Η 27η Ιανουαρίου έχει οριστεί ως η ημέρα της διεθνούς επετείου μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και ο «Φιλαναγνώστης» με το vivlio-life.gr που μας φιλοξενεί, επέλεξε να παρουσιάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο-σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία και όχι μόνο στην ελληνική. Ένα συγκλονιστικό οικουμενικού χαρακτήρα βιβλίο με τίτλο ΚΑΣΕΤΙΝΑ, γραμμένο από τη Θάλεια Κουνούνη που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΛΙΒΆΝΗ.


«…Το όνομά μου είναι Χελένα και θέλω να σας μιλήσω για το δικό μου «κάτι». Γι’ αυτό που άφησα πίσω μου να θυμίζει πως κι εγώ υπήρξα κάποτε μέρος της ανθρωπότητας. Κι αν οι εικόνες του δικού μου τότε αδυσώπητα μπλεχτούν με τις εικόνες του δικού σας σήμερα, να ξέρετε πως υπαίτια δεν είμαι εγώ. Τουλάχιστον, όχι μόνο εγώ. Βλέπετε, έστω και ερήμην μου, έγινα η αιτία για κάποιους να ξεθάψουν την ιστορία μου και να ψάξουν για μένα. Με τον δικό τους τρόπο. Και για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς…»


Ένα ιστορικό ντοκουμέντο η αξία του οποίου έγκειται στο γεγονός ότι η συγγραφέας προέβη σε μια λεπτομερή καταγραφή όλων όσων συνηγόρησαν στη γέννηση και στην πορεία του ναζισμού και παράλληλα έκανε μια πλήρη ανασύσταση της ιστορικής περιόδου που σημάδεψε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, αξιοποιώντας στο έπακρο το αρχειακό υλικό που έφτασε στα χέρια της από μια ενδελεχή και μακρόχρονη έρευνα. Η «Κασετίνα» της Θάλειας Κουνούνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, είναι ένα αξιόλογο έργο που αναμετράται ευθέως με τη λήθη, συνοδοιπορεί με την ιστορική ακρίβεια και υψώνεται σαν κραυγή απέναντι στο υπαρκτό πρόβλημα της αναζωπύρωσης του ναζισμού, ιδιαίτερα στην Ευρώπη της εποχής μας.


«[…]Η στιγμή σού ανήκει την ώρα που τη ζεις. Μετά γίνεται ανάμνηση. Κι έτσι πρέπει να μένει. Πόσες στιγμές ζωής να χάθηκαν σ’ αυτό εδώ το στρατόπεδο, όπως και σε τόσα άλλα μέρη; Αναρωτιέμαι. Πόσες στιγμές ζωής; Πόσες στιγμές αναμνήσεων;»


Η συγγραφέας συμπάσχει με τις κοινωνίες που αφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και γι’ αυτό τον λόγο καταγράφει πρωτίστως τις συνθήκες εκείνες που επηρέασαν τους ανθρώπους της εποχής και τους οδήγησαν σε έναν ομαδικό παραλογισμό που όμοιό του δεν γνώρισε ξανά η ανθρωπότητα. Αυτό όμως που την απασχολεί είναι να μην ξεχαστεί όλη αυτή η Ιστορία, να μην περάσει από τη μυλόπετρα του χρόνου. Επειδή ο κίνδυνος είναι ορατός και απλώνεται πάνω από τον σύγχρονο κόσμο ξανά, με τις ίδιες εφιαλτικές διαστάσεις.


Η Κουνούνη επιλέγει μια λιτή, δωρική γραφή, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και αφηγήσεις μελοδραματικών επεισοδίων. Στέκεται μπροστά στο αφηγηματικό κόσμο της και αφουγκράζεται με όλες της τις αισθήσεις τις αγωνίες του, τις ανάγκες του, το πάθος και τα πάθη του. Με γλώσσα που ενεργοποιεί την σκέψη και τεκμηριώνει τις αλήθειες που πραγματεύεται εξακοντίζει με ευθύβολο τρόπο και αμεσότητα την ίδια τη μνήμη και αφήνει να αναδυθεί η ανθρωπιά και οι περιπέτειές της την εποχή του ολοκαυτώματος.
Είναι γνωστό άλλωστε το χάρισμα που έχει η Κουνούνη στη μυθοπλασία σε όσους ακολουθούν τα συγγραφικά της βήματα. Κάθε έργο της είναι διαφορετικό. Έχει εντρυφήσει τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο φιλοσοφικό και με την ίδια ευκολία και στο χιουμοριστικό είδος. Στην «Κασετίνα» όμως συντελείται μια αριστουργηματική ζύμωση της ζωής των ηρώων με την ίδια την Ιστορία. Ήρωες η ζωή των οποίων γίνεται ένα οδοιπορικό προς τα βάθη της κόλασης του Β Παγκοσμίου πολέμου.

Σημαντική είναι η επιλογή των συμβολικών ονομάτων των ηρώων αλλά και οι εναλλαγές στις αφηγηματικές φωνές των ηρώων. Η όλη αρχιτεκτονική δομή αλλά και η πλοκή του έργου, οι χωροχρονικές εναλλαγές δίνονται με έναν τρόπο που σε καμιά περίπτωση δεν ενοχλεί την απρόσκοπτη αφηγηματική ροή και σίγουρα είναι δοσμένα με τρόπο ευφυή και ξεχωριστό.
Η ιστορική αλήθεια δοσμένη μέσα από διαλόγους και διαλέξεις, οι ιδιαιτερότητες των ηρώων και οι ψυχικές παθήσεις που τους ταλανίζουν περνούν μέσα από την αφήγηση δημιουργώντας ένα έργο με τα χαρακτηριστικά ενός μυθιστορηματικού δοκιμίου, ένα βιβλίο που προϋποθέτει μελέτη, εμβάθυνση και όχι μια απλή ανάγνωση, ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης τόσο το κοινωνικό όσο και το ιστορικό, το πολιτικό και το αστυνομικό στοιχείο που το διέπουν.


Η συγγραφέας δεν αναλώνεται σε ωραιοποιημένες περιγραφές. Δημιουργεί με ρεαλισμό εικόνες που ο αναγνώστης τις βλέπει ολοζώντανες μπροστά του να εκτυλίσσονται, καθώς πρόκειται για ένα έργο που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της Γερμανίας, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των φρικιαστικών πειραμάτων που συγκλόνισαν τον κόσμο. Στοχευμένα χωρίς διδακτισμούς παρόλο που οι επιστημονικές αναφορές από την ψυχολογία, την ψυχιατρική, τη βιολογία, την ιατρική και τη φιλοσοφία είναι πολλές.


Η Χελένα με τον εξαιρετικό της μονόλογο και η χαρισματική και τόσο ιδιαίτερη Ραχήλ. Τα πειράματα των ναζί, η ευγονική και η άρια φυλή, τα προγράμματα ευθανασίας, οι ψυχιατρικά άρρωστοι στο άσυλο στην Πίρνα, πειραματόζωα στις μεθόδους της φρίκης, ο Μένγκελε και οι ανατριχιαστικές πρακτικές των πειραμάτων του, ο Χίτλερ και οι συνομιλίες του με τον επιστήμονα, αλλά και η ίδια η Κασετίνα είναι ήρωες που πρωταγωνιστούν σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που πραγματικά αξίζει να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες για να γνωρίσει ο κόσμος την ιστορία της φρίκης αλλά και να μπει στη σχολική ύλη ώστε οι νέοι να γνωρίσουν τι σημαίνει όλεθρος.
Ένα πολυεπίπεδο έργο που διερευνά σε βάθος τι θα πει ανθρωπιά, φιλία, σχέση στοργής, διαφορετικότητα, συλλογική παραφροσύνη, πόνος, οδύνη αλλά και φόβος. Φόβος μην επαναληφθούν τα τόσο αιματηρά γεγονότα, μην φωλιάσει στο μυαλό των νέων ανθρώπων η απάθεια μπροστά στη φρίκη, επειδή τότε μόνο ο δρόμος για την εξαθλίωση τόσο τη σωματική όσο—και κυρίως—την πνευματική θα ανοίξει σαν ένας ασκός του Αιόλου σαρώνοντας τις συνειδήσεις.


Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, γεγονός που αναδεικνύει καλύτερα τη σημαντικότητα όσων περιγράφει και διευκολύνει τον αναγνώστη.
Ένα έργο γενικής αφύπνισης χωρίς την σφραγίδα του συγγραφέα στις απόψεις και στις ιδεολογίες που διαπερνά η μυθιστορηματική του πλοκή. Ένα βιβλίο φιλοσοφικής αναζήτησης της ηθικής και της ανάδειξης της μνήμης αλλά και της γνώσης.
Και η κασετίνα; Τι φαντάζεται ο αναγνώστης όσο το διαβάζει και τι είναι τελικά; Είναι τέχνη να οδηγείς τον αναγνώστη σου σε δρόμους που δεν είναι τελικά αυτοί που στο τέλος θα τους πας.


«…Είναι κάποια κομμάτια ζωής που δεν έχεις δικαίωμα να τα ακουμπήσεις. Να τα ακούσεις, να τα επεξεργαστείς, να κρίνεις, να μάθεις, να αισθανθείς, ναι! Όχι όμως να τα ακουμπήσεις! Ακόμη κι αν χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσεις για να οδηγηθείς κάπου ή για να τα μεταφέρεις σε άλλους, πρέπει να το κάνεις με έναν τρόπο με τον οποίο αυτά δε θα έρθουν σε επαφή με οτιδήποτε δικό σου…»


Και η Θάλεια Κουνούνη ευτυχώς τα ακούμπησε με την πένα της, πράττοντας αυτό ακριβώς που η ίδια έγραψε. Αφουγκράστηκε, μελέτησε, αισθάνθηκε, πόνεσε, βυθίστηκε σε αυτό το κομμάτι της Ιστορίας και αναδύθηκε ξανά μεταφέροντας το μήνυμα στις επόμενες γενιές ότι «Εμείς Θυμόμαστε».