Συγγραφέας του βιβλίου «Το πάθος και το λάθος. Κρυφές ιστορίες της ελληνικής δισκογραφίας » – Εκδόσεις «Μετρονόμος»

Πάνε δυόμισι δεκαετίες από τότε που τον γνώρισα. Συνάδελφοι στον Δήμο Καλαμαριάς αλλά δεν είχαμε πολλά – πολλά. Ένα τυπικό «γεια»… Ώσπου αποφάσισα να κάνω ένα ρεπορτάζ για τα τραγούδια στα οποία αναφερόταν η όμορφη Καλαμαριά, καθώς οι πληροφορίες έλεγαν πως δεν ήταν μόνο το «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά» που τραγούδησε ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Το έντυπο που θα το φιλοξενούσε, το περιοδικό που βγάζαμε τότε: Ο «Πολίτης Κ». «Μην ταλαιπωρείσαι άδικα. Ένας μόνο μπορεί να σου δώσει έγκυρη απάντηση: Ο Γιώγλου», μου είπαν. Έκπληκτη είδα το mail που μου έστειλε, σ’ ελάχιστες ώρες. Χρονολογίες, στιχουργοί, ερμηνευτές, τίτλοι δίσκων σ’ ένα πλήρες ρεπορτάζ – έκπληξη. Κάπως έτσι το «γεια» εξελίχθηκε σε μια εξαιρετική συνεργασία αλλά και αλληλοεκτίμηση. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν στις ζωές μας. Ο Θανάσης Γιώγλου είναι και παραμένει ένας από εκείνους τους λίγους – για την ακρίβεια τους ελάχιστους – που ήταν πάντα για μένα ένας φίλος που τιμά τη λέξη συνάδελφος. Γι αυτό, λοιπόν, νιώθω περήφανη για την υπέροχη δουλειά του, που έγινε βιβλίο, και σήμερα φιλοξενούμε (μιλώντας κατ’ εξαίρεση στον ενικό), στο Vivlio-life.

Ένα είναι σίγουρο. Ο τίτλος του βιβλίου σου δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν μ’ ένα ερώτημα που θα βάλει στη θέση τους τα πράγματα. Ποιο είναι το πάθος και ποιο το λάθος σ’ ένα βιβλίο που «ξεχειλίζει» από μουσική;
Καταρχάς ευχαριστώ πολύ το Vivlio-life για την πρόσκληση. Να ξεκινήσω λοιπόν, λέγοντας πως το πάθος είναι αυτό από το οποίο στην ουσία γεννήθηκε αυτό το βιβλίο. Το πάθος για τη μουσική, το πάθος για το τραγούδι, ιδιαίτερα το ελληνικό και ακόμα πιο ιδιαίτερα το λαϊκό, το πάθος για τη δισκογραφία, το πάθος για την καταγραφή και τη συλλογή σπάνιων οπτικοακουστικών ντοκουμέντων. Μέσα από όλα αυτά γεννήθηκαν και τα κείμενα της πρώτης ενότητας του βιβλίου. Όσο για το δεύτερο σκέλος, από την αποδοχή του βιβλίου, φαίνεται ευτυχώς πως η έκδοσή του δεν ήταν λάθος. Τα υπόλοιπα λάθη θα τα μάθουν οι αναγνώστες διαβάζοντας τα κεφάλαια της δεύτερης ενότητας του βιβλίου.

Ένας σπουδαίος Έλληνας μουσικός ο Βαγγέλης Κορακάκης προλογίζει το βιβλίο σου. Πώς εισέπραξες τα όμορφα λόγια ενός ανθρώπου που δηλώνει πως έχετε κοινή μουσική αισθητική;
Με μεγάλη χαρά, τιμή και συγκίνηση. Με τον Βαγγέλη γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 2008, με αφορμή μια μεγάλη, βιογραφική συνέντευξη που μου παραχώρησε. Εγώ βέβαια τον ήξερα πολύ πριν από τα υπέροχα τραγούδια του. Από τότε κρατήσαμε μια επαφή η οποία με τον καιρό μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε μια αληθινή φιλία για την οποία μόνο τιμημένος μπορώ να νιώθω. Έχουμε τις ίδιες αγάπες και τις ίδιες αγωνίες για το λαϊκό τραγούδι. Ίσως και τα ίδια «κολλήματα», με την καλή έννοια της λέξης. Συζητάμε ατέλειωτες ώρες τόσο από το τηλέφωνο, όσο και από κοντά, όταν κατεβαίνω στην Αθήνα, στο περίφημο καμαράκι του, στο ησυχαστήριό του στην Καισαριανή. Έτσι, όταν του ζήτησα να μου γράψει δυο λόγια για το βιβλίο δέχθηκε και σε λίγες ώρες είχα στα χέρια μου το υπέροχο κείμενό του…

Το εξώφυλλο του βιβλίου κρύβει μια ολόκληρη μουσική εποχή. Τη θυμάμαι πάντα με νοσταλγία. Ήταν δική σου πρόταση;
Χαίρομαι που θυμήθηκες την πηγή έμπνευσης του εξωφύλλου, που είναι το σκυλάκι ο Νίπερ με το γραμμόφωνο, το σήμα της εταιρείας Hismaster’svoice. Η ιδέα ήταν του αδερφικού μου φίλου και κουμπάρου, του Ραφαήλ Ιωαννίδη, ο οποίος σκέφτηκε να μπει ανάποδα το σκυλάκι και να φεύγει, ακούγοντας, υποτίθεται, ένα λάθος μέσα από ένα δίσκο, που ουσιαστικά είναι το πάθος. Η υλοποίηση της ιδέας έγινε κι αυτή από μια φίλη μου, την Μαρούλα Ξενοπούλου, ξεχωριστή γραφίστρια, η οποία παιδεύτηκε αφιλοκερδώς, μέχρι να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα, που, οφείλω να ομολογήσω, πως κέρδισε τις εντυπώσεις.

Το πάθος πολλές φορές κρύβει λάθος. Από την άλλη το πάθος οδηγεί σε λάθος. Είναι ένα τέτοιο λάθος, εκείνο που αναφέρει λανθασμένα στο 45άρι του Μίκη Θεοδωράκη διευθυντή ορχήστρας τον Μάνο Χατζιδάκι;
Δεν ξέρω αν το λάθος της ετικέτας του μικρού δίσκου με τον «Μετανάστη» του Μίκη Θεοδωράκη και του Δημήτρη Χριστοδούλου, με τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Μαρινέλλα και τον Μανώλη Χιώτη, όπου σαν διευθυντής ορχήστρας αναγράφεται ο Μάνος Χατζιδάκις, οφείλεται σε κάποιο πάθος. Αυτό για το οποίο αναρωτιέμαι και προκάλεσε και τη συγγραφή αυτού του κειμένου, είναι αν αυτός ο δίσκος κυκλοφορούσε στο εξωτερικό, με τους καλλιτέχνες αυτού του βεληνεκούς, πόσο θα κόστιζε σήμερα; Κι η απορία μου αυτή γεννήθηκε όταν διάβασα ένα άρθρο που έγραφε για ένα 7ιντσο single των Beatles που εκτυπώθηκε μόνο σε 250 αντίτυπα και πουλήθηκε 3000 £, γιατί στην ετικέτα το όνομα του Paul Mc Cartney ήταν γραμμένο λάθος!

Δώσε μας δυο ακόμη παραδείγματα λάθους και πάθους από τα δυο ομότιτλα κεφάλαια του βιβλίου σου.
Σχετικά με το «πάθος» θα σας παραπέμψω στις «Κρυφές ηχογραφήσεις» του Στέλιου Καζαντζίδη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά και στην καταγραφή που κάναμε με το φίλο μουσικό Πέτρο Πετράκη και με την ουσιαστική συμβολή του Γιώργου Νταλάρα, για την ιστορία του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Βυζαντινός Εσπερινός» του Απόστολου Καλδάρα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Όσο για το «λάθος» θα σας αναφέρω τα κείμενα για τα «Κομμένα» τραγούδια του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση, που πρωτοκυκλοφόρησαν σε δίσκους γραμμοφώνου ή 45 στροφών και στη μεταγραφή τους στα lp και στα cd μπήκαν με κομμένες εισαγωγές, φινάλε ή ακόμη και ενδιάμεσα μέρη.

Αλήθεια, γιατί ήταν επεισοδιακή η πρώτη ηχογράφηση της Χαρούλας Αλεξίου;
Η πρώτη της ηχογράφηση ήταν το «Όταν πίνει μια γυναίκα», του Βασίλη Βασιλειάδη σε στίχους Πυθαγόρα που κυκλοφόρησε το 1970 σε δίσκο 45 στροφών. Κι ήταν επεισοδιακή, γιατί το τραγούδι κυκλοφόρησε με το όνομα της Αλεξίου, αλλά στο δίσκο ακουγόταν η λαϊκή τραγουδίστρια Καίτη Πετράκη, η οποία το ηχογράφησε επίσης την ίδια εποχή. Ήταν ένα λάθος του ηχολήπτη, που διορθώθηκε στη συνέχεια και ο δίσκος κυκλοφόρησε κανονικά με το όνομα της Αλεξίου.

Και σε ποιο τραγούδι του Χρήστου Λεοντή έπαιξε γκραν–κάσα ο Στέλιος Καζαντζίδης;
Το 1981 ο Χρήστος Λεοντής, ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος πραγματοποίησαν μια σειρά συναυλιών σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια εποχή ο Λεοντής με τον Μικρούτσικο μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν ένα μέρος των παραστάσεων, για ένα δίσκο που κυκλοφόρησε με τίτλο «Συναυλίες ‘81». Ο δίσκος έκλεινε με τον ίδιο τον Χρήστο Λεοντή να τραγουδά ένα απόσπασμα από τον «Οδηγητή» σε μουσική δική του και ποίηση Κώστα Βάρναλη. Τη μέρα της ηχογράφησης του τραγουδιού πέρασε από το studio και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ρώτησε τον συνθέτη τι γράφει και ακούγοντας το τραγούδι, του άρεσε και ζήτησε κι αυτός να παίξει κάτι. Έτσι, ο Λεοντής του πρότεινε να παίξει γκραν-κάσα, όπως κι έγινε κι αυτή ήταν και η μοναδική φορά που ο Καζαντζίδης μπήκε στο studio, στην περίοδο της δωδεκάχρονης σιωπής του, για να συμμετάσχει σε μια επίσημη ηχογράφηση. Το όνομά του όμως δεν γράφτηκε στο δίσκο.

Φαντάζομαι πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να μάθουν ποιο τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή κυκλοφόρησε στην Τουρκία χωρίς το όνομά του.
Ήταν το τραγούδι «Στα ψηλά τα παραθύρια» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που ηχογραφήθηκε στην Τουρκία το 1979 με τον Τούρκο τραγουδιστή Ersan Erdura, και κυκλοφόρησε σε δισκάκι 45 στροφών με τίτλο «Hayalin Gitmez».. Όμως στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται ως στιχουργός ο Özdemir Kaptan και σαν συνθέτης κάποιος Cem Sağdiç, που δεν είναι βεβαίως το όνομα του Κουγιουμτζή στα τούρκικα.

Και βέβαια λίγοι γνωρίζουν πως σ’ ένα τραγούδι του Θανάση Πολυκανδριώτη ο Γιώργος Νταλάρας σιγοντάρισε την Πόλυ Πάνου. Ποιο ήταν αυτό το τραγούδι;
Ήταν το τραγούδι του Θανάση Πολυκανδριώτη και του Βασίλη Παπαδόπουλου «Πιο τρελή κι απ’ τους τρελούς», που κυκλοφόρησε το 1985 στο δίσκο της Πόλυς Πάνου «Τι να μας κάνει μια ζωή». Στο τραγούδι αυτό καταγράφηκε η μοναδική συνεργασία του Γιώργου Νταλάρα, σε δισκογραφικό επίπεδο, τόσο με την Πόλυ Πάνου, όσο και με τον Θανάση Πολυκανδριώτη σαν συνθέτη, αφού σαν μουσικός, στα χρόνια του ’70 ο Πολυκανδριώτης είχε παίξει σε αρκετούς δίσκους με ερμηνευτή τον Νταλάρα. Όπως και στην περίπτωση του Καζαντζίδη με το τραγούδι του Λεοντή, έτσι κι εδώ δεν μπήκε το όνομα του Νταλάρα στο οπισθόφυλλο του δίσκου, καθιστώντας τη συμμετοχή του αντικείμενο έρευνας.

Πώς έφθασαν σ’ εσένα όλες αυτές οι πληροφορίες και πόσο κράτησε η έρευνά σου.
Η έρευνα αυτή είναι αποτέλεσμα ενός καθημερινού τρόπου ζωής, που ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια και κρατάει μέχρι σήμερα κι έχει να κάνει με τη συνεχή αναζήτηση και ακρόαση γνωστών και άγνωστων δίσκων, συναυλιών κλπ και την αναζήτηση πληροφοριών για την ιστορία αυτών των έργων. Οι «πηγές» μου είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση. Μπορεί να είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, φίλοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, συλλέκτες και ερευνητές του ελληνικού τραγουδιού, οι δίσκοι, η μουσική βιβλιογραφία, δημοσιεύματα του τύπου, κάποιες διαδικτυακές καταγραφές και επιτρέψτε μου να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στο «ευαγγέλιο» της δισκογραφίας, όπως μου αρέσει να το αποκαλώ, που είναι ο «Οδηγός της ελληνικής δισκογραφίας» του άοκνου ερευνητή Πέτρου Δραγουμάνου, που για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε σε βιβλίο, αργότερα σε dvd και εδώ και λίγο καιρό έχει καταχωρηθεί και διαδικτυακά.

Μπήκες στη διαδικασία να επαληθεύσεις όσα άκουγες, διάβαζες ή έφθαναν σε σένα από στόμα σε στόμα;
Ναι, έχει συμβεί αρκετές φορές οι πληροφορίες να είναι αντικρουόμενες και να χρειαστεί να ψάξω λιγάκι περισσότερο.

Ποια από όλες τις πληροφορίες που συνέλεξες σ’ εξέπληξε περισσότερο;
Μου βάζεις δύσκολα τώρα. Αν εστιάσουμε μόνο στα περιεχόμενα του βιβλίου, θα σου αναφέρω το τραγούδι του Πολυκανδριώτη με την Πόλυ Πάνου και τον Νταλάρα.

Χαρακτηρίζεις την ελληνική δισκογραφία «μεγάλη ερωμένη». Είναι δικός σου χαρακτηρισμός ή ένας επιθετικός προσδιορισμός που επικράτησε στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας;
Δεν ξέρω αν το έχει πει κάποιος άλλος, εγώ τουλάχιστον δεν το έχω ακούσει. Όντως, η ελληνική δισκογραφία είναι για μένα και πιστεύω και για άλλους μια «μεγάλη ερωμένη». Είναι το μόνο θηλυκό με το οποίο έχω «απατήσει» τη γυναίκα μου. Το λέω φυσικά με χιούμορ και με βάση το χρόνο και το χρήμα που έχω καταναλώσει στην αναζήτηση του μουσικού υλικού.

Υπάρχει κάποια πληροφορία που έφθασε σ’ εσένα μετά την έκδοση του βιβλίου και θέλεις να τη μοιραστείς με τους φίλους του Vivlio-life;
Ασφαλώς. Η διαρκής αναζήτηση φέρνει πολύ συχνά στο φως κρυφές πτυχές της ελληνικής δισκογραφίας. Οι περισσότερες δημοσιεύονται σε άρθρα μου στο Ogdoo.gr, στο ξεχωριστό διαδικτυακό, μουσικό περιοδικό, με το οποίο συνεργάζομαι καθημερινά από τον Φλεβάρη του 2011, από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του. Εκεί με μια απλή αναζήτηση με το όνομά μου, μπορείτε να διαβάσετε χιλιάδες άγνωστες πληροφορίες και λεπτομέρειες και να απολαύσετε σπάνια οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Κάτι που έμαθα πολύ πρόσφατα και που αγνοούσα, όσο κι αν έχω ασχοληθεί με το έργο του Σταύρου Κουγιουμτζή, είναι πως το 1968 ο Σταμάτης Κόκοτας ηχογράφησε το τραγούδι του Κουγιουμτζή και του Άκου Δασκαλόπουλου «Πού ’ναι τα χρόνια», χωρίς όμως να το συμπεριλάβει σε κάποιο μικρό ή μεγάλο δίσκο.

Και τώρα που η πρώτη σου εκδοτική προσπάθεια είναι πραγματικότητα, συνεχίζεις την έρευνα; Υπάρχει πιθανότητα να γίνουν γνωστές και άλλες άγνωστες πτυχές του ελληνικού τραγουδιού;
Βεβαίως. Δεν σταματάμε εδώ. Ήδη είναι έτοιμο το μεγαλύτερο μέρος ενός βιβλίου για τη ζωή και το έργο του Σταύρου Κουγιουμτζή, που ετοιμάζω από το 2008 και θα συνοδεύεται – αν όλα πάνε καλά – από ένα cd με σπάνιες, ανέκδοτες ηχογραφήσεις από το αρχείο του συνθέτη, που μου παραχώρησε ευγενικά η οικογένειά του. Πρόβες, demo, ανέκδοτα τραγούδια κλπ. Εκτός απροόπτου, θα κυκλοφορήσει κι αυτό, όπως και «Το πάθος και το λάθος» από τις εκδόσεις του «Μετρονόμου» του Θανάση Συλιβού, που τον ευχαριστώ και από εδώ για την ζηλευτή συνεργασία μας.

Γράφεις για τη μουσική, είσαι μουσικός παραγωγός, ακούς μουσική, είσαι συλλέκτης βινυλίων και cd, έχεις προσωπικές σχέσεις με πολλούς σπουδαίους ανθρώπους οι οποίοι υπηρετούν το ελληνικό τραγούδι. Πώς και πότε ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με όλα αυτά;
Όπως γράφω και στον πρόλογο του βιβλίου, όλα αυτά ξεκίνησαν, σιγά, σιγά, από πολύ μικρή ηλικία, σχεδόν από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου. Θα μου επιτρέψετε εδώ να σας παραθέσω ένα απόσπασμα από τον πρόλογο, μέσα στο οποίο υπάρχουν οι απαντήσεις στο ερώτημά σας: «Από τα μικρά μου χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, θυμάμαι πως τις περισσότερες ώρες στο σπίτι μας ακουγόταν μουσική, από ένα πικάπ National Panasonic (το οποίο υπάρχει ακόμα) και ένα μπομπινόφωνο Philips… Κυρίως παλιά λαϊκά, αλλά και έντεχνα τραγούδια της εποχής. Και μια ταινία με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που έπαιζε κρυφά και σε πολύ χαμηλή ένταση. Στον πατέρα μου, εκτός από το να αγοράζει δίσκους, άρεσε ιδιαίτερα, να γράφει επιλογές από τους δίσκους αυτούς, ή από άλλους δανεισμένους από φίλους, σε ταινίες μπομπίνες, που διαρκούσαν οκτώ ώρες… Επιπλέον, κάθε φορά που η ασπρόμαυρη, τότε, τηλεόραση είχε ένα καλό μουσικό πρόγραμμα, έβαζε ένα μικρόφωνο μπροστά στο ηχείο της τηλεόρασης και ηχογραφούσε εξωτερικά την εκπομπή, κάτω από «νεκρική» σιγή που επικρατούσε στο σπίτι… Έτσι σώθηκαν εκπομπές όπως οι θρυλικές «Μουσικές βραδιές» του Γιώργου Παπαστεφάνου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Σωτηρία Μπέλλου, η τελευταία συναυλία του Τσιτσάνη στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας το 1983 και άλλα πολλά. Αγαπημένος δικός μου δίσκος τότε, η «Μικρά Ασία», ο «Μέτοικος» και όλοι οι δίσκοι του Σταύρου Κουγιουμτζή με τον Νταλάρα… Λίγο μετά, σε ηλικία 9-10 ετών άρχισα να ανακαλύπτω τον Καζαντζίδη, τον Τσιτσάνη, τον Μπιθικώτση και βεβαίως τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο «Επιτάφιος» ήταν ένα από τα δώρα του πατέρα μου, όταν ήμουν 10-11 ετών. Αν και είχα ακούσει το έργο αυτό και στις μπομπίνες, τότε ήταν που μου έκανε τη μεγάλη εντύπωση. Αυτή ήταν η αρχή…

Θυμάμαι πως στα σχολικά χρόνια έγραφα λίστες με τραγούδια, με μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα, που τις κρατούσα για μένα ή τις μετέτρεπα σε κασέτες. Συχνά το κάνω ακόμα και σήμερα. Στα πρόχειρα τετράδια ή στα βιβλία μου, μπορούσες να δεις, ανάμεσα στις ασκήσεις τριγωνομετρίας ή φυσικής, μια λίστα με τον «Καζαντζίδη να τραγουδάει Τσιτσάνη» ή «Τα ρεμπέτικα του Γιώργου Νταλάρα» ή «Ο Μίκης τραγουδάει Θεοδωράκη» και άλλα τέτοια… Παράλληλα λάτρευα – και λατρεύω ακόμα- να ψάχνω για διαφορετικές εκτελέσεις, ξεχασμένα και ακυκλοφόρητα τραγούδια και γενικά, είχα όλα αυτά τα συλλεκτικά «βίτσια»… Η ενασχόλησή μου με τη γραφή – δημόσια πλέον – ξεκίνησε το 2004, όταν γράφτηκα στην ανεπίσημη σελίδα των φίλων του Γιώργου Νταλάρα (www.dalaras.com/forum) και άρχισα να διοχετεύω πολλές από τις μέχρι τότε ερασιτεχνικές καταγραφές μου, αλλά και κάποια σπάνια αρχεία, εκεί… (Πολλά από αυτά τα αρχεία βέβαια, σήμερα κοσμούν το χώρο του διαδικτύου, από διάφορους «καναλάρχες» του youtube, χωρίς να αναγράφεται η αρχική τους πηγή, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, που δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί).

Η πρώτη επαφή μου με την επίσημη γραφή έγινε το καλοκαίρι του 2007, όταν ξεκίνησα να γράφω στο περιοδικό του Δήμου Καλαμαριάς «Πολίτης Κ», μουσικά θέματα και συνεντεύξεις. Πρώτο θέμα: Συνέντευξη του Γιώργου Νταλάρα. Και μετά από τρεις μήνες συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του! Έπεσα κατευθείαν στα «βαθιά» που λέμε. Παράλληλα συνεργάστηκα με τον «Μετρονόμο», το MusicHeaven αλλά και με κάποια ακόμα διαδικτυακά περιοδικά, ώσπου, μέσω μιας επιστολής που είχα στείλει στο «Δίφωνο» σχετικά με τον Καζαντζίδη, γνώρισα τον Κώστα Μπαλαχούτη, ο οποίος μου έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία, να βρεθώ στο σπουδαίο, κατά τη γνώμη μου, περιοδικό «Όασις», μαζί με κορυφαίους ερευνητές και δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Βαγγέλης Αρναουτάκης, ο Αλέξης Βάκης. Δυστυχώς, τον Μάιο του 2010 η οικονομική κρίση έβαλε «λουκέτο» στο περιοδικό. Πολύ γρήγορα όμως, τον Μάρτη του 2011, βρέθηκα στην παρέα του Ogdoo.gr, του μουσικό site που εμπνεύσθηκε και ίδρυσε ο Νίκος Αναγνωστάκης, λάτρης του ελληνικού τραγουδιού και στιχουργός, το οποίο έγινε από τότε το διαδικτυακό μου σπίτι…

Λίγο μετά ήρθε και το ραδιόφωνο. Αν και από τα εφηβικά μου χρόνια, μαζί με δυο φίλους, τον Βλαδίμηρο Μελικόπουλο και τον Ραφαήλ Ιωαννίδη, βρεθήκαμε να έχουμε στην κατοχή μας έναν μικρό «πειρατικό» ραδιοσταθμό, τα «Μουσικά fm», η σοβαρή ενασχόλησή μου με το ραδιόφωνο ήρθε τον Σεπτέμβρη του 2012, όταν ξεκίνησε η παρουσίαση της εβδομαδιαίας εκπομπής «Εγώ, δεν έχω βγάλει το ωδείο», στο Εθελοντικό Ραδιόφωνο του Δήμου Θεσσαλονίκης στους 100,6.

Και τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, για να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο, το «Πάθος και το Λάθος».

Αν ψάξω στη δισκοθήκη σου θα έβρισκα, άραγε, κάποιους δίσκους την ύπαρξη των οποίων λίγοι γνωρίζουν;
Σήμερα που ζούμε στην εποχή του διαδικτύου, είναι λίγο δύσκολο και χωράει αρκετή συζήτηση, για να οριοθετήσουμε τη σπανιότητα ενός δίσκου. Θα σας μιλήσω κρίνοντας όπως στην προ διαδικτύου εποχή και με βασικό κριτήριο την απουσία ενός δίσκου από την αγορά, σχεδόν, από τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας του, για διαφορετικούς, κάθε φορά, λόγους. Είναι αρκετοί αυτοί οι δίσκοι. Θα σας αναφέρω πρόχειρα, μόνο δέκα μικρούς και μεγάλους, όπως τους ανακαλώ στη μνήμη μου. Το πρώτο 45άρι του Γιώργου Νταλάρα με το τραγούδι των Βασίλη Αρχιτεκτονίδη & Παναγιώτη Καλαποθαράκου «Προσμονή», (που μου χάρισε πριν από χρόνια ο φίλος, ομογενής από τον Καναδά HristakiApostolakis), το σπάνιο, γαλλικό 45άρι του Σταμάτη Κόκοτα, με τις πρώτες ηχογραφήσεις του, η δεύτερη έκδοση από «Το ξεκίνημα» του Βασίλη Τσιτσάνη, ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Στράτου Διονυσίου, ο πρώτος δίσκος του Κώστα Βίρβου με τίτλο «Πίκρες και χαρές», ο δίσκος του Τώνη Μαρούδα με το Τρίο Μορένο με τίτλο «SingwithTonyMaroudas», η πρώτη έκδοση του «Μέτοικου» του Γιώργου Νταλάρα, η «Ιερά οδός» του Άγγελου Σέμπου και της Κωστούλας Μητροπούλου, μια συλλογή του Καζαντζίδη που κυκλοφόρησε το 1965 στην Αμερική με τίτλο «Καζαντζίδης Νο 2», η πρώτη έκδοση από τις «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» του Μάνου Χατζιδιδάκι κι ένας δίσκος με τίτλο «Εδώ πολυτεχνείο» που εκδόθηκε χωρίς ετικέτα, σε περιορισμένα αντίτυπα στη Σουηδία μετά την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, περιέχει δυο σπάνιες ηχογραφήσεις με τον Μίκη Θεοδωράκη και ηχητικά αποσπάσματα από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και εστάλη σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και στην Ελλάδα μέσα σε διάφορα εξώφυλλα δίσκων. Την κατοχή του την οφείλω στην απλοχεριά του φίλου δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργου Λογοθέτη, που μου τον χάρισε πριν από λίγα χρόνια. Οι ιστορίες κάποιων από αυτούς τους δίσκους υπάρχουν και στις σελίδες του βιβλίου μου…

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Ήρθε, λοιπόν, το πλήρωμα του χρόνου για να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο με μια συλλογή από κείμενα που σχετίζονται με άγνωστες ιστορίες, λεπτομέρειες και λάθη της ελληνικής δισκογραφίας που είδαν για πρώτη φορά το έντυπο ή διαδικτυακό «φως» μέσα από τις έρευνες μου. Άγνωστες δισκογραφικές εκδόσεις, δεύτερες παράλληλες εκτελέσεις, συμμετοχές τραγουδιστών σε δίσκους χωρίς την αναγραφή του ονόματος τους, λάθη στα εξώφυλλα, ηχογραφήσεις που μπήκαν «κομμένες» σε μεγάλους δίσκους και άλλες λεπτομέρειες από τον μαγικό κόσμο της μεγάλης «ερωμένης». Της ελληνικής δισκογραφίας…»

Βιογραφικό
Ο Θανάσης Γιώγλου γεννήθηκε το 1971 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει μέχρι σήμερα. Από τα μικρά του χρόνια ασχολείται με τη μουσική, είτε σαν ακροατής και συλλέκτης δίσκων, είτε σαν ερασιτέχνης μουσικός. Από το 1993 μέχρι και σήμερα εργάζεται στο Δήμο Καλαμαριάς, ενώ παράλληλα ασχολείται συστηματικά με τη μεγάλη του αγάπη, που είναι η συλλογή δίσκων και οπτικοακουστικών ντοκουμέντων που σχετίζονται με την Ελληνική μουσική.

Άρθρα και συνεντεύξεις του με σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Όασις», «Μετρονόμος», «Δίφωνο», «Πολίτης Κ», «Μusic Heaven», «Kalamarianews», «Μουσικόραμα» κ.α. Την εποχή αυτή επιμελείται και παρουσιάζει τη ραδιοφωνική εκπομπή «Εγώ, δεν έχω βγάλει το… ωδείο» στο Εθελοντικό Ραδιόφωνο του Δήμου Θεσσαλονίκης (100,6 fm), κάθε Τετάρτη στις 9 με 11 το βράδυ.

Από το 1984 αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Καλαμαριάς παίζοντας κρουστά, ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας στην Ορχήστρα σύγχρονης Ελληνικής μουσικής του Δήμου Καλαμαριάς. Το 1999 μαζί με μια παρέα φίλων ερασιτεχνών μουσικών, ίδρυσε το μουσικό σχήμα «Ταξιδιώτες στο χρόνο», με το οποίο μέχρι το 2004, πραγματοποίησε δεκάδες αξιόλογες συναυλίες – αφιερώματα.