Συγγραφέας του βιβλίου «Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας. Η ψυχοκόρη» – Εκδόσεις «Ωκεανός».

Ένας ποταμός που στέρεψε από νερό, πολλές ζεστές διηγήσεις και ακόμη περισσότερα συναισθήματα, οδήγησαν τη Χρύσα Λυκούδη να μας γνωρίσει μέσα από το βιβλίο της την πρωταγωνίστριά της Αιμιλία. Στα επτά της χρόνια η μητέρα της, η χειριστική και καταθλιπτική Πέρσα την έδωσε ψυχοκόρη. Αρκετά χρόνια αργότερα η κόρη πρέπει να χειρουργήσει τη μάνα. Τα ατελείωτα «γιατί», που την κρατούσαν ξάγρυπνη για χρόνια, τώρα συγκρούονται με την αγάπη και τον θυμό, αναζητώντας διέξοδο. Ένα μυθιστόρημα που μας μεταφέρει σε δύσκολους καιρούς του παρελθόντος, μας γνωρίζει ήθη και έθιμα, ενός όμορφου τόπου, αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές μας με την απόρριψη της μάνας αλλά και μας κάνει να χαμογελάσουμε ζεστά μ’ έναν τρυφερό εφηβικό έρωτα.

H πρώτη ερώτηση που μου έρχεται στο μυαλό, στη συνομιλία μου μαζί σας, είναι τι μπορεί να συνέβη «Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας», για να γίνει τίτλος του μυθιστορήματός σας;
Τη μέρα εκείνη -αποφράδα την ονομάζει η Αιμιλία, η ηρωίδα του βιβλίου- κόπηκε ουσιαστικά ο ομφάλιος λώρος που την συνέδεε μέχρι τα επτά της χρόνια με τη μάνα της. Εκείνη τη μέρα την πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Λυκούρια και την παρέδωσε στα ξαδέρφια της, την Άννα και τον Λουκά, ως ψυχοκόρη. Επίσης, εκείνη τη μέρα στέρεψε το ποτάμι, ο Λάδωνας, για να σωθεί από το βέβαιο πνιγμό της. Σε εκείνη την οδύνη και τη φρίκη του πνιγμού της γνώρισε τον Ορφέα, το μυστηριώδη αγόρι που θα ερωτευτούν και που θα αλλάξει με έναν περίεργο τρόπο όλη τη μετέπειτα ζωή της.

Στον υπότιτλο του εξωφύλλου, πιστεύω πως κρύβεται η ουσία αυτού του βιβλίου. «Η ψυχοκόρη». Και πράγματι, διαβάζουμε πως η ηρωίδα σας η Αιμιλία δόθηκε από τη μητέρα της ψυχοκόρη. Πώς μπορεί να εξελιχθεί η σχέση μάνας – κόρης μετά από κάτι τέτοιο;
Όταν ένα παιδί αποκόβεται από την αγκαλιά της μητέρας χάνεται ο κόσμος του. Καταρρέει ψυχικά γιατί χάνει τις σταθερές του αξίες. Όσο καλά κι αν ζει στη νέα του οικογένεια, όσο κι αν δεθούν με πραγματική αγάπη, ο απότομος απογαλακτισμός από τη βιολογική του μάνα τον πληγώνει για όλη του τη ζωή. Αισθάνεται την απόρριψη και την ορφάνια. Κατακλύζεται συνέχεια από αισθήματα αγάπης και συγχρόνως μεγάλου θυμού για τη μάνα του. Ένα μεγάλο «γιατί» τυραννά τις νύχτες του και καμία εξήγηση δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει αυτή της την αποτρόπαια πράξη.

Το μυθιστόρημά σας μας μεταφέρει στο 1962. Τότε που το μητρικό χέρι άφηνε το χέρι του παιδιού. Είναι η εποχή, όμως, που πολλές ψυχοκόρες μπήκαν σε σπίτια γιατί εκδιώχθηκαν από τα δικά τους. Ποιοι ήταν οι κύριοι λόγοι;
Θεωρώ σαν πρώτο λόγο την ανεργία και τη φτώχεια και κατά δεύτερο την ορφάνια. Όταν στήνεται μια οικογένεια ξεκινά με τα καλύτερα όνειρα για το μέλλον. Όμως η ζωή κρύβει για κάποιους μεγάλες εκπλήξεις. Όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την ανεργία, τη φτώχεια, την ψυχική και οικονομική εξαθλίωση, όταν στερεύουν οι ελπίδες και οι αγώνες τους δεν αποδίδουν, τότε αποφασίζουν, με οδύνη στην καρδιά τους, να δώσουν κάποιο από τα παιδιά τους για υιοθεσία για δυο λόγους. Ο ένας είναι να έχει το παιδί τους μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο μέλλον και ο άλλος να ελαφρυνθούν από τα έξοδά του. Όταν το παιδί μείνει ορφανό από πατέρα, εκτός των ανωτέρω, συντρέχει κι ακόμη ένας σοβαρός λόγος, η μητέρα που αναγκάζεται να ξενοδουλεύει πολλές ώρες, αν δεν έχει στο σπίτι κάποιον να προσέχει και να φροντίζει τα παιδιά, αναγκάζεται, παρά τη μεγάλη της ψυχική οδύνη να δώσει ένα σπλάχνο της για υιοθεσία.

Ήταν τότε που στέρεψε και στην πραγματικότητα ο Λάδωνας. Πείτε μας τον λόγο που συνέβη αυτό και πώς είναι σήμερα ο ονομαστός από την αρχαιότητα ποταμός;
Τα νερά του όρους Χελμός και αυτά που λιμνάζουν στην περιοχή του Φενεού εισέρχονται υπογείως στα σωθικά του όρους Σαϊτά και βρίσκουν διέξοδο στους πρόποδες του λόφου Ράχη του Πύργου σχηματίζοντας ένα ήρεμο αλώνι, την πηγή του Λάδωνα. Ο Σαϊτάς μέσα του έχει καταβόθρες που συνεχώς γεμίζουν νερό. Όταν γίνονται δυνατοί εσωτερικοί σεισμοί στο βουνό, οι πλάκες του μετατοπίζονται και κλείνουν το στόμιο του ποταμού. Έτσι στερεύει ποτάμι. Το νερό όμως που συνεχίζει να εισέρχεται και να κατακλύζει τα έγκατα του βουνού, με την τεράστια πίεσή του μετατοπίζει τις πλάκες οι οποίες είχαν φράξει το στόμιο του Λάδωνα κι ελευθερώνεται η ροή του στο ποτάμι. Αυτό συνέβη πάλι το 2004 μετά το τσουνάμι της Ινδονησίας και λέγεται ότι επηρέασε τη στέρεψή του. Τώρα το ποτάμι στην περιοχή της Λυκούριας, δυστυχώς, βρίσκεται σε ημιάγρια κατάσταση. Ρέει μοναχικός, εγκαταλειμμένος κι αναξιοποίητος ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση που περιβάλλει τις όχθες του. Αντίθετα στην Αρκαδία, στο Δήμο Γορτυνίας έχουν αξιοποιήσει την περιοχή γύρω από την τεχνητή λίμνη του Λάδωνα που κατασκευάσθηκε για το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ το 1950. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή αθλητικές δραστηριότητες, όπως κανόε-καγιάκ και ράφτινγκ και η φυσική ομορφιά του τοπίου είναι ιδανική για πεζοπορίες και για ψάρεμα. Κάτι ανάλογο περιμένω από τους αρμόδιους να φροντίσουν το χώρο γύρω από την πηγή.

Ποια είναι η δική σας σχέση μ’ αυτό το ποτάμι; Έχετε μνήμες που σας συνδέουν μαζί του;
Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από το ποτάμι μας. Στα επτά μου χρόνια εγκαταστάθηκα στη Λυκούρια, ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας μου. Εκεί τελείωσα το Δημοτικό. Όταν πρωτοαντίκρισα τον Λάδωνα με κατέκτησε η ομορφιά του. Οι θείοι μου, στους οποίους έμενα, είχαν στη μια του όχθη το γρέκι τους και στην απέναντι απλώνονταν τα χωράφια τους. Παρακαλούσα να με παίρνουν συχνά μαζί τους τις Κυριακές για να τον χαίρομαι. Περνούσα ώρες πολλές στις όχθες του, μέτραγα τις πέστροφες στα μακροβούτια τους και τα νερόφιδα που έβγαιναν έξω και σέρνονταν γύρω από τα πόδια μου. Η παραδεισένια ομορφιά του, τα ήρεμα νερά του που κυλούσαν στεφανωμένα από πλατάνια, ιτιές και λεύκες με έκαναν να ονειρεύομαι. Να ταξιδεύω σε όμορφους κόσμους που έπλαθε η φαντασία μου. Το γεγονός ότι στέρεψε τότε το ποτάμι, συγκλόνισε τη ζωή όλων των χωριανών, αποδίδοντάς το σε κακό οιωνό. Μέχρι να εμφανιστεί πάλι το νερό του, βίωσα την αγωνία και την αναστάτωση των θείων μου γιατί χωρίς αυτό καταστρέφονταν τα ποτιστικά χωράφια τους, ‘καταστρεφόταν η ζωή τους’, όπως έλεγαν. Βίωσα τη χαρά τους και τις τυμπανοκρουσίες τους όταν εμφανίστηκε το ποτάμι μετά από ένα μήνα και η ζωή τους μπήκε στους παλιούς ρυθμούς της.

Η Αιμιλία είναι φημισμένη χειρουργός ογκολόγος. Το πεπρωμένο της έχει γράψει να είναι εκείνη που θα χειρουργήσει τη μάνα της και θέλω να μας πείτε πού οδηγείτε τη σκέψη του αναγνώστη μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας. Τι συναισθήματα προσδοκάτε να έχουμε γι’ αυτή τη μάνα;
Η Αιμιλία δεν συγχώρεσε ποτέ τη μητέρα της που την έδωσε ψυχοκόρη. Ο θυμός της παρέμενε ζωντανός, παρόλο που μεγάλη πλέον προσπαθούσε να δικαιολογήσει τους λόγους που την έδιωξε από κοντά της. Η Πέρσα ήταν μια καταθλιπτική και χειριστική μάνα που ήθελε να εξουσιάζει τις σκέψεις και τη ζωή των παιδιών της, κι αργότερα και των οικογενειών τους. Η Αιμιλία, αισθανόταν ότι η μητέρα της την αγαπούσε, αλλά έδειχνε την αγάπη της με κτητικό τρόπο. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι λόγω του καρκίνου υπήρχε περίπτωση να την χάσει, κατέρρευσε ο κόσμος της. Στη σκέψη <χωρίς μάνα>, χωρίς τις ρίζες της, αισθάνθηκε για άλλη μια φορά ορφανή. Η απειλή του καρκίνου συνοδεύεται πάντα και με την αγωνία του θανάτου. Η Πέρσα εκδήλωσε όλα τα συντριπτικά και οδυνηρά συναισθήματα που βιώνει ένας απαισιόδοξος καρκινοπαθής. Η εμφάνιση της νεκρής γιαγιάς Αναστασίας, κατά την ώρα της εγχείρησης, ταρακούνησε την γιατρό Αιμιλία και την έκανε να σκεφτεί ότι είναι καιρός να επαναπροσδιορίσει τις δυσχερείς σχέσεις με τη μητέρα της οι οποίες γεννήθηκαν από την στιγμή που την παρέδωσε ψυχοκόρη στα ξαδέρφια της.

Γιαγιά Αναστασία. Πρακτική γιάτρισσα και μαμή του βουνίσιου χωριού της ηρωίδας σας. Αλλά και φάρος της ζωής της. Αυτή η γυναίκα φέρνει αυτόματα τη δική μας αγαπημένη γιαγιά στο μυαλό. Μιλήστε μας γι’ αυτήν.
Το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος περιέχει πραγματικές ιστορίες. Τα κυριότερα φανταστικά πρόσωπα είναι η γιαγιά Αναστασία και η Αρχοντούλα η Γενοβέφα. Αυτό το υπέροχο πλάσμα γεννήθηκε για να αναδείξει μέχρι πού φτάνει ο έρωτας δυο νέων κόντρα στην άρνηση των γονιών και να αναδείξει την αγάπη και τη θυσία της μάνας για το παιδί της. Την γιαγιά Αναστασία την θεωρώ το σημαντικότερο πρόσωπο μετά τον Ορφέα. Όσα αναφέρονται στη γιαγιά Αναστασία είναι όλα φανταστικά. Δεθήκαμε όμως και αγαπηθήκαμε πάρα πολύ που τη θεωρώ πλέον πραγματική, έγινε η προσωπική μου γιαγιά. Τις γιαγιάδες μου από μητέρα και πατέρα δεν τις θυμάμαι, έφυγαν νωρίς εις Κύριον. Το ρόλο τους τον έπαιξαν δυο άλλες γιαγιάδες η Βελιώτα -Βιργινία στο βιβλίο- και η Ελένη -Φιλίτσα στο βιβλίο- που γνώρισα στην καλύτερη ηλικία των επτά χρόνων που το ανθρώπινο μυαλό καταγράφει τα πάντα και δεν τα ξεχνά. Η γιαγιά Αναστασία του βιβλίου συγκεντρώνει την αγάπη, την τρυφερότητα, τη γλυκύτητα της φωνής, το νοιάξιμο για τους ανθρώπους, την μεγάλη και ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς μου Βελιώτας στη Λυκούρια και από την γιαγιά Ελένη παίρνει την επαναστατικότητα, τη δυναμική και την αυθόρμητη ιδιοσυγκρασία της.

Υπήρχε, πράγματι, στον τόπο που γεννηθήκατε μια γυναίκα «προικισμένη με το χάρισμα να “βλέπει” τις αρρώστιες των ανθρώπων και να τις θεραπεύει»;
Στο πρόσωπο της υπέργηρης γιαγιάς Αναστασίας έχω συγκεντρώσει πολλούς ρόλους. Υπήρχε όντως στο χωριό η καλή μαμή που ξεγέννησε όλα τα παιδιά του χωριού μέχρι να εμφανιστεί ο αγροτικός γιατρός, όπως υπήρχε και η πρακτική γιάτρισσα που θεράπευε με τα μαντζούνια της και τα βότανά της. Τον άνθρωπο που είχε το χάρισμα να <βλέπει> τις αρρώστιες και να τις θεραπεύει με τις ιδιαίτερες προσευχές του, τον συνάντησα σε έναν φωτεινό γέροντα πριν από χρόνια. Έτσι η γιαγιά Αναστασία έγινε στην ιστορία μου ο μάγος-γιατρός ή σαμάνος όπως είχαν οι Ινδιάνικες φυλές. Ήταν η σοφή, ο σύμβουλος, ο θεράπων γιατρός ψυχής και σώματος και ο στύλος όλου του χωριού. Το πρόσωπό της δημιουργήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου της εποχής εκείνης για προστασία και λύτρωση. Μια προστασία και λύτρωση που δεν μπορούσε να του προσφέρει η εκκλησία.

Για το πλάσιμο αυτής της προσωπικότητας είχατε μια δική σας γιαγιά δίπλα σ’ ένα τζάκι στη Λυκούρια Καλαβρύτων να σας μιλά για εμπειρίες και θύμισες της δικής της ζωής; Ποια άλλα πρόσωπα ξετύλιξαν τις ιστορίες τους για να φθάσετε στην έκδοση του βιβλίου σας;
Πόσα αγαπημένα πρόσωπα κατακλύζουν τη μνήμη μου με αυτή την ερώτησή σας! Με ζεστασιά κι αγάπη γεμίζει η καρδιά μου στη θύμησή τους. Είχα την ευτυχία, όσο παράξενο κι αν φαίνεται για ένα παιδί που δεν μεγάλωσε κοντά στη μητέρα του, να μεγαλώσω σε μια οικογένεια με την στενή έννοια της παραδοσιακής οικογένειας στη Λυκούρια. Ο παππούς, η γιαγιά, οι δυο <θείοι-γονείς> πιο αληθινοί και από τους πραγματικούς. Ένα ζεστό, φιλόξενο σπιτικό με αγάπη και αρμονία που τηρούνταν όλα τα έθιμα και οι παραδόσεις, και λέγονταν το βράδυ στο παραγώνι όλα τα νέα κι ό,τι περίεργο ή μυστήριο εξελισσόταν στο χωριό. Ο παππούς Αλέξανδρος -ο Αριστοτέλης στο βιβλίο- ήταν ο σοφός και το αγκωνάρι του σπιτιού, μου έλεγε τις ιστορίες των πολέμων και των προγόνων του. Η αγαπημένη μου γιαγιά Βελιώτα ήταν η καλή γιαγιά που όλοι θέλουμε να έχουμε. Μια τρυφερή αγκαλιά για όλους. Άρχιζε μια ιστορία κι έφτανε μέχρι τους προγόνους της του 1821 που πρωτοστάτησαν στην επανάσταση. Και δεν διηγιόταν απλά, αλλά σύμπασχε, αγωνιούσε, δάκρυζε κι εγώ από δίπλα κατέγραφα τα πάντα. Από αυτήν έμαθα τις περισσότερες ιστορίες που περιγράφω. Ήταν η γιαγιά που έκανε το φόνο και τον περιγράφω ακριβώς στο βιβλίο μου. Επίσης ο πατέρας της μητέρας μου -ο Στέλιος του βιβλίου μου κι όσα γράφονται γι’ αυτόν είναι αληθινά- είχε το χάρισμα να συγκεντρώνει κόσμο σπίτι του και να διηγείται τη ζωή του και ιδιαίτερα την Μικρασιατική εκστρατεία στην οποία είχε λάβει μέρος.

Ο Ορφέας είναι ένα πρόσωπο το οποίο θα παίξει τον δικό του σημαντικό ρόλο στην ιστορία σας. Είναι ο «μυστηριακός πρώτος έρωτας της Αιμιλίας», όπως μας λέτε…
Ο Ορφέας! Ο αγαπημένος Ορφέας. Ο Έρωτας Ορφέας. Τρεις ήταν οι λόγοι που ξεκίνησα να γράψω το βιβλίο με αυτές τις ιστορίες. Πρώτον ήθελα να καταγράψω για τους νεότερους, ώστε να μην ξεχαστούν, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις των προγόνων μας, καθώς και η φτώχεια τους, η σκληρή ζωή τους, ο αγώνας επιβίωσης, οι δύσκολοι καιροί των πολέμων, η γενικότερη εξαθλίωση της πατρίδας μας, η τότε δομή της οικογένειας και τον ρόλο που έπαιξε για το μέλλον μας. Δεύτερον τα συναισθήματα του παιδιού που αποκόβεται από τη μάνα του και οι προβληματικές σχέσεις τους και τρίτον ο παιδικός, εφηβικός έρωτας. Όλοι έχουμε στην ζωή μας ερωτευτεί έναν μικρό Ορφέα ή μια μικρή Αιμιλία. Είναι νόμος της φύσης ο έρωτας. Ανάλογα με τον χαραχτήρα μας και τα βιώματά μας, αυτός ο έρωτας έχει αφήσει το στίγμα του. Στη ζωή της ηρωίδας του βιβλίου μου ο Ορφέας έχει διττό ρόλο. Αυτά τα δυο παιδιά χωρίς να το γνωρίζουν δένονται με μυστηριακά δεσμά και για κάποιο λόγο θα χωριστούν στη ζωή και κάποτε στο μακρινό μέλλον θα σμίξουν επιτέλους οι παράλληλοι δρόμοι τους.

Στο τελευταίο κεφάλαιό σας με τίτλο «Το όνειρο» και ειδικά στον τρόπο με τον οποίο το κλείνετε, μου δίνετε την εντύπωση πως θα υπάρξει συνέχεια στην ιστορία σας. Είναι έτσι;
Ναι, έχω γράψει άλλο ένα βιβλίο που είναι συνέχεια του πρώτου. Οι ήρωές μου, η Αιμιλία κι ο Ορφέας, βαδίζουν σε παράλληλους δρόμους. Η Αιμιλία κόντρα στη μητέρα της που την θέλει δασκάλα, αγωνίζεται να πραγματοποιήσει το όνειρό της να γίνει γιατρός χειρουργός ογκολόγος. Οι εφιάλτες με πρωταγωνιστή τον Ορφέα συνεχίζονται σε όλη τη ζωή της μέχρι που αποφασίζει να πάει να τον συναντήσει μετά από σαράντα χρόνια. Τότε ένας γιγαντιαίος ανεμοστρόβιλος θα παρασύρει τις καλά τακτοποιημένες ζωές τους, ένας παράνομος έρωτας θα γεννηθεί κι όλα τα κρυμμένα μυστικά και τα μυστήρια της παιδικής τους ηλικίας θα αποκαλυφθούν.

«Χωρίς να γνωρίζω κανόνες και τεχνικές, ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο, όπως έρχονταν οι ιστορίες που γνώριζα ή που κατασκεύαζε το μυαλό μου», σημειώνετε στις «Ευχαριστίες» σας. Πιστεύετε πως τελικά χρειάζονται κανόνες ή είναι καλύτερα ο συγγραφέας να εμπιστεύεται την προσωπική του οπτική και τεχνική γραψίματος;
Πιστεύω ότι ο συγγραφέας έχει τη δική του οπτική και τεχνική γραψίματος. Το προσωπικό του ύφος, και τη δική του <γλώσσα>. Οφείλει να είναι αυθεντικός και ειλικρινής. Αν προσπαθήσει να μιμηθεί κάποιον άλλον, το αποτέλεσμα θα τον προδώσει. Όμως το διάβασμα βιβλίων καταξιωμένων συγγραφέων βοηθά έναν νέο συγγραφέα, όπως είμαι κι εγώ, στην τεχνική της γραφής του. Πώς θα φτιάξει ένα πλάνο, ένα σκελετό που πάνω του θα κτίσει και θα ζωγραφίσει τις ιστορίες του.

Κυρία Μαρία Τσακίρη θέλω να σας ευχαριστήσω με την καρδιά μου για την υπέροχη συνέντευξή σας. Με κατέπληξαν οι εύστοχες και ιδιαίτερα έξυπνες ερωτήσεις σας και αισθάνομαι ευγνώμων που μέσα από αυτές αναδεικνύονται οι ιστορίες και ο ρόλος που έγραψα αυτό το βιβλίο. Μέσα από αυτή τη συνέντευξη θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα, για άλλη μια φορά, τις Εκδόσεις Ωκεανός και ιδιαίτερα την κ. Ελένη Κεκροπούλου που εμπιστεύτηκε τη γραφή μου και εξέδωσε το βιβλίο μου. Της εύχομαι μεγάλη επιτυχία στο νέο της μυθιστόρημα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Η Αιμιλία, στα πενήντα τέσσερά της χρόνια, είναι μια φημισμένη χειρουργός ογκολόγος. Την ώρα που χειρουργεί τη μάνα της, εμφανίζεται “ολοζώντανη” μπροστά της η γιαγιά Αναστασία για να την εμψυχώσει. Ήταν η πρακτική “γιάτρισσα” και μαμή του βουνίσιου χωριού της, σοφή, ελεύθερο πνεύμα, στύλος και σύμβουλος των συγχωριανών της, προικισμένη με το χάρισμα να “βλέπει” τις αρρώστιες των ανθρώπων και να τις θεραπεύει.
Απόψε, η Αιμιλία στο προσκεφάλι της μάνας της, ψαχουλεύοντας τις μνήμες της παιδικής της ηλικίας, θα επαναπροσδιορίσει τις ψυχρές σχέσεις τους, τον μεγάλο θυμό της για τον πόλεμο που ακόμη μαίνεται μεταξύ τους, αλλά και την πληγή που της άνοιξε όταν μετά τον θάνατο του πατέρα της την έδωσε ψυχοκόρη.
Σύντροφος σε αυτό της το ταξίδι –που ξεκίνησε τη ’μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας– τα πρόσωπα της παιδικής της ηλικίας, η γιαγιά Αναστασία –ο φάρος της ζωής της– και η θύμηση του Ορφέα, του μυστηριακού πρώτου της έρωτα και φύλακα-άγγελού της…

Βιογραφικό

Γεννήθηκα στα Καραμεσηνέικα, χωριό κοντά στην Πάτρα και Δημοτικό Σχολείο πήγα στη Λυκούρια Καλαβρύτων από όπου κατάγεται η μητέρα μου. Τη Λυκούρια, τη θεωρώ ιδιαίτερη πατρίδα μου γιατί από εκεί ξεκινούν οι καθαρές μνήμες μου και οι πρώτες όμορφες εμπειρίες μου. Πέρα από τη φυσική ομορφιά της, την κάνει μοναδική η πηγή του λατρευτού μου ποταμού Λάδωνα! Τη χρονιά που πήγα, το 1962, το ποτάμι στέρεψε για αρκετές μέρες. Το γεγονός αυτό –που συγκλόνισε τότε τη ζωή όλων μας–, στάθηκε αιτία να διαμορφωθεί το μονοπάτι που ακολούθησα για την ιστορία μου.
Τη μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας. Η Ψυχοκόρη είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα. Από τα εφηβικά μου χρόνια ασχολιόμουν με τη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων που έχουν μείνει στο συρτάρι μου να μου θυμίζουν τους προβληματισμούς μου, τα όνειρά μου, την αγάπη μου για τη φύση, τα ζώα και τους ανθρώπους. Αφουγκραζόμουν και παρατηρούσα τα πάντα, κι έπλεκα με τη φαντασία μου δικές μου ιστορίες.
Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου αντί για παραμύθια τους έλεγα τις περίεργες ιστορίες που έζησα ή άκουσα, κυρίως στη Λυκούρια κι όταν μεγάλωσαν μου επαναλάμβαναν ότι όλα αυτά τους είχαν εντυπωσιάσει και με παρότρυναν να τα γράψω σ’ ένα βιβλίο. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, αλλά μυθοπλασία επηρεασμένη από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων μου με ψήγματα πραγματικών γεγονότων και χαρακτήρων που συνάντησα σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου.
Τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια ήταν στην Κάτω Αχαΐα. Το 1970 εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στην Πάτρα όπου ολοκλήρωσα τις γυμνασιακές μου σπουδές στο Γ΄ Γυμνάσιο Θηλέων. Στη συνέχεια φοίτησα στην ιδιωτική Σχολή Διοίκησης και Λογιστικής στην Πάτρα. Το 1977 διορίστηκα ως Ε.Τ.Ε.Π στο Εργαστήριο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, ενώ πια έχω συνταξιοδοτηθεί.