«Ο κόσμος παράγινε σκληρός, ο καθένας κοιτάει το τομάρι του, και μάλιστα είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον άλλο, και, αν γίνεται, να τον εξαφανίσει. Χάθηκε η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, το νοιάξιμο για τον άλλο, κανένας δεν νοιάζεται για τίποτα…»

Κι όμως, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που ζουν μονάχοι… κι ο Αργύρης είναι το ζωντανό παράδειγμα, ένας μοναχικός άνθρωπος που δεν έχει να περιμένει τίποτε κι από κανέναν. Εκείνος, που έζησε όλη του τη ζωή προσφέροντας στον συνάνθρωπο, εκείνος που δεν περηφανεύτηκε ποτέ για το πόσους ανθρώπους έσωσε στη διάρκεια της θητείας του ως πυροσβέστης, αλλά αντίθετα, σπάραζε για όσους δεν είχε προλάβει να σώσει. Και έμεινε μόνος, να μιλάει με τα αντικείμενα και να πεθαίνει κάθε μέρα, πονώντας μέσα του βαθιά.


Η ζωή του ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, γνώρισε την μοναδική του αγάπη, την Ασπασία, και μαζί της ευελπιστούσε να φτιάξει μια όμορφη οικογένεια, να απολαύσει όλες τις χαρές της ζωής, μα αλίμονο, άλλα είχε γράψει η μοίρα του…
Έμεινε μόνος με ένα παιδί να παλεύει να το μεγαλώσει σωστά, να μην αισθανθεί την έλλειψη της μάνας, αψηφώντας τις δικές του ανάγκες και προσπαθώντας να είναι και μάνα και πατέρας και φίλος και τα πάντα για το γιο του.
Δυστυχώς όμως, στη ζωή δεν παίρνεις πάντα ό,τι δίνεις, κι εκείνος παρά την αστείρευτη αγάπη προς το παιδί του, παρά τις θυσίες του, πήρε μονάχα πίκρες και αποξένωση. Το ίδιο του το σπλάχνο τον εγκατέλειψε, τον ξέχασε, τον άφησε να ζει μόνος με τις αναμνήσεις του και να παλεύει με μια σκληρή καθημερινότητα που όλο και δυσκόλευε ακόμη περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια. Υπήρξαν φίλοι γύρω του, λίγοι, μα ήταν οι μόνοι που τον συνέδραμαν ψυχολογικά, του πήγαιναν ένα πιάτο φαγητό, του έδειχναν το νοιάξιμό τους. Υπήρξε και η Αυγούλα του, το μικρό γατάκι που εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι του και έγινε η συντροφιά του, το παιδί που δεν είχε.
Από την άλλη ο Άρης, μεγαλώνοντας με την έλλειψη της μητρικής στοργής, και παρά το γεγονός ότι δεν του στέρησε τίποτε ο πατέρας του, εξελίχθηκε σε ένα χαρακτήρα εγωιστικό, αντιδραστικό, που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι δικές του ανάγκες και μόνο.


Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος για άλλη μια φορά μέσα από το βιβλίο του θίγει πολύ σημαντικά θέματα της σημερινής κοινωνίας, στέκεται με αγάπη κοντά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωές του και διεισδύει στα μύχια της ψυχής τους. Η αντίδραση του γιου απέναντι στις νουθεσίες του πατέρα του όταν του αποκαλύπτει ότι γνώρισε μια αλλοδαπή γυναίκα, φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Του μιλάει άσχημα, λέει λόγια βαριά που κάποια στιγμή στο μέλλον θα μετανιώσει, χώνει βαθιά το μαχαίρι στην πληγή της αποξένωσης από τον πατέρα και απομακρύνεται για άλλη μια φορά από κοντά του. Ο έρωτάς του για την νεαρή Νίνα, η αιθέρια ύπαρξή της και ο δικός του εγωισμός, δεν τον αφήνουν να δει την πραγματικότητα. Όταν καλείται να την αντιμετωπίσει, όταν μένει κι ο ίδιος με ένα παιδί, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που δεν είχε τη δική του μητέρα, τότε αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να παλέψει με νύχια και με δόντια για το μέλλον του. Είναι ολομόναχος μα και πάλι ο εγωισμός του δεν τον αφήνει να απευθυνθεί στον μοναδικό άνθρωπο που νοιάζεται γι’ αυτόν, στον πατέρα του.


Το να είναι κάποιος γονιός, να είναι υπεύθυνος για ένα πλάσμα που φέρνει στον κόσμο, σημαίνει να αφήνει στην άκρη τις δικές του ανάγκες, να υπερβεί τον εγωισμό και να δώσει όλη του την αγάπη. Και εδώ με έναν πολύ ρεαλιστικό τρόπο, ο Μένιος Σακελλαρόπουλος δείχνει την ανευθυνότητα της νεαρής μητέρας που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η δική της καλοπέραση και ψάχνει τρόπους να περνάει καλά, με όποιο τίμημα. Θίγει το τεράστιο κεφάλαιο της ψευδαίσθησης, της ουτοπίας των ναρκωτικών, της μεγάλης ζωής που φέρνει το χρήμα, αλλά αλίμονο…


Τα γηρατειά φέρνουν μαζί τους ένα σωρό προβλήματα, τα οποία διογκώνονται όταν κανείς είναι ολομόναχος. Ο Αργύρης πέφτει σιγά σιγά σε βαθιά κατάθλιψη, με μοναδική αναλαμπή σε αυτό το διάστημα την παρέα της κυρίας Νίτσας, η οποία τον φροντίζει μετά από ένα ατύχημά του, του μαγειρεύει, τον κάνει να ξεχάσει για λίγο τα ανυπέρβλητα εμπόδια της ζωής του. Όμως γρήγορα μένει και πάλι μόνος, το μικρό του γατάκι πεθαίνει δηλητηριασμένο και ο ίδιος, ανήμπορος να κατανοήσει την απάνθρωπη αυτή πράξη προς ένα μικρό και ανυπεράσπιστο ζωάκι που δεν έφταιξε σε κανέναν τίποτε, παίρνει την δύσκολη απόφαση να πάει σε ένα γηροκομείο. Εκεί έχει παρέα, ένα πιάτο φαγητό, αγάπη, όμως το βαθύ τραύμα μέσα στην ψυχή του συνεχίζει να αιμορραγεί. Του λείπει ο γιος του, και ο μόνος τρόπος να τον νιώθει κοντά του, είναι τα γράμματα που του γράφει συχνά και τα αποθηκεύει σε ένα κουτί όπου φυλάει τις πιο σημαντικές αναμνήσεις της ζωής του.


Ο Άρης παλεύει να στήσει τη ζωή του, βρίσκει πολλά εμπόδια, όμως δουλεύει σκληρά, προσπαθεί κι εκείνος να προσφέρει στο δικό του γιο τα πάντα, δεν διστάζει να αρχίσει από την αρχή κάθε φορά που αισθάνεται ότι πρέπει να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή του. Συχνά θυμάται τον πατέρα του, όμως ο εγωισμός δεν τον αφήνει να πάει να τον δει, να του ζητήσει συγγνώμη για την συμπεριφορά του, να γκρεμίσει το τείχος που τους χωρίζει.
Ώσπου ο Αργύρης φεύγει ήσυχα στον ύπνο του για το μεγάλο ταξίδι, να συναντήσει την Ασπασία του, να βρει τη γαλήνη που δεν είχε όσο ανέπνεε. Και ο Άρης, μόνο όταν τον αντικρύζει νεκρό, αντιλαμβάνεται πόσο πολύ αγαπούσε τον πατέρα του. Βρίσκει το κουτί με τα δεκαέξι γράμματα που του είχε αφήσει κληρονομιά, καθώς και όλα όσα εκείνος κρατούσε σαν κόρη οφθαλμού, αντικείμενα που είχαν τεράστια συναισθηματική αξία για τον ίδιο και που μόνο ετούτη τη στιγμή αντιλαμβάνεται ο Άρης πόσο σημαντικά είναι και για τον ίδιο. Κλαίει με μαύρο δάκρυ, σπαράζει μέσα του για τα χρόνια που έχασε, για τον άσχημο χαρακτήρα του, για τον εγωισμό που δεν τον άφηνε να δει την πραγματικότητα.


Γιατί θα πρέπει οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα όταν είναι πια πολύ αργά; Γιατί να μην αφήνουν στην άκρη τις μικρότητες και τα λόγια που πονάνε και να προσπαθούν να σταθούν σε εκείνον που αγαπάνε όσο τον έχουν ακόμη κοντά τους;
Ένα βιβλίο που μιλάει για τη μοναξιά, την αποξένωση των νέων από τους γονείς τους, που δίνει μαθήματα ανθρωπιάς και ήθους και κυρίως, ένα μάθημα ζωής για όλους όσους έχουν ξεχάσει από πού προέρχονται, για τα παιδιά εκείνα που πολύ σύντομα ίσως να μην έχουν τη δυνατότητα να αντικρίσουν ξανά τους γεννήτορές τους!

Γιε μου,
Πονάει η ψυχή μου τώρα που σου γράφω ξεχασμένος σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο ενός γηροκομείου, αποκομμένος από όλους. Πιο πολύ όμως υποφέρω που δε σε βλέπω. Ξέρω, έχεις τις δουλειές σου και τα τρεχάματά σου, αλλά η μοναξιά πληγώνει πολύ, δεν αντέχεται. Και τι δε θα έδινα για να σε δω! Κι ο χρόνος μου δεν είναι πια πολύς. Μακάρι να είναι όλα καλά στη ζωή σου και να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος.
Σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ πολύ,
ο πατέρας σου

Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα.
Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…