Εκδόσεις Αρμός 2022 σελ.443
Να αφήνεις τα νιάτα σου, την ανεμελιά σου, τις σπουδές σου για έναν έρωτα. Το σενάριο της ζωής της Έλλης Σαρρή. Πριν ενηλικιωθεί είχε αποκτήσει την κόρη της, την Χριστίνα, και τώρα να την εδώ μπροστά της σε ηλικία 17 ετών, να της λέει ότι θα αφήσει την σχολή της για να πάει στο Λονδίνο για τον Άρη. Ούτε όταν έμαθε για το κέρατο του άντρα της δεν αντέδρασε έτσι.
Και η ίδια τα άφησε όλα για τον Νίκο και κατέληξε να τελειώσει το λύκειο με ένα μωρό στην αγκαλιά. Η Έλλη παντρεύτηκε τον Νίκο παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της του Λευτέρη, του δάσκαλου, ο οποίος ήταν πολύ ανοιχτόμυαλος και θα έκανε τα πάντα για την κόρη του.


Η Έλλη το γυφτάκι και αγοροκόριτσο, δεν ήθελε τα πάντα. Επέλεξε τον Νίκο. Ο Νίκος όμως παραήταν πολυάσχολος είχε δυο ξενοδοχεία στα Μάλια και δύο μαγαζιά στη Χερσόνησο, για να κάτσει σπίτι με την Έλλη και τη Χριστίνα. Λίγο τα τουριστικά, λίγο τα συνδικαλιστικά, λίγο οι παντός τύπου κοινωνικές συναναστροφές και η ντόλτσε βίτα τον ανάγκαζαν να είναι εκτός. Η Έλλη από την άλλη παραήταν εντός. Αρχικά για χάρη του έρωτα. Στη συνέχεια για χάρη της κόρης της, αλλά και για ακόμα ένα λόγο, δεν ήθελε να είναι όπως η μάνα της, η Αργυρώ. Η μαμά δεν ήθελε και πολύ να είναι μαμά. Όταν η Έλλη ήταν πέντε χρονών απέκτησε τον αδελφό της τον Μίλτο. Τη χρονιά εκείνη, τόσο η Έλλη όσο και το μωρό μετακόμισαν στην γιαγιά. Οι κουβέντες της γιαγιάς ότι τάχα μου η μάνα της ξενοκλώθει, έκανε την Έλλη να αγαπήσει πολύ τον πατέρα της. Ώσπου μια μέρα, όταν η Έλλη ήταν κοντά στα δέκα, η Αργυρώ πέθανε. Η Έλλη δεν στεναχωρήθηκε ιδιαίτερα. Ούτως η άλλως οικογένειά της ήταν ο μπαμπάς, ο Μίλτος και η γιαγιά. Κατά μία έννοια για την Έλλη δεν ίσχυε καν η λέξη μαμά. Για εκείνη η Αργυρώ ήταν μια εύθραυστη κούκλα που πιθανότατα ξενόκλωθε και το μόνο που της είχε αφήσει ήταν ένα ζευγάρι κίτρινα μάτια, το σπίτι στην οδό Δρακοντοπούλου στο Ηράκλειο και μια, προφανώς επίκτητη, απέχθεια για οτιδήποτε γυναικείο: φορέματα, χτενίσματα, μπιχλιμπίδια και κάθε μορφής γυναικείες ευαισθησίες.


Τώρα η Έλλη τριανταπέντε ετών, χωρισμένη τα τελευταία χρόνια, περίμενε να βγει το συναινετικό διαζύγιο με το Νίκο.
Από τότε η Έλλη έχασε πάσα ιδέα για τους έρωτες και κατάλαβε ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα περιστασιακό όνειρο, που αργά ή γρήγορα ξυπνάς, εκείνη δυστυχώς αργά, και εκεί αρχίζει η πραγματική ζωή. Στη σκέψη και μόνο ότι η κόρη της θα μπορούσε να κάνει τα ίδια λάθη, και μάλιστα τόσο νωρίς, ένιωθε φρίκη…
Μια μέρα ο Νίκος παθαίνει ξαφνικά πολλαπλά εγκεφαλικά και τελικά άνοια. Ο νευρολόγος ζητάει πληροφορίες από την Έλλη για τον Νίκο. Ο Νίκος δεν μπορεί να μιλήσει καλά, η κίνησή του καθόλου και η δεξιά πλευρά του έμοιαζε σχεδόν παράλυτη. Ο Νίκος δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του, πράγμα που είχε αναλάβει η Έλλη, και στην ουσία η δική της ζωή είχε κάνει μια παύση: το μαγαζί, το διαζύγιο και η μετακόμιση στο πατρικό σπίτι, με τα πράσινα παράθυρα στην οδό Δρακοντοπούλου. Η Έλλη είχε αρχίσει να απελπίζεται γιατί ήταν εντελώς μόνη, να διαχειριστεί τον Νίκο, να τον πάει για λογοθεραπεία και εργοθεραπεία.
Οι συγγενείς ενός ασθενή με άνοια λέγονται φροντιστές. Οπότε η Έλλη σαν φροντιστής χρειαζόταν συναισθηματική και ψυχολογική υποστήριξη και έπρεπε να παρακολουθεί τις συνεδρίες της ομάδας φροντιστών, στην οποία συντόνιζε ο Μάκης, ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός.
Ένα ατύχημα με ένα κουτί με τάρτες, στις σκάλες του κτιρίου που γινόταν οι συνεδρίες ήταν η αιτία να γνωρίσει η Έλλη τον φροντιστή Θεόφιλο.
Αναμεσά τους αρχίζει ένα παιχνίδι στο οποίο οι έννοιες στόχος, μπλόφα, νίκη και ήττα συνεχώς μεταλλάσσονται. Τη στιγμή που η Έλλη θα είναι έτοιμη να του παραδοθεί, μια παλιά προδοσία, η οποία έχει τις ρίζες της μυστικά του παρελθόντος, θα έρθει να αποδείξει ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτα δεν είναι τυχαίο.


Η Έλλη χόρευε τις νύχτες με τα φαντάσματά της. Με εκείνα που είχε χάσει και με αυτά που είχε ξαναβρεί. Με τα φαντάσματα που αγάπησε κι αυτά που είχε ερωτευτεί. Με όσα την πίκραναν και με αυτά που την αγάπησαν πολύ.
«Μαμά». Πώς γίνεται μια τόσο δα λεξούλα να μπορεί να σε κάνει να σπάσεις σε χίλια κομμάτια;
Μια αγάπη που υπερέβη τους πάντες και τα πάντα. Εκτός από τον θάνατο. Ή μήπως τον ξεγέλασε κι αυτόν;
Ένα τρομερό μυστικό. Μια ιστορία θαμμένη.
Θα άνοιγε το κουτί του παρελθόντος η Έλλη;
Η Έλλη ζητάει από τον Θεόφιλο ένα παιχνίδι με το σκάκι. Αυτός αρνείται. Αυτός δεν έχανε ποτέ. Μέχρι που πόνταρε πολλά για μια βασίλισσα. Άλογα και αξιωματικούς.
Μια παρτίδα πόκερ που δεν είχε τίποτα να χάσει.
Η μπλόφα ήταν δική του.
Ο Θεόφιλος βούτηξε βαθιά μέσα στην Έλλη και ναυάγησε…
Δε γίνεται να σβήσεις το παρελθόν. Χωρίς παρελθόν δεν υπάρχει ούτε μέλλον.
Συχνά συναντά κανείς το παρελθόν του, εκεί ακριβώς που πάει να το αποφύγει.
Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι να αλλάξουμε όσα έγιναν.
Ποια είναι η αμαρτία και ποιος ο θύτης;
Ποια η καταραμένη λεία;
Πώς ο προδότης γίνεται προσκυνητής;
Θα μπορούσε ποτέ κάποιος να πονά από επιθυμία;
Πώς η τύχη σου γυρίζει την πλάτη; Ποια τύχη;
Τι περιείχε μια παλιά βαλίτσα;
Ποιος έφερε ουρανό σε μια κίτρινη νύχτα;
Τι συνέβη με τον πατέρα του Θεόφιλου τον Βαρδή;
Έγιναν τόσα πολλά για ένα εραστή;
Πώς επαναλαμβάνονται έτσι οι ιστορίες μέσα στις οικογένειες;

Η ικανότητα της ψυχολόγου Κάλλια Μανιώρου να διαπλάθει ζωηρούς χαρακτήρες, ιδίως γυναίκες, είναι αναμφισβήτητη.
Η ευλύγιστη, νευρώδης και χειμαρρώδης γραφή της Μανιώρου, με χάρη, ταπεραμέντο και ενσυναίσθηση συμπαρασύρει τον αναγνώστη.
Ένα από τα βιβλία που δεν ξεχνά κανείς εύκολα.
Διαβάστε το.


Η Κάλλια Μανιώρου κατάγεται από τα δυο μεγάλα νησιά, Κρήτη και Κύπρο. Τι ένωσε αυτούς τους δύο τόπους; Η αγάπη για τη λογοτεχνία και ο έρωτας. Η ίδια από μικρή μισούσε το διάβασμα και το γράψιμο. Πολύ αργότερα, η μεγάλη της αγάπη για τις ιστορίες και ίσως η ανάγκη να ενώσει μέσα της τους δύο αυτούς διαφορετικούς τόπους οδήγησαν στην αναπόφευκτη ανακάλυψη ότι η λογοτεχνία και η γραφή θα μπορούσαν να είναι μία μαγική διέξοδος. Σήμερα ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης με το σύζυγό της και τις τρεις τους κόρες και εργάζεται ως ψυχολόγος.