Χαρούλα Αποστολίδου -Εκδόσεις Βάρφη

Μάλο μόμε που σημαίνει μικρό κορίτσι στην βαλκάνια σλαβομακεδονική γλώσσα είναι ο τίτλος του πρόσφατα εκδοθέντος βιβλίου της χαρισματικής Χαρούλας Αποστολίδου.
Κάποια βιβλία διαβάζονται με τον νου για τη γνωστική εμπειρία και κάποια άλλα με την ψυχή για τη συναισθηματική απόλαυση.
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα νουβέλα της Χ. Αποστολίδου προσφέρει και τα δύο αφού δίνει φωνή στα παιδιά των γκασταρμπάιτερ με τα οποία λίγοι ασχολήθηκαν αφενός και αφετέρου προσεγγίζει διεξοδικά το θέμα της εργατικής μετανάστευσης των Ελλήνων στη δυτική Γερμανία κατά την δεκαετία 1960-1970 δίνοντας αξιόπιστες πληροφορίες για την κατάσταση της ανεργίας στην χώρα και τις διμερείς συμφωνίες για απορρόφηση του άνεργου ανθρώπινου δυναμικού καθώς και για την απορρέουσα επίπτωσή της στις ελληνικές οικογένειες.

Όντας παιδί μεταναστών γκασταρμπάιτερ η συγγραφέας και γνωρίζοντας από προσωπική εμπειρία την δυσκολία βιοπορισμού των γονιών της καθώς και τον βίαιο αποχωρισμό από την αγκαλιά της μάνας, μας ταξιδεύει με “βαρύ κουπί” την πένα της, πότε με λυρική ματιά και πότε με επώδυνο λόγο σε όλα εκείνα τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της.

[Η Γερμανία ήταν παρούσα στη ζωή μας. Έγραψε διαδρομές στην ψυχή μας.]

Μέσα από τους βιωματικούς συλλογισμούς αυτών που έφυγαν και από την διερεύνηση του τραύματος της γονεϊκής απουσίας που αποτυπώθηκε στα παιδιά που έμειναν πίσω, ο αναγνώστης ενημερώνεται για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην χώρα υποδοχής την τόσο αλλότροπη έως αφιλόξενη προς τους οικονομικούς μετανάστες, ( για παράδειγμα, δεν έδιναν έγκριση για εργασία στις φάμπρικες παραγωγής καλσόν σε όσους είχαν τραχιές παλάμες) καθώς και για τις αλλαγές πού συνέβαιναν στην ψυχή των γονιών αλλά και των παιδιών τους που έμεναν πίσω με τους παππούδες ή σε συγγενικά σπίτια. Γονείς που δεν γνώριζαν την καθημερινότητα και το μεγάλωμα των παιδιών τους στην Ελλάδα παρά μόνο από φωτογραφίες και από το σχέδιο της παιδικής παλάμης στο χαρτί της αλληλογραφίας και πόσο άλλαζε αυτό χρόνο με το χρόνο. Όσον αφορά την παλιννόστηση, αυτή εξελισσόταν τις πιο πολλές φορές σε μία αμήχανη διαδικασία σμιξίματος.
Πρόκειται για μια ιστορία προσωπικής αντιπαράθεσης μεταξύ μάνας και κόρης όπου η μάνα φαντάζει ανίδεη και ανίκανη να κατανοήσει το δύσκολο κείμενο κατηγόριας που η έφηβη κόρη βάζει μπροστά στα μάτια της.

[Ήθελα να σου πω ότι δεν πέρασε μέρα, ξημέρωμα που να μη σχεδίαζα αυτή τη συνάντηση που θαρραλέα και ειλικρινά θα σου τα έλεγα όλα.]


Δικαιολογείται ανώριμα η μάνα παραθέτοντας γεγονότα χωρίς να τα υποστηρίζει σθεναρά και αποκαλύπτει την αθωότητα και την αγνή αφέλεια της νιότης της, την αγωνία και τους συλλογισμούς που έκανε για το όνειρο στη ‘γη της επαγγελίας’ . ‘Μάλο μόμε‘ ήταν και η ίδια όταν έφυγε στην ξενιτιά, μια μικροπαντρεμένη από χωριό της Φλώρινας, με απαγορευμένη τη μητρική εντόπικη γλώσσα της στο περιβάλλον της ποντιακής οικογένειας όπου μπήκε σαν νύφη – άτυπος πόλεμος επικράτησης ηθών; Παρουσιάζεται αδύναμη να αντιληφθεί την τωρινή κατάσταση και να κατανοήσει αυτό που έχει συμβεί στο παιδί της από τον πολύχρονο αποχωρισμό.

Η νεαρή κόρη από την άλλη, αυστηρός δικαστής, χείμαρρος τα λόγια της, καρφιά που πετυχαίνουν το στόχο τους, με ενσυνείδητη απουσία της προσφώνησης “μαμά” αφού την είχε χρησιμοποιήσει ελάχιστες φορές στη ζωή της κοιτώντας μόνο φωτογραφίες.

[Αυτό που δεν δείχνουν όλες οι φωτογραφίες είναι η ζωή μας πριν και μετά από αυτές τις στιγμές. Το παρελθόν και το μέλλον. Σε καμία δεν είμαστε μαζί…] … λέει στην μητέρα της.

Η νεαρή έφηβη βιώνει την εκρηκτική στιγμή όπου τινάζεται το καπάκι της σιωπής, αυτής που της επέβαλαν για χρόνια ο σεβασμός προς την οικογένεια, την θρησκεία, τους μεγαλύτερους, το χωριό, ο φόβος για τους άγνωστους ανθρώπους και ξεχύνεται το ποτάμι της επιθετικής εξομολόγησης και διαλεκτικής με σκοπό την ψυχική κάθαρση αλλά όχι απαραίτητα την συγχώρεση.

[Και μήπως γύρευα τον ουρανό με τα άστρα; Από τους 638.141 μετανάστες στη δυτική Γερμανία ας έλειπαν δυο…]

Όλες οι συσσωρευμένες φορτισμένες στιγμές που έχει ζήσει και αισθανθεί ήρθε η ώρα να αποκαλυφθούν και δεν είναι απλά αναμνήσεις.


[Γιατί οι αναμνήσεις δεν είναι δέματα από τη Γερμανία, ούτε γράμματα από το χωριό. Οι αναμνήσεις έχουν σπίτι, αγκαλιές, γλυκόλογα παραμύθια, ζέστη, ασφάλεια. Οι αναμνήσεις έχουν ουδέτερες μέρες όπου δεν συμβαίνει κάτι περίεργο.]

Μια ιστορία τόσο αληθοφανής που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πραγματική καθώς στηρίχτηκε σε αυτοβιογραφικά στοιχεία της συγγραφέα, σε προσωπικές μαρτυρίες τρίτων προσώπων και σε αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα.
Ένα αφήγημα ενδοσκόπησης και κατανόησης, με διάθεση επανορθωτική και συγχωρητική για τα λάθη, με θραύσματα από μνήμες που σαν αόρατες φωτιές ζεσταίνουν το κείμενο και με στίχους ομόσημους από τα τραγουδοποιήματα του Θανάση Παπακωνσταντίνου που στολίζουν την αρχή και το τέλος των κεφαλαίων.


Τα βήματά μας άθελά μας
είναι δώρα ακριβά
για αυτούς που μένουν και περιμένουν
το σούρουπο μιαν αγκαλιά
Θ.Π.

Με μία εξομολογητική, σπαρακτική αφήγηση μονολόγων μάνας και κόρης σε κάποια κεφάλαια, με θεατρικό ύφος διαλόγων σε κάποια άλλα και με το συναίσθημα πότε να βυθίζεται σε καυτή λάβα και πότε να ανυψώνεται σε παγωμένες κορυφές, καταφέρνει με τρόπο αριστουργηματικό η συγγραφέας να σκιαγραφήσει χαρακτήρες και να ψυχογραφήσει καταστάσεις και συμπεριφορές.

Απόσπασμα-κραυγή:
[Αυτή η γλώσσα μας, η τόσο γενναιόδωρη με σας τους μετανάστες, τους απόδημους, τους εκπατρισμένους, τους ξεριζωμένους, δεν μπόρεσε να στριμωχτεί, να μαζευτεί, να στριφογυρίσει, να τεντωθεί και να εκστομίσει μία, έστω μόνο μία, λέξη για τα παιδιά των γκασταρμπάιτερ, για τα παρατημένα ανήλικα των φευγάτων εργατών;
Γράφτηκε ποτέ κάποιο “ανάποδο” τραγούδι; για αυτούς που έμειναν;
Όλα για τους ξενιτεμένους γράφτηκαν… όλα για αυτούς που έφυγαν….
]

Ένα υπέροχο, συγκινητικό βιβλίο που “θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων”, ένα χρέος σε όλα εκείνα τα παιδιά που είχαν “άγνωστους” γονείς, ένα “ανάποδο τραγούδι”….


Η Χαρούλα Αποστολίδου είναι φιλόλογος και θεατρική συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Μελίτη της Φλώρινας και ζει στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης. Είναι απόφοιτη του Τµήµατος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων, του Θεατρικού Εργαστηρίου “Θέσπις” και του σεµιναρίου Θεατρικής Γραφής του Κρατικού Θεάτρου Βόρειας Ελλάδας. Με τη θεατρική γραφή άρχισε να ασχολείται το 2006. Το πρώτο της θεατρικό έργο, “Πού είναι ο Τάσος που ερωτεύτηκα;”, απέσπασε το 2ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισµό – στην κατηγορία των νέων θεατρικών συγγραφέων – του Υπουργείου Πολιτισµού, το 2008. Το έργο παρουσιάστηκε στο Κ.Θ.Β.Ε., σε σκηνοθεσία Γ. Κιουρτσίδη και σκηνογραφία Γ. Πάτσα, το 2008. Για το ίδιο έργο τής απονεµήθηκε Έπαινος από την Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNESCO και το Athens University of Indianapolis.
Έχει συμμετάσχει σε πολλά συλλογικά έργα.
Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι: “Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές” από τις εκδόσεις ΒΑΡΦΗ, 2018.