“συζητήσεις Τζωρτζ Στάινερ με την Λωρ Αντλέρ”
Εκδόσεις ΔΩΜΑ
Μετφρ: Θάνος Σαμαρτζής

<< Όταν μιλάει, παίρνει θέση μάχης. Η σκέψη του, πάντα διψασμένη για περιπέτεια, ξεδιπλώνεται ακαριαία. Και μολονότι διαθέτει μία μόρφωση εγκυκλοπαιδική, σε πολλές διαφορετικές γλώσσες και πολλά διαφορετικά γνωστικά πεδία, ο Στάινερ γυρεύει πάντα περισσότερα [……….] αποζητά την έκπληξη.

Για να σκεφτείς, πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα.
[……] ο Στάινερ, εδώ και δεκαετίες, έχει αναλύσει τις κακοτοπιές, τις παγίδες, τις δυσκολίες, τις αθέατες γωνιές της γλώσσας [……] επιδίδεται με εξαιρετική τεχνική δεξιότητα στις διάφορες διανοητικές του ασκήσεις.>>
Με αυτές τις φράσεις η Γαλλίδα δημοσιογράφος Λωρ Αντλέρ κάνει το αρχικό “ιχνογράφημα” του Τζορτζ Στάινερ στον πρόλογο του σπουδαίου βιβλίου το οποίο προέκυψε από την απομαγνητοφώνηση των υπέροχων συνομιλιών που είχε μαζί του, αφού κατάφερε να παρακάμψει την ισχυρή αποστροφή του προς τις συνεντεύξεις.


Πρόκειται για ένα βιβλίο γνωριμίας με το διανοητικό βάθος του μεγάλου στοχαστή που διαισθάνεται το τέλος του και αφήνεται στην ασαφή μελαγχολία της επίγνωσης του λιγοστού χρόνου και στην ακόρεστη επιθυμία του για διδαχή. Είναι όμως και σαν μια περιδιάβαση του αναγνώστη στα ράφια μιας “ζωντανής βιβλιοθήκης”, όπως μπορεί να θεωρηθεί ο μεγάλος αυτός κριτικός λογοτεχνίας καθώς μέσα από τις απαντήσεις του στην δημοσιογράφο κάνει μικρά σεμινάρια γνώσης, λογοτεχνίας, ανάλυσης ιδεών και κειμένων, ένα γρήγορο, ευθύβολο πέρασμα από όλο σχεδόν το λογοτεχνικό και πνευματικό σύμπαν.
Μετά τον πρόλογο ακολουθούν πέντε ενότητες που εστιάζουν σε διαφορετικό θέμα η καθεμία και ο επίλογος .
Το πρώτο θέμα συζήτησης αφορά την ανασκόπηση του πρώιμου βίου του, τα χρόνια των σπουδών του και τις συνεργασίες-σταθμούς με το “The Economist” και το “New Yorker”, τα χρόνια στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον και στο Καίμπριτζ. Αναφέρεται στις επιπτώσεις που είχε στη ζωή του η μικρή δυσλειτουργία του χεριού του, στα χρόνια από τη γέννησή του το 1929 στο Παρίσι και μετά, για την οξυδέρκεια και προνοητικότητα του πατέρα του που διαισθάνθηκε έγκαιρα αυτό που θα συνέβαινε στην Ευρώπη (είχε ήδη μεταφέρει την οικογένεια από τη Βιέννη στο Παρίσι) και για την εσπευσμένη αναχώρηση της οικογένειας με το τελευταίο αμερικανικό κρουαζιερόπλοιο που έφευγε από τη Γένοβα για Νέα Υόρκη, λίγες μόνο ώρες πριν τη γερμανική εισβολή στο Παρίσι. Συζητάει γι’αυτή τη “τραυματική αγωγή” των παιδικών του χρόνων καθώς πολλά χρόνια μετά νιώθει την ενοχή του δεκάχρονου παιδιού που επιβίωσε από μία τάξη εβραιόπουλων που χάθηκαν σχεδόν όλα από τη χιτλερική μανία.


Στη δεύτερη ενότητα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τον Ιουδαϊσμό και τη ρηξικέλευθη άποψή του ότι: <<αν είσαι Εβραίος, οφείλεις να απαρνηθείς την ιδέα της μόνιμης εγκατάστασης. [……] ο Εβραίος έχει μία αποστολή: να είναι ένας προσκυνητής της φιλοξενίας. [….] Να συνεισφέρει στην κάθε κοινότητα που τον φιλοξενεί. Και όταν έρθει η ώρα να ετοιμάσει τις βαλίτσες του και να ξαναφύγει. [….] Το καθήκον του Εβραίου της διασποράς είναι να μάθει να είναι φιλοξενούμενος των άλλων. Αν το Ισραήλ εξαφανιζόταν, ο ιουδαϊσμός και πάλι θα επιβίωνε• γιατί είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από το Ισραήλ>>.
<<Για μένα το να είσαι Εβραίος σημαίνει να παραμένεις μαθητής [….] να αρνείσαι τη δεισιδαιμονία, το ανορθολογικό. (Αναφερόμενος στον εαυτό του λέει): Δώστε μου ένα τραπέζι για να κάθομαι να γράφω και να διαβάζω και την έχω την πατρίδα μου>>.
Στην τρίτη ενότητα, το θέμα της συζήτησης αφορά τη δύναμη της γλώσσας, την πολυγλωσσία, την μονογλωσσία, την ερωτική γλώσσα, την θηλυκή γλώσσα κάποιων λαών και όλες τις μορφές επικοινωνίας.
Θεωρεί την κάθε γλώσσα ένα παράθυρο σε ένα νέο κόσμο. Πιστεύει πως είναι το βασικό εργαλείο και όχημα για την έκφραση και διάδοση των ιδεών και λυπάται βαθιά για τα δισεκατομμύρια σκέψεων που έχουν χαθεί για πάντα λόγω έλλειψης μέσου έκφρασης.


<< Ο θάνατος μιας γλώσσας είναι ο θάνατος ενός σύμπαντος δυνατοτήτων>>.
Σχολιάζει τους περιορισμούς της γλώσσας όταν πρόκειται για μεταφράσεις των λογοτεχνικών έργων αλλά γοητεύεται και από τη θαυμαστή της δύναμη.
<<Αρχαία Ελληνικά σε μετάφραση;>> όχι….
Σχολιάζει άλλες μορφές επικοινωνίας που ξεπερνούν την ομιλία, όπως η μουσική (εσπεράντο των συναισθημάτων) και τα μαθηματικά (οικουμενική γλώσσα) και εντυπωσιάζεται από την ώσμωση στα έργα της ποίησης και φιλοσοφίας.
Παρότι άθεος ο ίδιος, πιστεύει ότι η αρχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι συνυφασμένη με την θρησκεία και ότι η κατανόησή της περνάει μέσα από θεολογικούς στοχασμούς και ερωτήματα, πράγμα που δεν συμβαίνει πια στη σύγχρονη εποχή.
Στην τέταρτη ενότητα αναλύεται η σημασία της συνεχούς ανάγνωσης βιβλίων για τον πολιτισμό, όπως επίσης και η αξία της Βίβλου ως πηγή ανατροφοδότησης όλων των κατοπινών γραπτών κειμένων καθώς <<περιέχει ποίηση απαράμιλλη, ειρωνία…. και το ακατανόητο>>.Την επόμενη βέβαια στιγμή αναρωτιέται για τον ρόλο της Βίβλου στη σύγχρονη εποχή.
Στην πέμπτη ενότητα αναγνωρίζεται πλέον ο σύγχρονος ανθρωπιστής φιλόσοφος και διανοητής καθώς το θέμα της συζήτησης είναι: “Μήπως οι ανθρωπιστικές σπουδές μικραίνουν ηθικά τον άνθρωπο;


Καταθέτει στη δημοσιογράφο στοχασμούς υψηλής αξίας και μεγάλου βάθους καθώς πιστεύει ότι για το μέλλον των ανθρωπιστικών επιστημών είναι πολύ πιο σημαντικό το: “να θέτεις δύσκολες ερωτήσεις από το να απαντάς”.
Αναρωτιέται μήπως η λογοτεχνία μας δίνει μία μυθοπλασία τόσο ζωντανή ώστε να μας απομακρύνει από την πραγματική ζωή; Γιατί οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν αντιστάθηκαν στις φρικαλεότητες της Ευρώπης; Τα στρατόπεδα θανάτου και οι μεγάλες σφαγές προήλθαν από τον ρωσικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό και σε πάρα πολλές περιπτώσεις μεγάλοι καλλιτέχνες συνεργάστηκαν με το απάνθρωπο. Πώς εξηγούνται αυτά;
<<Ζηλεύω βαθύτατα τους ανθρώπους που γνωρίζουν ότι έπραξαν το σωστό>>
Ο ίδιος απερίφραστα δηλώνει ότι η απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο-δημιουργό από τον άνθρωπο-σχολιαστή ή από εκείνον που προσπαθεί να ερμηνεύσει το δημιούργημα είναι απροσμέτρητη.


<<Η καλή κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης. Να λες ευχαριστώ στα έργα και στο τίμημα που χρειάστηκε να καταβάλει ο δημιουργός τους>> Με υπέροχο τρόπο αποκαλύπτει ότι ακόμη και τώρα, διαβάζει συνεχώς τα νεότερα έργα και προσπαθεί να αναδείξει νέους δημιουργούς γιατί πιστεύει στο πλεονέκτημα της συνάντησης με το καινούριο.
Στον επίλογο καταθέτει τη μικρή αίσθηση ανεκπλήρωτου για όσα δεν έχει προλάβει να μάθει, (όπως την εβραϊκή γλώσσα και την σύγχρονη τεχνολογία), αλλά και την αγωνία για την πνευματική του διαύγεια και τη σωματική φθορά.
Φοβάται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το Αλτσχάιμερ, καθώς αφαιρεί από τον άνθρωπο τον έλεγχο της ζωής του και δηλώνει υπέρμαχος της ευθανασίας.
Αγαπάει τα ανθρώπινα λάθη που γίνονται μαθήματα και που η αποδοχή τους χαρίζει στον άνθρωπο γεύση ελευθερίας. Ο Στάινερ επιμένει πως το να προσπαθεί κάποιος συνεχώς, με αγάπη για την ανάγνωση και τον διάλογο με τα βιβλία, τον κάνει αιώνιο μαθητή με σχεδόν σίγουρη την επιτυχία στο ζητούμενό του.


Ένα βιβλίο-περιήγηση στον κόσμο της σκέψης, στην ψυχανάλυση, στο μαρξισμό, στην φιλοσοφία και την αποδόμηση, στην παιδαγωγική μέθοδο που ισχύει σήμερα, ένας προβληματισμός για το υποτιθέμενο ή το πραγματικό τέλος της κουλτούρας του βιβλίου.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, το στοιχείο επίγευσης που έχει ο αναγνώστης είναι η αίσθηση ότι ο Στάινερ δεν προσπαθεί να πείσει κανέναν, αλλά μάλλον προτρέπει σε στοχασμό.
Τι είναι τελικά το παραβολικό “μακρύ Σάββατο” του τίτλου το οποίο βιώνει η ανθρωπότητα; Μήπως αργεί η Κυριακή επειδή το σύμπαν των προβληματισμών και της συνομιλίας είναι αστείρευτο ;

  • Πολλά εύσημα ανήκουν στην πολύ καλλιεργημένη δημοσιογράφο Λωρ Αντλέρ όπως και στον ικανότατο μεταφραστή Θάνο Σαμαρτζή.
    ◾George Steiner
    Ο George Steiner (1929-2020) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι από Αυστροεβραίους γονείς. Το 1940 η οικογένειά του μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Steiner σπούδασε στα πανεπιστήμια του Σικάγου και του Χάρβαρντ. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και φιλοσοφία του πολιτισμού, μεταξύ άλλων, στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Γενεύης, της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Πέρα από τη λαμπρή ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ο Steiner υπήρξε και σθεναρός δημόσιος διανοούμενος, γράφοντας στον Economist, και διατηρώντας τη στήλη βιβλίου του New Yorker για πάνω από 30 χρόνια.
    Αναγνωρίζεται ως ένας απ’ τους σημαντικότερους οικουμενικούς στοχαστές των καιρών μας. Πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, μεταξύ άλλων: Ο θάνατος της τραγωδίας (Δωδώνη, 1988)· Αξόδευτα πάθη (Νεφέλη, 2001)· Οι Αντιγόνες (Καλέντης, 2001)· Στον πύργο του Κυανοπώγωνα (Scripta, 2002)· Μετά τη Βαβέλ (Scripta, 2004)· Νοσταλγία του απόλυτου (Άγρα, 2007)· Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (Αντίποδες, 2015).
    Έφυγε από τη ζωή στις 3 Φεβρουαρίου 2020.

◾Laure Adler
H Laure Adler (1950) είναι Γαλλίδα δημοσιογράφος, επιμελήτρια εκδόσεων και συγγραφέας. Διατέλεσε διευθύντρια του ραδιοφωνικού σταθμού France Culture. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα βιβλία της: Η καθημερινή ζωή στους οίκους ανοχής της Γαλλίας: 1830-1930 (Παπαδήμας, 2000)• Απόψε (Διήγηση, 2002)• Marguerite Duras: Ζωή σαν μυθιστόρημα (Ηλέκτρα, 2004).