(4η έκδοση) Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς

Το βιβλίο αυτό έγινε ταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Παναγιωτόπουλου, μεταφέρθηκε στο Θέατρο σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή και φέτος τηλεοπτική σειρά στην οθόνη του Alpha.
Tο συναρπαστικό αυτό βιβλίο, αποτελεί την μόνη εμπεριστατωμένη κοινωνιολογική μαρτυρία για τον ευρύ χώρο που λέγεται σκυλάδικο.
Η διαδρομή από Σπάρτη και Καλαμάτα μέχρι Καστοριά και Ορεστιάδα. Μακρύ οδοιπορικό στα σκυλάδικα ανά τη χώρα, στους γραφικούς ναούς της ελληνικής νύχτας που δεσπόζουν υπογείως στα εντόπια ήθη και πάθη. Μπουζούκια ίσον νόμιμα «σπίτια ανοχής», με πλήθος στολίδια, βραδινές τουαλέτες, πολύ λούστρο και απόκρυφες επιθυμίες που ζωντανεύουν. Πρόσωπα που ζουν τον έρωτα με τα όλα του και με τα ωραία του, παράφορα κι απ΄ όλες τις μεριές, χωρίς ενδοιασμούς. Και που, παράλληλα, σε λίγο δεν σε ξέρουν καν, σε ξεχνούν μέχρι να πεις κύμινο. Κορμιά που ζουν για τη λαγνεία και την καύλα και γίνονται μπαλάκι του πινγκ-πονγκ από τον κάθε νταβά. Κορίτσια που ξοδεύουν τα χρόνια τους στην υπηρεσία των πελατών, αφού έτσι προστάζει ο νόμος της νύχτας, η δεοντολογία της κονσομασιόν. Το κοινό: επιχειρηματίες, τραπεζικοί, μεγαλογιατροί, αστυνομικοί, νταλικέρηδες, κρεοπώληδες, μεγαλογεωργοί, νυχτόβιοι από μπαράκια και λέσχες, νταβατζήδες, έμποροι ναρκωτικών, γυναίκες από καμπαρέ κ.α.


Νύχτες τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Νύχτες μαγικές. Νύχτες γκαστρωμένες. Νύχτες που τσακίζουν ανθρώπους. Τη νύχτα ζεις… Μπορεί και να πεθάνεις, όμως στα σίγουρα δεν φυτοζωείς. Ή ζεις ή πεθαίνεις. Η νύχτα είναι μια μεγάλη πουτάνα και μάλιστα η καλύτερη απ΄ όλες. Είναι η ίδια η Κίρκη και σε μεταμορφώνει στο άψε-σβήσε.
Σε αυτές τις νύχτες με τα μάγια, ο Θάνος Αλεξανδρής συνευρέθηκε με το μπαλέτο του με ιέρειες της πίστας, της νύχτας, του έρωτα και του πάθους, με πόρνες, νταβατζήδες, μάγκες και προστάτες και αφέθηκε να τον παρασύρει η γοητεία ενός άλλου κόσμου. Σε αυτόν τον ειδικό κόσμο της νύχτας μπήκε φάλτσα με Χατζηνάσιο, με Σπανό και Χατζιδάκη και έφαγε τα μούτρα του. Γρήγορα όμως υιοθέτησε το ευλογημένο ρεπερτόριο των λαϊκών τραγουδιστών: «Τι πουρό, τι καγκουρό /και τα δυο έχουν κοιλιά/ερωτεύτηκα κι εγώ/ το πουρό με τα γυαλιά…», «Βρε, που πουλάν/βρε, που πουλάν/βρε, που πουλάν καψουρόσκονη/ καψουρόσκονη, καψουρόσκονη/για να σε καψουρέψω», «Αχ, τι σε τσίμπησε δεν λες /βάζω στοίχημα αν θες/είναι από φιλί καυτό/το σημάδι στο λαιμό», «Κοίταξε μη φας, θα φάμε γλάρο», «Μάγκες, πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι, κλάστε μας τ΄ αρχίδια», το διαχρονικό σουξέ ιδιαίτερα του Θεσσαλικού κάμπου «του μουνιού σου το γλωσσίδι/μου ΄δωσε κλωτσιά στ΄ αρχίδι./ Του μουνιού σου η χωρίστρα/ μου χαλάει την ορχήστρα», το μιούζικαλ καμπαρέ της Λίζα Μινέλι και αμέσως αρχίζει ένα ταξίδι που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια.


«Αννέτα», «Ξημερώματα», «Όνειρο», «Ανατολή», «Αραπάκια», «Σου -Μου», «Κανόνι», «Φαντασία», «Λουζιτάνια», «Δειλινά», «Φάληρο», «Gi-Gi», «Μαύρο Γάτο», «Ζετέμ», « Νουί ντ΄ Ατέν»… Χώροι που ζούσε τότε ένα ατέλειωτο πανηγύρι με έρωτες και μουσικές, μακριά από μνημόνια, περικοπές, covid 19, εξαθλίωση, φτώχια και ανεργία.
Σκυλάδικα, χαμαιτυπεία, κακόφημα στέκια, μπουζουξίδικα με λαμαρίνες, άγρια κωλάδικα της συμφοράς, σαν κακόφημα καμπαρέ της παλιάς Τρούμπας.
Τα σκυλάδικα έτσι είναι. Θέλουν τραπέζια. Τραγουδίστριες και χορεύτριες έξω ντέρτια, έξω κώλοι, έξω βυζιά, μες στη χαρά τα πουτανάκια, και το τσιφτετέλι να πηγαίνει σύννεφο όλη νύχτα πάνω στο τραπέζι αγκαλιά με τους πελάτες. Στα σκυλάδικα, στους γεμάτους από καπνό χώρους που μυρίζουν αμαρτία και αλκοόλ, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τα ένστικτά τους. Βγάζουν προς τα έξω όλες τις παράνομες επιθυμίες που έχουν καταχωνιάσει για χρόνια μέσα τους. Εκεί οι άνθρωποι λυτρώνονται. Έχοντας δίπλα τους μια τραγουδίστρια, την αισθάνονται κάτι σαν εξομολογητή τους. Εξομολογούνται τα χίλια μύρια που αφορούν τη ζωή τους και όσα δεν θα τολμούσαν να πουν στην γυναίκα τους, στη μάνα τους, στον καλύτερό τους φίλο. Και αυτή η κακομοίρα είναι υποχρεωμένη να τα ακούει, να συμπάσχει, να δίνει συμβουλές. Πολλές φορές οι πελάτες έχουν γυναίκες ομορφότερες και πολύ πιο εντυπωσιακές. Η καύλα τους όμως είναι να πάρουν αρτίστα. Στο χρηματιστήριο των νυχτερινών κέντρων, αυτές που έχουν μεγαλύτερη αξία είναι οι χορεύτριες. Το κάθε σούργελο που σε άλλες συνθήκες δεν θα το φλέρταρε ούτε ο χασάπης της γειτονιάς του, φαντάζει θεά κάτω από τους προβολείς στα μάτια του θολωμένου από αλκοόλ πελάτη…


Ιστορίες από ξέφρενες νύχτες γεμάτες κονσομασιόν-δημόσιες σχέσεις, καταπληκτικά κορίτσια, τρελαμένους πελάτες και ατέλειωτα χιλιόμετρα καψούρας και βακχικών εξάρσεων. Πανούργα και άτιμη νύχτα…
Στα καμαρίνια των σκυλάδικων γίνονταν τα μεγαλύτερα πηδήματα.
Χαρακτηριστική φράση σε σκυλάδικο: « Το μαγαζί μας έχει πολύ κασμά. Τα εργαλεία σου είναι κατάλληλα;»
«Κασμάς», «εργαλεία», «σκάψιμο», «άρμεγμα», «τρύγος», «βοσκή», «ξεζουμίζω», «τσακάλια», «γατούλες», «σκυλιά». Ορολογία σκυλάδικων παρμένη από τη μάνα γη και ολόκληρο το ζωικό βασίλειο.
Κάθε νότα και λέξη των τραγουδιών ήταν δομημένη να εξιτάρει τον πελάτη και να απογειώσει την καψούρα του, με αντικειμενικό σκοπό ο πελάτης να πληρώσει πρωτόγνωρους λογαριασμούς. Η ατμόσφαιρα στα μπουζούκια ήταν καυλωτική. Έντονοι έρωτες με κρεσέντο τη νύχτα, και το πρωΐ δεν υπήρχαν.


Χορεύτριες, αοιδοί, αρτίστες, ντιζέζ, μπαρόβιες, πουτάνες, καριόλες, βιζιτούδες. Υπέροχα ξανθά κορίτσια ημίγυμνα που κυριαρχούσαν στο προσκήνιο, χορεύοντας τσιφτετέλι στα τραπέζια των πελατών και σαν αντικείμενο του πόθου των θαμώνων προκαλούσαν πανικό. Κορίτσια με μεταπτυχιακό στην κονσομασιόν. Κορίτσια που πήγαιναν σ΄ ένα τραπέζι, δεν προλάβαιναν να κάτσουν και το πρώτο που ρωτούσαν οι πελάτες ήταν πότε θα τις γαμήσουν. Μεγάλη σεξουαλική πείνα στην επαρχία… Το πάρε-δώσε με νεαρούς απαγορεύεται ρητώς και δια νόμου. Τα τεκνά είναι άφραγκα. Γυναίκες που αγάπησαν και αγαπήθηκαν. Που γνώρισαν τον έρωτα με εκατοντάδες άντρες. Το δικό τους μουνί έσερνε καράβι και χωράφι και αμπελώνες… Μέχρι και τα Μετέωρα μπορεί να σύρει το άτιμο. Μια ζωή που δεν θα ζήσει η νοικοκυρά, η πωλήτρια, η εργάτρια, η υπάλληλος του γραφείου, η γιατρός.
Σκυλιά της νύχτας που από την ώρα που μπαίνουν στο μαγαζί μέχρι να βγει ο ήλιος, είναι σουρωμένοι και μαστουρωμένοι από το χασίσι και την κόκα. Καψούρια, που την ώρα που οι χορεύτριες του μπαλέτου είχαν στραμμένα τα νώτα στο κοινό, να γονατίζουν ευλαβικά και να προσκυνούν, κρατώντας μαύρες σακούλες σκουπιδιών με στοιβαγμένα πεντοχίλιαρα σαν τάμα, παρασυρμένοι από μια φαντασίωση την οποία το αλκοόλ και όλη η ξεφτίλα της νύχτας την έκαναν να φαίνεται μαγική. Περιουσίες να εξανεμίζονται φύλλο φτερό. Άντρες να σφάζονται με τον σουγιά. Μαγαζιά να καίγονται. Βιασμοί κοριτσιών της νύχτας. Το ουίσκι αγριεύει τον άνθρωπο. Στα κωλάδικα το γεμίζανε το ουίσκι με σύριγγα στα μπουκάλια και αυτή η μπόμπα που πίνανε οι πελάτες κάθε βράδυ ήταν σκέτο πετρέλαιο. Οι υψηλοί λογαριασμοί και το μεγάλο νταβατούρι, γίνονται μετά τις τρείς. Από ΄κει και πέρα τη βρίσκουν οι πελάτες και καίγεται το μαγαζί. Τακτικοί θαμώνες των σκυλάδικων και οι ιερωμένοι. Για πάρτη των κοριτσιών οι θαμώνες άνοιγαν κιβώτια σαμπάνιες και ουίσκι, πετούσαν εκατοντάδες πανέρια λουλούδια, σπάγανε χιλιάδες πιάτα και έπεφταν κορμιά μαζί με τα πακέτα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων…


Ένας ατζέντης από καλλιτεχνικό γραφείο της Βάθη τηλεφωνεί σε επιχειρηματία της Ορεστιάδας: «Έλα ρε Μήτσο πώς σου φάνηκε ο τσολιάς που σου ΄στειλα;»
«Τι να σου πω ρε μάγκα. Από φωνή, μουνί. Αλλά από μουνί, φωνάρα».
Στην Άρτα, σ΄ ένα καλοκαιρινό μαγαζί, φτιαγμένο από λαμαρίνες, ένας δεν είχε λεφτά μαζί του και οι σερβιτόροι τον κάνανε τόπι στο ξύλο. Αυτός ήρθε το επόμενο βράδυ με τρακτέρ και το ισοπέδωσε. Τότε οι μπράβοι τον κατέβασαν κάτω και τον άφησαν αναίσθητο από τις κλοτσιές…
Τα σκυλάδικα σήμερα έχουν εντελώς εξαφανιστεί.
Τα σκυλάδικα ήταν ο καθρέφτης της χώρας μας…
Όλη η Ελλάδα ήταν ένα σκυλάδικο!!!
Διαβάστε το.


Ο Θάνος Αλεξανδρής γεννήθηκε στη Νέα Αρτάκη και παιδί τον διακατείχε ο διακαής πόθος να αναζητήσει την σωτηρία του ως ιεραπόστολος ή και ως αρχιμανδρίτης. Η Νομική έγινε το άλλοθι για να ξεφύγει, αλλά τον έκλεψαν από τη δικηγορία τα καλλιτεχνικά του όνειρα. Ακολουθούν Θέατρο Τέχνης, Γιώργος Μαρίνος, Αισχύλος, πρωταγωνιστικός ρόλος στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού στον Λυκαβηττό, όμως μια θεϊκή συγκυρία τον οδήγησε για δέκα περίπου χρόνια στον μαγικό κόσμο των σκυλάδικων, αλλάζοντας ουσιαστικά όλη του τη ζωή. Ακολούθησε μακροχρόνια συνεργασία με την παιδική του φίλη Μαλβίνα Κάραλη και εκπομπές στην τηλεόραση (TrashTV, Καρακορτάδα), στο ραδιόφωνο και σε περιοδικά (Penthouse, Athens Voice). Άλλο έργο του: «Του Οσίου Αλμοδόβαρ ανήμερα».