μητέρα – πατρίδα που βρίσκεται μακριά. Ο φόβος της δίωξης, της σφαγής και της γενοκτονίας. Η περιπλάνηση σε εδάφη και χώρες ξένες, από τα εγκαταλελειμμένα κάστρα των παρυφών του Καυκάσου ως τις βόρειες όχθες της Μαύρης Θάλασσας, σε αναζήτηση ασφάλειας. Τα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου. Η βουή του προσφυγικού Πειραιά. Τα χρώματα της Κωνσταντινούπολης. Τα αγαπημένα χώματα του Πόντου.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις ξυπνούν ολοζώντανες στη θύμηση του Νικόλα Γιαννουλίδη, γεννημένου στο Χάσκιοϊ της Αργυρούπολης και εγκατεστημένου, εδώ και δεκαετίες πια, στη Μακεδονία, όταν λαμβάνει ένα γράμμα από τα χώματα που άφησε πίσω του από το χέρι του γέρο – Οσμάν, πρόσφυγα και εκείνου του ’22, αλλά που διένυσε την αντίθετη διαδρομή.
Και τότε, μεταξύ των δυο γερόντων που μοιράζονται τον πόνο του αποχωρισμού από τα χώματα που τους γέννησαν, τους ανέθρεψαν και που τους σημάδεψαν για όλη τους τη ζωή, ξετυλίγεται μια ιστορία άπλετου πόνου, νοσταλγίας και δύναμης. Κι ενώ η αφήγηση του γέροντα πια Νικόλα οδηγείται στο τέλος της, κάτω από το λυτρωτικό φως που τούτο το “Γράμμα απ ‘τον Πόντο” εκπέμπει, σκληροί αγώνες αναβιώνουν, ανομολόγητα μυστικά ξεγυμνώνονται και άγνωστες ψηφίδες μιας πολυτάραχης ζωής παίρνουν τη θέση τους στο ψηφιδωτό της ζωής του Πόντιου γέροντα.

Βιογραφικό
Ο Ευστράτιος Βιληγέννης γεννήθηκε το 1967 στη Γερμανία. Σπούδασε στα Τ.Ε.Φ.Α.Α. Θεσσαλονίκης έως το 1990. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Κομοτηνής καθώς και στο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Ε.Α.Π. Στο ίδιο πανεπιστήμιο ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Εργάστηκε σε διάφορες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα, ενώ από το 1999 διορίστηκε ως δημοτικός αστυνομικός στον Δήμο Έδεσσας όπου και διετέλεσε Προϊστάμενος. Παράλληλα, εργάστηκε ως εκπαιδευτής στο ΙΝ.ΕΠ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., στη σχολή Εκπαίδευσης της Δημοτικής Αστυνομίας, καθώς και σε αντίστοιχους φορείς εκπαίδευσης του ιδιωτικού τομέα.
Η συγγραφική του δραστηριότητα ξεκίνησε µε την ιστορική – κοινωνική έρευνα και το βιβλίο: Ένα χωριό, µία Ομάδα, µία Κοινωνία (2015).