To τελευταίο και βραβευμένο με το Βραβείο μυθιστορήματος New England Society Book Award, 2016 βιβλίο του Peter Swanson με τίτλο «ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΞΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, από αυτά που έχουν έξυπνη και γρήγορη πλοκή, από αυτά που έχουν ανατροπές και σασπένς, από αυτά που θα ικανοποιήσουν απόλυτα τον αναγνώστη.
Ο Swanson χωρίζει το κείμενό του σε μικρά κεφάλαια -αυτό καθιστά το βιβλίο ευκολοδιάβαστο και κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη- όπου το κάθε ένα φέρει ως τίτλο το όνομα ενός εκ των πρωταγωνιστών. Έτσι ο αναγνώστης, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μπορεί να κατανοήσει πλήρως τους ήρωες, το σκεπτικό τους, την ψυχοσύνθεσή τους και να αφεθεί για να τον παρασύρει η καταιγιστική πλοκή του έργου.
Κεντρική ηρωίδα της ιστορίας μας η Λίλη Κίντνερ η οποία, από την παιδική της ηλικία και λόγω της αδιαφορίας των γονιών της, δημιούργησε έναν δικό της νοσηρό κώδικα ηθικής, ο οποίος της «επιτρέπει» ακόμα και να σκοτώσει όποιον και ό,τι την «ενοχλεί», αρκεί μόνο να το κάνει με τέτοιον τρόπο που να μην συλληφθεί.

«… Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι ο φόνος είναι τόσο κακό πράγμα όσο το κάνει ο κόσμος να φαίνεται. Όλοι πεθαίνουμε. Τι διαφορά έχει αν ρίξουμε μερικά σάπια μήλα καταγής λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα προόριζε ο Θεός;…»

Η ιστορία ξεκινά στο μπαρ του αεροδρομίου του Χίθροου. Η πτήση για Βοστώνη έχει καθυστέρηση και η Λίλη πιάνει κουβέντα με τον Τεντ. Το ένα ποτό φέρνει το άλλο και αποφασίζουν να παίξουν το παιχνίδι της αλήθειας. Μιας και δε γνωρίζει ο ένας τον άλλον και ίσως δεν ξανασυναντηθούν ποτέ, θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα είδος εξομολόγησης και εδώ ίσως ταιριάζει το «Ποτέ μη μιλάς σε ξένους…»
Ο Τέντ, αποκαλύπτει στην Λίλη, ότι η γυναίκα του η Μιράντα τον απατά και ότι ευχαρίστως θα τη σκότωνε και η Λίλη βρίσκει έτσι την ευκαιρία να του αναπτύξει την θεωρία «της».
«[…] Ο τρόπος να διαπράξεις φόνο και να μη σε πιάσουν είναι να κρύψεις το πτώμα τόσο καλά ‘ώστε να μην το βρει ποτέ κανένας. Αν δεν υπάρχει πτώμα, δεν υπάρχει φόνος και, αν δεν υπάρχει φόνος, δεν υπάρχει δολοφόνος. Όμως υπάρχουν πολλοί τρόποι για να κρύψεις ένα πτώμα. Μπορείς να το αφήσεις σε κοινή θέα, φροντίζοντας να μοιάζει ότι συνέβη το αντίθετο απ’ ό,τι συνέβη. Αυτό πρέπει να γίνει και με τη Μιράντα…»

Ο Τέντ, νοιώθοντας ερωτευμένος, αποφασίζει να ξανασυναντηθεί μαζί της για να βάλουν το σχέδιο που συζήτησαν σε εφαρμογή. Παράλληλα όμως με το δικό τους σχέδιο, η Μιράντα έχει βάλει σε εφαρμογή ένα δικό της, προκειμένου να δολοφονήσει τον άντρα της και να καρπωθεί την περιουσία του.
Η συνέχεια καταιγιστική, οι ανατροπές συνεχείς με τη Λίλη σε πρωταγωνιστικό ρόλο να κινεί τα νήματα και να σκορπίζει τον θάνατο. Άραγε ήταν τόσο «ξένοι» ο Τέντ με τη Λίλη. Γνώριζε προσωπικά η Λίλη τη Μιράντα; Μήπως το παρελθόν ξυπνά και έρχονται στην επιφάνεια αντιζηλίες; Τι πραγματικά συμβαίνει;
Η Λίλη με την τελειότητα των σκέψεων και των κινήσεών της, δείχνει να τα καταφέρνει, μια νέα όμως ανατροπή μας οδηγεί σε ένα σημείο με δύο κατευθύνσεις. Εκεί ο συγγραφέας μας αφήνει να διαλέξουμε ελεύθερα ποια κατεύθυνση θα πάρουμε δίνοντας το δικό μας τέλος. Άραγε, σε κάποιους αξίζει ο Θάνατος;
Ήρωες απρόβλεπτοι που κουβαλούν τα δικά τους βιώματα και τις δικές τους πεποιθήσεις με διαφορετικά κίνητρα και στάσεις ζωής, δίνονται εξαιρετικά καλοσχεδιασμένοι στην ψυχοσύνθεσή τους από τον Swanson. Γρήγορη ροή, καλότεχνη δομή, απλή και στρωτή γραφή. Η απόδοση του μυθιστορήματος χωρισμένο σχεδόν σε 3 μέρη, δίνεται μέσα από 4 διαφορετικές «φωνές» -υπερτερεί η τρομακτική «φωνή» της Λίλης- σε πρωτοπρόσωπη γραφή, κάτι που μας κάνει να βλέπουμε την ιστορία από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πραγματικά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι αυτό το πρωτότυπο και πανέξυπνο μυθιστόρημα που μεταφράστηκε εξαιρετικά από την Φωτεινή Πίπη, κάνοντάς μας να νομίζουμε ότι γράφτηκε στην Ελληνική γλώσσα, αξίζει να διαβαστεί.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

«Ο τρόπος να διαπράξεις φόνο και να μη σε πιάσουν είναι να κρύψεις το πτώμα τόσο καλά, ώστε να μη βρεθεί ποτέ· χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει φόνος ούτε δολοφόνος…
Έβλεπα από την κορυφή του λόφου διάσπαρτες τις ταφόπετρες. Είχα τα μαλλιά μου πιασμένα ψηλά, κάτω από τον ίδιο σκούρο σκούφο που φορούσα εκείνη τη νύχτα που… όπλισα τη σκανδάλη.
Αναρωτήθηκα, για πολλοστή φορά, τι θα γινόταν ανάμεσα στον Τεντ και σ’ εμένα αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί σύμφωνα με το σχέδιο που είχαμε καταστρώσει στη νυχτερινή πτήση από το Λονδίνο για Βοστόνη.
Αρχίζοντας εκείνο το παιχνίδι αλήθειας μαζί του, μου αποκάλυψε ότι η γυναίκα του τον απατούσε και αστειεύτηκε λέγοντας ότι θα τη σκότωνε γι’ αυτό που έκανε. Στο κάτω κάτω, σε κάποιους ανθρώπους αξίζει ο θάνατος…
Ήμουν σίγουρη ότι μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα τον έπειθα να διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Νέα και όμορφη σύζυγος δολοφονήθηκε από τον βάναυσο εραστή της, θα έγραφαν οι εφημερίδες, ενώ ο Τεντ θα είχε ένα ακλόνητο άλλοθι.
Το σχέδιό μας θα πετύχαινε κι εγώ θα ήμουν μαζί του. Το κίνητρο αυτό φαινόταν απολύτως λογικό…»