Η ΛΙΜΠΙΝΤΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
(απόσπασμα)

Δικέλλι γύφτικο, πατητό, χωρίς στειλιάρι, κρυμμένο μέσα στ’ άχυρα, ακονισμένο σαν στιλέτο. Η μια αιχμή του καρφώθηκε στην πλάτη μου. Το βάρος του Στάικου, που έπεσε πάνω μου, έμπηξε τη μύτη του πιο βαθιά. Εγώ έμπηξα μια κραυγή, που το ερεθισμένο αρσενικό τη μετέφρασε λάθος και πίεσε περισσότερο. Το τελευταίο που θυμάμαι πριν χάσω τις αισθήσεις, ήταν η όψη του απογοητευμένου φεγγαριού που είχε στηθεί έξω από το ανοιχτό παράθυρο, ψηλά, κοντά στη στέγη του αχυρώνα.
Σκυθρώπιασε που του στερήσαμε το κρυφοκοίταγμα ερωτικής σκηνής που δεν ολοκληρώθηκε. Οι κρατήρες του έχασκαν, στόματα σκοτεινά που απειλούσαν να με ρουφήξουν. Ένιωσα στο πετσί μου την έλξη που ασκεί πάνω στη Γη η Σελήνη. Του Στάικου πρέπει να του πήρε κάμποσο μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι πάνω στ’ άχυρα είχε μια αχυρένια κούκλα από κάτω του. Εγώ δεν ξέρω πόσα δευτερόλεπτα, λεπτά ή ώρες ήμουν αναίσθητη. Το μόνο που ένιωθα μέσα στη χάση μου ήταν ένας πόνος σχεδόν γλυκός, ένα μούδιασμα στο κορμί μου ενώ δεν ένιωθα καθόλου τα άκρα μου. Ανάσαινα άπληστα.
Σαν σε όνειρο μέσα στη σκοτοδίνη, άκουγα γύρω μου φωνές και κλάματα, μετά μια μακρινή σειρήνα, χέρια να πασπατεύουν το κορμί μου και τέλος να με γυρίζουν με προσοχή στο πλάι. Μούγκρισα όταν το σίδερο βγήκε και άνοιξα ενστικτωδώς τα μάτια. Πρόλαβα να δω, καθώς με φόρτωναν πλαγιαστά με χίλιες προφυλάξεις στο φορείο, κηλίδες αίμα που έλαμπαν στο άχυρο στο φως των δυνατών φακών και μια σιδερένια μύτη κόκκινη, σαν περασμένη με μίνιο, να μην σκουριάσει. Αυτή η εικόνα δεν σκούριασε ποτέ μες στο μυαλό μου. Το φεγγάρι, θυμωμένο, είχε χαθεί απ’ το παράθυρο.
Μου φόρεσαν κολάρο, μετά έβαλαν κάτι σαν μάσκα στη μύτη και στο στόμα μου και βυθίστηκα σε λήθαργο. «Θεέ μου τι έπαθα;» πρόλαβα να Τον ρωτήσω αλλά δε μου απάντησε. Έμεινε κρυμμένος πίσω από τις μπάλες άχυρο, μετά πίσω από τις κουρτίνες στους θαλάμους των νοσοκομείων, ύστερα με ακολούθησε στο σπίτι, μες στη ντουλάπα μου, πίσω απ’ τα φορεμένα τα φορέματα, ώσπου μια μέρα, όταν την άνοιξα μιαν άνοιξη μετά από χρόνια για να ξεκρεμάσω το φλοράλ αφόρετο φόρεμα που μου δώρισε η μάνα μου, δεν ήταν πια εκεί και από τότε πια Τον έχασα. Ντράπηκε μάλλον κι έφυγε, μεγαλειώδης μέσα στην παντοδυναμία Του, χωρίς ανθρώπινα συναισθήματα – κυρίως ενοχή. Με τη συνείδησή Του πεντακάθαρη, ίσως γιατί ποτέ δεν τη χρησιμοποίησε. Εγώ έμεινα με τα γιατί και τον θυμό μαζί Του.
Ούτε τον Στάικο θέλησα να ξαναδώ, δεν ξέρω αν ήταν από θυμό, ντροπή ή απογοήτευση. Αν ήταν μίσος, είναι πια μίσος ξεθυμασμένο, σχεδόν επιεικές. Με τον καιρό μοίρασα και την ντροπή, μισή εγώ, μισή αυτός, κι απέμεινε ο θυμός που θέλησα να τον κρατήσω ολόκληρο δικό μου. Όμως ο χρόνος δίνει στα συναισθήματα τη σωστή διάσταση και κατάλαβα ότι δεν έχω κανέναν λόγο να είμαι θυμωμένη με τον Στάικο, αφού κοινή συναινέσει είχε συντελεστεί το μοιραίο. Έφταιγε όσο έφταιγα. Τα έβαλα έτσι με τον εαυτό μου, τον κατηγόρησα, τον έφτυσα, τον έβρισα, τον ξεφτίλισα, μέχρι που ο θυμός ξεθύμανε και η θλίψη έδωσε τη θέση της στην κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν ο Στάικος νιώθει, έστω, τη μισή ντροπή που του αναλογεί και αν θυμώνει με τον εαυτό του, αλλά, εγωιστικά, με παρηγορεί η σκέψη ότι βασανίζεται ακόμα από ενοχές. Απ’ την άλλη, είναι παράλογο να του καταλογίζω το ότι δεν είχε μαζί του εκείνο το βράδυ ανιχνευτή μετάλλων να κάνει επιθεώρηση του χώρου και να ανακαλύψει το καταραμένο το δικέλλι, ούτε γιατί δεν το υποψιάστηκε, αφού σε κανένα έργο στο σινεμά δεν υπήρχαν κρυμμένα τέτοια φονικά όπλα στις ερωτικές σκηνές. Στ’ άχυρα κρύβονται μονάχα ψύλλοι και βελόνες που δύσκολα βρίσκονται –κάτι σαν τη δικιά μου αξιοπρέπεια.
Ευτυχώς εκεί πάνω στα Λακωνικά κατσάβραχα, στη στάνη όπου είχε εκτυλιχθεί το σκηνικό, είχε σήμα το κινητό και μπόρεσε να ειδοποιήσει για βοήθεια, και ευτυχώς, πάλι, που το ασθενοφόρο από το Κέντρο Υγείας έφθασε γρήγορα από τον δασικό δρόμο. Η Λένα με τον Πίτερ, φίλοι του Στάικου, μου μετέφεραν αργότερα ό,τι με λεπτομέρειες τους περιέγραψε ο Στάικος για εκείνες τις δραματικές στιγμές, όταν κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία του έτσι που με έβλεπε ακίνητη και χωρίς αισθήσεις. Έκλαιγε, μου είπαν, και χτυπιόταν, με νόμιζε πεθαμένη, αλλά ευτυχώς του έκοψε να μην επιχειρήσει να με κουνήσει. Κατάλαβε ότι κάπου είχα χτυπήσει αλλά έτσι όπως ήμουν πεσμένη δεν έβλεπε το αίμα κι αυτό τον τρέλαινε περισσότερο. Μέχρι να με πάρει το ασθενοφόρο, στον αχυρώνα είχε μαζευτεί το μισό χωριό και το άλλο μισό ανέβαινε. Τα νέα σε τέτοια μέρη, ιδίως τα άσχημα, μαθαίνονται αστραπή και οι αναλαμπές απ’ τους φακούς φαίνονταν σαν τεράστιες εξωγήινες πυγολαμπίδες ανάμεσα στις οξιές και στις καστανιές. Η δικιά μου εικόνα, ακίνητη πάνω στα άχυρα, πρέπει να φαινόταν σαν σουρεαλιστική εικαστική παρέμβαση στον χώρο.

…Η καταχώριση στα συμβάντα εκείνης της νύχτας του αξιωματικού υπηρεσίας στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, έκανε λόγο για ατύχημα χωρίς κανέναν υπαίτιο. Η καταχώριση στο βιβλίο των επειγόντων περιστατικών στο νοσοκομείο της Τρίπολης ανέφερε οξύ τραύμα στη σπονδυλική στήλη και άμεση παραπομπή στο Πανεπιστημιακό του Ρίο, όπου και επαληθεύτηκε η αρχική υποψία: Ατελής παραπληγία. Η επίσημη διάγνωση, η οποία καταγράφηκε με έντονη γραμματοσειρά στον ιατρικό μου φάκελο και από τότε την περιφέρω στη ζωή μου, είναι Νευρολογικό σύνδρομο της πλάγιας εγκάρσιας ημιδιατομής του Νωτιαίου Μυελού στην ανώτερη οσφυϊκή μοίρα. Σύνδρομο Μπράουν-Σεκάρ. Ο τραυματισμός προήλθε από τέμνον όργανο.
Οι βαρύγδουποι ιατρικοί όροι συνήθως φέρνουν τρόμο. Τον έφεραν και σε μένα. Και μόνο η αναφορά στον νωτιαίο μυελό φτάνει να σου παγώσει τον ίδιο τον μυελό και το μυαλό. Το οσφυϊκή μοίρα δηλώνει μέση κι αυτό δεν μου έκανε ούτε καλό ούτε κακό. Καλό μού ακούστηκε μόνο το ημιδιατομή το οποίο σημαίνει ατελής διατομή, με άλλα λόγια γλίτωσα την πλήρη. Αυτό το πρόθημα «ημι» το αγάπησα, όπως αγάπησα και το ρήμα «ειμί» στο σχολείο. Το αιχμηρό δικέλλι πέρασε ξυστά από τη σπονδυλική στήλη, την πλαγιοκόπησε και δεν την έκοψε στη μέση.
Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες, η κλινική εικόνα μου ήταν απογοητευτική αλλά ιατρικά αναμενόμενη λόγω του σοκ που υπέστη ο νωτιαίος μυελός από τον βίαιο τραυματισμό. Αυτό το σοκ προκαλεί παροδική μυϊκή παράλυση και δίνει εικόνα τετραπληγίας ενώ πρόκειται για παραπάρεση, δηλαδή μερική μυϊκή αδυναμία στα κάτω άκρα. Παραπάρεση· ούτε καν πάρεση. Λιγάκι παραμέσα και θα έμενα παράλυτη. Παραείμαι τυχερή. Στο παραλίγο. Στο παρατρίχα. Παραμυθία μου αυτό το ταπεινό συνθετικό «παρά». Αν το «ημι» το αγάπησα, το «παρά» το λάτρεψα και οι λέξεις που το έχουνε ως πρόθημα ή πρώτο συνθετικό, έγιναν οι αγαπημένες μου. Περνάω ένα ένα τα στάδια του πένθους. Κάποια κρατάνε μήνες, άλλα θα κρατήσουν χρόνια, και κάποια από αυτά θα τα βιώσω, σίγουρα, περισσότερες από μια φορές, σαν να πρέπει να τα κάνω επανάληψη για να τα εμπεδώσω. Συχνά υποτροπιάζω.


Στο κέντρο αποκατάστασης, ένα μικρό κορίτσι που ερχόταν με τη μάνα του να δουν κάποιον δικό τους, κάθε φορά που με έβλεπε, με πλησίαζε και ρωτούσε, «είσαι κι εσύ άρρωστη;», όχι έλεγα κάθε φορά και πήγαινα μετά στο μπάνιο για να κλάψω. Έχω και τις οάσεις μου σ’ αυτήν τη μεγάλη έρημο, που όταν φτάνω, κάθομαι και δροσίζομαι. Ξαπλώνω κάτω απ’ τις χουρμαδιές και σκέφτομαι, δε βαριέσαι, λίγο το κακό, δεν έγινε και κάτι το τόσο τραγικό, θα βγω σύντομα από αυτό το λούκι, θα πάρω τη ζωή πάλι στα χέρια μου, δεν είμαι δα ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία μ’ αυτό το πρόβλημα, εξάλλου εγώ έχω το ημι και το παρά. Συνεχίζω, όλα καλά. Ξεγελιέμαι ότι φτάνω επιτέλους στο τελευταίο στάδιο της απώλειας. Ότι φτάνω στην αποδοχή. Με ηθικό αναπτερωμένο ξεκινάω να κάνω τον λίγο δρόμο που νομίζω ότι απέμεινε μέχρι τη γη της επαγγελίας. Ξαναμπαίνω στην κόλαση της άνυδρης ερήμου σέρνοντας το ένα πόδι μου ενώ η γυμνή πατούσα τού άλλου δεν αισθάνεται την καυτή άμμο, ούτε νιώθω, ευτυχώς, τα τσιμπήματα των φιδιών και των κάθε λογής αρθρόποδων που ζούνε στις ερήμους – έχει και η παραπάρεση τα καλά της. Και δώσ’ του να μπαινοβγαίνω σε βραχυχρόνιες οάσεις (λιγοστές) και σε μακροχρόνιες κολάσεις (άπειρες). Τη γη της επαγγελίας δεν τη συνάντησα ακόμα.