«Ταλέντο, ήθος και σεβασμός απέναντι στον αναγνώστη
και την ίδια τη λογοτεχνία»

«Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε». Τον περιορισμένο χρόνο μας στα επίγεια,
είχε πιθανότατα στο νου του ο Νίκος Καζαντζάκης όταν διατύπωνε τούτη την φράση, το
άθραυστον της ανθρώπινης αντοχής, τους απέραντους καταρράκτες του συναισθήματος
του έλλογου δημιουργήματος, μα και τις μάχες που κράζει η ψυχή αυτού στις δοκιμασίες
που καλείται να αντιμετωπίσει. Όμως τι σημασία έχει να ασχολείται κανείς με αστραπές,
βροντές κι όμβρους όταν αγνοεί επιδεικτικά όλα τα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα και μαζί
την αξία της κάθε ανθρώπινης στιγμής; Τι σημασία άραγε έχει το καθετί όταν ξαφνικά η
ανεμελιά γίνεται εφιάλτης, όταν η χαρά γίνεται πόνος, όταν η ζωή γίνεται μαρτύριο, κι η
καμπύλη του γέλιου, ανάγλυφο υγρό μονοπάτι απο τις βρύσες των ματιών ως την γούρνα
της καρδιάς;

Έτσι ξαφνικά όλα τα λευκά, έγιναν μαύρα και θολά για την Έλενα στα δεκατέσσερά της.
Έτσι ξαφνικά τα άνθη μαράθηκαν, πριν ακόμη τα μπουμπούκια τους δουν το πρώτο φως
του ήλιου, πριν το ύδωρ της αμετανόητης νιότης τα πνίξει στη δροσιά του. Έτσι ξαφνικά
απο μικρό κορίτσι, έγινε γυναίκα με πληγές στο ισχνό της σώμα, με χαρακιές ανεξίτηλες
στην άδολη ψυχή της. Το πρώτο μυθιστόρημα της Ιουλίας Ιωάννου τα έχει όλα και έτσι
διατηρεί σε εγρήγορση την αναγνωστική περιέργεια. Πουθενά δεν κουράζει, πουθενά δε
χωλαίνει. Με τον Άρη, την προσωποποίηση του σατανά πάνω στη γη, παίζει έντεχνα σε
βίαιες, σκληρές κι απάνθρωπες αποχρώσεις που μοναδικό στόχο έχουν την αποκάλυψη
του πραγματικού προσώπου του. Αυτός ο άντρας που νόμιζε πως ήταν τα πάντα και θα
έπρεπε όλα να τα κλέβει απο τη δύσμοιρη Έλενα χωρίς να τής αφήνει ίχνος αξιοπρέπειας,
ήταν το απόλυτο τίποτα, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη αρρώστια, απο την οποία μπορεί να
πάσχει κανείς. Ένα θύμα ήταν κι αυτός της κακής του μοίρας, δε θα μπορούσε να παίξει
πιο άσχημο παιγνίδι στις πλάτες του, απο το να τού δώσει λίγες ικανότητες κι αμέτρητη
φιλοδοξία. Πλάι στην Έλενα ο αναγνώστης πονά, συμπάσχει, αναθεματίζει, απορεί με τα
θεία, χάνει την πίστη του και την κρατά προστατευτικά απο τους ώμους σκεπάζοντάς τη
με το σακάκι της συμπάθειας κάθε που η ζωή της φέρνει άσχημες ζαριές.

Και εκεί που όλα μοιάζουν σκονισμένα, μάταια κι αδιέξοδα, η δύναμη της αγάπης το
αποδεικνύει: δεν είναι αυτή που κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Αυτή, μονάχα κάνει τούτο το
γύρισμα να αξίζει τον κόπο. Η αγάπη του Βασίλη θα επουλώσει τις πληγές όλες, ο φόβος
θα λυγίσει, το δάκρυ θα υποχωρήσει, κι οι κακές μνήμες όλες θα κλειστούν σε ένα μαύρο
κουτί κι απο το ίδιο του το χέρι θα πεταχτούν στη θάλασσα. Κι αυτό, μόνο για τη γυναίκα
που αγάπησε, για τη γυναίκα που μετουσιώθηκε στο είναι του, για το φεγγάρι μέσα στους
ουρανούς του, για την καρδιά της καρδιάς του.

Όμως η αγάπη όταν θωρεί τον εαυτό της στον καθρέφτη, δεν αντικρίζει πάντα τον έρωτα
ως είδωλό της. Είναι φορές που κινούνται σε ξέχωρα μονοπάτια, που μοιάζουν με εκείνες
τις σκιές που η μια παίρνει το δρόμο του φωτός, κι η άλλη της φωτιάς. Σε τούτο το βιβλίο
της Ιουλίας Ιωάννου, ο έρωτας παίρνει τον δεύτερο. Καίει την Έλενα, καίει τον Πέτρο κι
όλους όσοι τα βάζουν μαζί του. Κανείς δεν αντιστέκεται στον έρωτα, είναι σαρωτικός, δεν
είναι παιγνίδι. Έτσι ξαφνικά μπαίνει στις ζωές των ανθρώπων απο τα ανοιχτά παντζούρια
και τις κουρτίνες της ψυχής που ανεμίζουν.

Ποιός θα νικήσει στο τέλος; Η αγάπη ή ο έρωτας; Στη σελίδα 332, ο αναγνώστης παίρνει
πια όλες τις απαντήσεις που ζητάει, ενώ αποχαιρετά ήρωες προσιτούς, ήρωες αληθινούς,
ομοιώματα δικά του, προεκτάσεις της καρδιάς του. Με πλοκή που ρέει αβίαστα, λεξιλόγιο
απλό και κατανοητό, φιλοσοφικές προσεγγίσεις όσον αφορά τα μεγάλα πάθη και παθήματα
του ανθρώπου, ανατροπές κι ολοζώντανες περιγραφές, το «Έτσι ξαφνικά έγιναν όλα» θα
μπορούσε απλώς να χαρακτηριστεί ως προοικονομία των επόμενων άκρως επιτυχημένων
συγγραφικών προσπαθειών της συγγραφέως, και φυσικά, αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο
του ταλέντου της, του ήθους και του σεβασμού της απέναντι στον αναγνώστη, και την ίδια
τη λογοτεχνία.
etsi