Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσουν οι ημερομηνίες• θυμούνται γιορτές, γενέθλια, επετείους… Ανήκοντας στην εν λόγω κατηγορία, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω πως η στήλη των αναγνωστών έκανε δειλά δειλά τα πρώτα της βήματα πριν δύο χρόνια τέτοια εποχή.
Ο καλύτερος τρόπος για να ευχηθώ σε όλους μας πολλές, καλές αναγνώσεις (και τις εντυπώσεις μας μετά στη στήλη των αναγνωστών) δεν είναι άλλος από αυτό εδώ το κείμενο.
Με αφορμή την κυκλοφορία, στις αρχές Μαρτίου, του νέου βιβλίου της Σόφης Θεοδωρίδου “Πορφύρα Ποτάμια” από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου ένα κορίτσι που με περίμενε υπομονετικά τρία χρόνια τώρα. ” Το κορίτσι από τη Σαμψούντα”.
Μέχρι σήμερα δεν έμεινε ούτε στιγμή στο ράφι. Το κράτησαν πολλά χέρια (όλων των ηλικιών• μαμάδες, γιαγιάδες, εικοσάχρονες κοπέλες). Κάθε φορά που επέστρεφε στα δικά μου, ρωτούσα τις εντυπώσεις τους. Αν και οι αναγνώστριες δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, η απάντηση ήταν πανομοιότυπη : “Ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες και συναισθήματα”. Αυτό που άλλαζε μόνο, ήταν τα επίθετα που τη συνόδευαν. Εικόνες ζωντανές, παραστατικές, όμορφες, καθημερινότητας, πολέμου, έντονες, δυνατές, βασανιστικές, σκληρές, τρομακτικές, ειδυλλιακές, πονεμένες, κινηματογραφικές, συγκινητικές κλπ.
Κράτησα ως παρακαταθήκη τα λόγια τους και τα ανέσυρα από τη μνήμη μου καθώς διαβάζοντας τις 530 σελίδες του βιβλίου διαπίστωνα την αλήθεια τους.
Η συγγραφέας μέσα από την ιστορία της Καλλιόπης μας ταξιδεύει στον Πόντο (1914-1921), στη Σμύρνη (1921-1922) και τον Πειραιά (1922- μέσα του`30). Παρακολουθούμε την ανέμελη καθημερινότητα της ζωής των Ελλήνων του Πόντου μέχρι την εμφάνιση των Νεοτούρκων και του Κεμάλ. Από τότε τα βάσανα και οι κακουχίες δεν έχουν τελειωμό για τον Ελληνισμό τόσο του Πόντου όσο και της Μ. Ασίας. Κανένα από τα βασανιστήρια που επιφύλαξε η Μοίρα στη μικρή Καλλιόπη δεν την λύγισε. Μπορεί να αποχωρίστηκε πρόωρα την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας, να ωρίμασε πριν την ώρα της, μα δεν το ‘βαλε κάτω, δεν εγκατέλειψε τον αγώνα της επιβίωσης. Αγωνίσθηκε με δύναμη και σθένος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
“... μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.
Από το ξεκίνημα της ανάγνωσης με το ποντιακό γνωμικό μέχρι το τέλος δε σταμάτησα να τσακίζω γωνίες στις σελίδες και να σημειώνω φράσεις που μιλούσαν στην καρδιά.
Φυλλομέτρησα το βιβλίο πάμπολλες φορές προκειμένου να διαλέξω κάποιες που να αποδίδουν την ατμόσφαιρα και το στίγμα της υπόθεσης. Έγραψα κι έσβησα άλλες τόσες. Έμοιαζε να μην μπορώ να τελειώσω τις σκέψεις μου. Κάτι σαν το γεφύρι της Άρτας που “….ολημερίς χτιζότανε το βράδυ γκρεμιζόταν”. Αν τελικά δεν παραθέτω καμία είναι γιατί ένιωθα πως θα αδικούνταν όσες έμεναν εκτός. Ίσως είναι καλύτερα έτσι… για να ανακαλύψει και να ξεχωρίσει ο καθένας τις δικές του.
Μια παλέτα συναισθημάτων γεννιούνται με “Το κορίτσι από τη Σαμψούντα“. Πλούσια κι αντικρουόμενα. Αγαλλίαση – πικραμός, ηρεμία – οργή, χαρά – οδύνη.
Έχοντας υπόψη την Ποντιακή γενοκτονία ήμουν προετοιμασμένη και κατάφερα να αντιμετωπίσω με ψυχραιμία τις ρεαλιστικές περιγραφές των δεινών των Ελλήνων του Πόντου. Ό,τι δεν κατάφερε η Θεοδωρίδου στις 500+ σελίδες με τις ωμότητες των Τούρκων, να δακρύσω δηλαδή, το πέτυχε στο τέλος μέσα από τα ειρηνικά – οικογενειακά στιγμιότυπα.
Είναι ένα μαγευτικό μυθιστόρημα για όσους αγαπούν: την Ιστορία, τις ιστορίες των Ελλήνων που ζούσαν εκτός συνόρων (αλησμόνητες πατρίδες – Πόντο, Καππαδοκία, Μ. Ασία, Αλεξάνδρεια κλπ), τα καλά βιβλία.

Υ.Σ.: Μέσα από τους διαλόγους των πρωταγωνιστών ήρθα σε επαφή με την Ποντιακή διάλεκτο (η χρήση της προσθέτει αληθοφάνεια στο μύθο). Μου άρεσε τόσο πολύ που θα’θελα να μπορώ να τη μιλώ.


Λίγα λόγια για το βιβλίο

Η Καλλιόπη πίστευε μέχρι τα εννιά της χρόνια πως το χειρότερο που της είχε τάξει η ζωή ήταν τα παράξενα μάτια της, για τα οποία την κορόιδευαν οι συμμαθήτριές της στο Παρθεναγωγείο, επειδή δε γινόταν να γνωρίζει πόσα άλλα της είχε η μοίρα γραμμένα.
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ.
Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της…
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.