Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1969, στην καρδιά της δικτατορίας.
Η 200άρα Μερσεντές, καινούργιο μοντέλο του ΄68 με το γκρενά εντυπωσιακό χρώμα, τα διπλά φανάρια μπροστά και τον λεβιέ ταχυτήτων στο τιμόνι, έτρεχε υπερβολικά στην μεγάλη ευθεία πριν τη στροφή για Θρακομακεδόνες. Το κοντέρ έγραφε πάνω από 100 χιλιόμετρα την ώρα. Ταχύτητα επικίνδυνη ,αν σκεφτεί κανείς πως στο τιμόνι καθόταν ο Στάθης, ένα λαϊκό παλικάρι στα δεκαεπτά και δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού, καθόταν ο « κύριος Κώστας» ή Γκας, σαράντα χρόνια μεγαλύτερός του, ντυμένος με ακριβά ρούχα. Πίσω καθόταν ο Πέτρος, ένα δεκαοχτάχρονο παλικάρι κι αυτός.


Η ταχύτητα ήταν η ζωή του νεαρού Στάθη και βέβαια η Μερσεντές το δόλωμα. Σε μια εποχή που στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν λιγοστά ΙΧ το να οδηγείς αυτοκίνητο ήταν «τίτλος τιμής», και μάλιστα Μερσεντές. Αυτό ήταν όνειρο άπιαστο για όλους σχεδόν τους Έλληνες , πολύ περισσότερο για ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι. Αυτό το ήξερε πολύ καλά ο κύριος Κώστας γι΄ αυτό παλιά στηνόταν τα μεσημέρια έξω από το δημόσιο γυμνάσιο, κάπου στα Πατήσια. Με αυτόν τον τρόπο ο κύριος Κώστας ανανέωνε τους εραστές του. Ο κύριος Κώστας ήταν σαφής προς τους νεαρούς: «Μια φορά θα έχει βόλτα και οδήγημα να ευχαριστιέσαι εσύ και την άλλη σπίτι να ευχαριστιέμαι εγώ. Πενήντα δραχμές το πήδημα!»
Ο Κώστας Θωμόπουλος ή Γκας Τόμας ήταν σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής υψηλής κοινωνίας, ένα από τα αγαπημένα «παιδιά» της Χούντας και η πόρτα του πολυτελούς διαμερίσματός του στο Κολωνάκι ήταν ανοιχτή σε κάθε τρυφερό μαθητούδι του γυμνασίου…


Η Μερσεντές ήταν μεγάλο αφροδισιακό και το πολυτελές διαμέρισμά του ήταν η «τεκνοπαγίδα»!
Ο νεαρός Πέτρος Στρατούδης ήταν ο Έλληνας Αλέν Ντελόν και η μεγάλη αδυναμία και ο έρωτας του κυρίου Κώστα. Τελείως υποταγμένος στον Πέτρο ο κύριος Κώστας δεν μπορούσε να του χαλάσει χατίρι. Και αυτός βέβαια φρόντιζε να τον τροφοδοτεί τακτικά με φρέσκο πράγμα, προμηθευτής νεαρών (τον Ντίνο, τον Αχιλλέα, τον Μηνά, τον Στάθη κ.α.).
Μια βραδιά που οδηγούσε ο Μηνάς και έτρεχε με 140 στη λεωφόρο Καραμανλή στους Θρακομακεδόνες χτυπήσανε ένα μηχανάκι και ένα ανθρώπινο σώμα εκτινάχτηκε μακριά και πέθανε. Ο Γκας έδιωξε γρήγορα τον Μηνά με ταξί και στην αστυνομία που κατέφθασε είπε ότι αυτός οδηγούσε αλλά λόγω κακού φωτισμού του δρόμου και επειδή το μηχανάκι δεν είχε φώτα, έγινε το ατύχημα. Το θέμα κουκουλώθηκε ότι έφταιγε το θύμα, επειδή ο Γκας είχε πολλές διασυνδέσεις με ανώτερα στελέχη της Χούντας.
Ο αστυνόμος Θανάσης Καραβασίλης από το τμήμα ανθρωποκτονιών της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και ο υπαστυνόμος Αντώνης Μπεργελές αποσιωπήσανε το γεγονός του δυστυχήματος, αλλά σε λίγο βρεθήκανε σε ένα εκβιασμό του Γκας από ένα ταξιτζή, ότι άλλος οδηγούσε το αυτοκίνητο και ότι ο Γκας είχε ένα βίτσιο. Γρήγορα διελευκάνανε αυτήν την υπόθεση.


Όμως μετά από λίγες μέρες ο Κώστας Θωμόπουλος βρέθηκε στο σπίτι του δολοφονημένος με δεκαεπτά μαχαιριές . Οι πολλές μαχαιριές δείχνανε πάθος ή εκδίκηση και όχι ληστεία.
Οι δύο αστυνόμοι επειδή γνωρίζανε την υπόθεση του δυστυχήματος του Γκας Τόμας και την περίπτωση του εκβιασμού τους ανατέθηκε και η υπόθεση της δολοφονίας. Οι έρευνές τους στράφηκαν στους νεαρούς που συνουσιάζονταν με τον κύριο Κώστα. Συλλάβανε τον Στάθη ο οποίος με το ξύλο ομολόγησε. Ο υπαστυνόμος Μπεργελές δεν πιστεύει ότι αυτός έκανε την δολοφονία.
Οι Ρωμαίοι ζητούσαν αίμα για να δικαιωθούν ο άρτος και τα θεάματα. Και οι απόγονοι των Ρωμαίων συντηρούν την αρένα. Η σημερινή κοινωνία πάντα θέλγεται από ένα έγκλημα αλλά με την προϋπόθεση και τη σιγουριά να υπάρχει οπωσδήποτε ένας ένοχος στο τέλος που θα ριχτεί με φωνές και παιάνες στην αρένα για να χορτάσουν τα λιοντάρια και να ευχαριστηθεί η κοινή γνώμη ή αλλιώς το φιλοθεάμον κοινόν!
Θα δικαστεί και θα πάει φυλακή ένας αθώος;
Ο φονιάς θα κυκλοφορεί ελεύθερος;
Είναι εύκολη η ενοχοποίηση ενός ανθρώπου;
Ήταν δυνατόν να παραδεχτεί η Ασφάλεια την εποχή της Χούντας ότι έκανε λάθος τον ένοχο;
Πώς μπορείς να καταστρέψεις τη ζωή ενός ανθρώπου άνευ λόγου;
Πόσο απλό είναι να στιγματίζεις κάποιον ως δολοφόνο;
Θα βρούνε τελικά τον πραγματικό δολοφόνο;
Το «φαίνεσθαι» είναι πιο σημαντικό από το «είναι»;


Οι έννοιες της δικαιοσύνης,των δικαιωμάτων και των κανόνων δικαίου δεν αποτελούσαν έννοιες που εφαρμόζονταν για χρόνια κατά το δοκούν και προς το συμφέρον της εκάστοτε μειοψηφίας;
Η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών που διατεινόταν ότι ήταν η ασφαλέστερη Ευρωπαϊκή χώρα έπρεπε να βρει πάση θυσία και σε χρόνο άμεσο έναν ένοχο…
Το αστυνομικό αυτό μυθιστόρημα κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αυτή η συγκλονιστική ιστορία μέσα σε λίγες σελίδες αναδεικνύει την επιπολαιότητα της αστυνομίας που δεν επέδειξε πραγματική μεταμέλεια για το λάθος της, τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες, αλλά και όλα τα «κακώς κείμενα» του δικτατορικού καθεστώς.
Ο Νίκος Οικονόμου κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και την περιγράφει με ζωντάνια και γλαφυρότητα, με ακρίβεια, διορατικότητα και διεισδυτικότητα.
Λιτός – κατανοητός λόγος και άρα πετυχημένος. Περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λογοτεχνική γλώσσα, συμπλέκοντας το παρελθόν με την πραγματικότητα του σήμερα σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα που διαβάζεται ευχάριστα, μαθαίνοντας ταυτόχρονα, ο αναγνώστης, τα μικρά μυστικά που κρύβει η ιστορία και τον μύχιο κόσμο των πρωταγωνιστών.
Διαβάστε το.
Ο Νίκος Οικονόμου σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μουσική στο Ελληνικό Ωδείο. Κάποια στιγμή η μουσική επικράτησε στις επιλογές του με την οποία ασχολήθηκε ολοκληρωτικά. Πρωτοεμφανίζεται το 1981 στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας που οργάνωσε ο Μάνος Χατζηδάκις με το τραγούδι «Αν δεν είσαι τυχαίος». Το 1983 κυκλοφορούν από τη δισκογραφική εταιρεία «Λύρα» 12 τραγούδια του με τίτλο «Αφύλαχτη διάβαση». Σιγά σιγά περνά οριστικά στον χώρο της δισκογραφίας όπου παραμένει μέχρι σήμερα. Έτσι προκύπτει η συνεργασία του με τον Γιώργο Μητσάκη που του εμπιστεύεται τη συγγραφή της Αυτοβιογραφίας του (εκδόσεις του εικοστού πρώτου). Ακολουθεί ένα σκληρόδετο λεύκωμα για τον Γιώργο Μητσάκη (εκδόσεις Μανιατέας-Τεγόπουλος). «Το τραμ το τελευταίο» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.