Συγγραφέας του βιβλίου Η τρυφερή σοφία – Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Διανοητική περιπέτεια. Έτσι χαρακτηρίζει τη συλλογή κειμένων του ο Κωνσταντίνος Καρεμφύλλης και όπως διευκρινίζει στο Vivlio-life Η τρυφερή σοφία «Είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να παρατηρήσει, να ερμηνεύσει, να κατανοήσει, να συμφιλιωθεί με τη ζωή που του κληρώθηκε να ζήσει». Τα κείμενα έχουν έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα, καθώς «είναι η περιπέτεια ενός πνεύματος που ζει και ταυτόχρονα επεξεργάζεται αυτό που ζει». Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με «Σύντομες απαντήσεις για μη ερωτήματα», τις σκέψεις του συγγραφέα για τη Χαλκιδική (Οι μόνοι παράδεισοι οι ανοιχτοί στον άνθρωπο, είναι οι παράδεισοι οι χαμένοι), αλλά την εξήγησή του γιατί «Το καλοκαίρι είναι εποχή επικίνδυνη», θα αναρωτηθεί και ο ίδιος αν όντως «Είναι η σιωπή λόγος;» θα προβληματιστεί με το κεφάλαιο «Ο θάνατος, αυτό» και θα αναζητήσει εκείνο το κάτι που κρύβεται πίσω από την ερώτηση «Τίποτα πιο αισιόδοξο;»…
.

  • Το επίθετο “τρυφερή” που χαρακτηρίζει τo ουσιαστικό του τίτλου σας “σοφία” είναι λίγο περίεργο και σίγουρα θα έχετε τους λόγους σας που το επιλέξατε…
    Ερχόμαστε στη ζωή με μία μη συνειδητοποιημένη τρυφερότητα, από το μέγιστο της αγάπης μιας μάνας για το παιδί της έως την πρωτογενή χαρά ενός παιδιού που παίζει αμέριμνο με τα ελάχιστα, και καταλήγουμε συνειδητά στην τρυφερότητα, είτε ως επιλογή ζωής είτε ως γλυκιά εξουθένωση από τον αδιάκοπο αγώνα της επιβίωσης. Εκτός και αν καθ’ οδόν καταλήξουμε μισάνθρωποι, από την τραυματική επαφή και την απογοήτευση για τους λεγόμενους ανθρώπους. Αυτό είναι το απαισιόδοξο σενάριο. Η τρυφερή σοφία έχει να κάνει με αυτό που αποκομίζουμε ζώντας, ως βαθιά, ήρεμη, ουσιαστική, νηφάλια γνώση ζωής. Έχει να κάνει με τη συγκατάβαση, με το χαμόγελο προς όλους τους αφιονισμένους των νικών και της επικράτησης, με την αυθεντική αδιαφορία προς κάθε είδους αρπακτικά, με το μαλάκωμα πάνω στα λάθη τα δικά μας και των άλλων, με τα «έστω» που μαθαίνουμε να λέμε γιατί «δεν χάθηκε και ο κόσμος» και πρέπει να προχωρήσουμε παρακάτω, με την «άμβλυνση των οξύαιχμων πάνω στα οποία οικοδομήσαμε τη ζωή μας». Δεν πρόκειται για συμβιβασμό ούτε και για αλλοίωση των αξιών και των αρχών σου. Απλώς μαθαίνεις να διακρίνεις το σημαντικό από το ασήμαντο, αυτό για το οποίο αξίζει να δώσεις μάχες και αυτά για τα οποία απλά θα γυρίσεις την πλάτη και δεν θα κάνεις κανέναν να νιώσει σημαντικός ως αντίπαλός σου. Στο τέλος βιώνεις μια πληρότητα, γιατί απαλλάχτηκες από ανώφελα πάθη και έμαθες να βρίσκεις γλυκύτητα ακόμα και σε επώδυνα λάθη.
  • «Κείμενα για την περιπέτεια του καθημερινού», διαβάζουμε στον υπότιτλο. Είστε εσείς ο πρωταγωνιστής σε κάθε περιπέτεια που μας αφηγείστε;
    Πρόκειται καταρχήν για μια διανοητική περιπέτεια. Είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να παρατηρήσει, να ερμηνεύσει, να κατανοήσει, να συμφιλιωθεί με τη ζωή που του κληρώθηκε να ζήσει. Και σε δεύτερο χρόνο, να αποδεχτεί ή να αρνηθεί. Αν υπάρχει κάτι που έχει προτεραιότητα, αυτό είναι η αναπόδραστη πραγματικότητα. Και το πιο κοντινό σ’ αυτό το αναπόδραστο είναι η καθημερινότητα. Αυτήν έχουμε, με αυτήν παλεύουμε να τα βγάλουμε πέρα, με αυτό το ipso facto ελάχιστο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το μέγιστο του κόσμου, να καταλάβουμε κάτι από αυτό και πάνω απ’ όλα, να απολαύσουμε, να χαρούμε αυτό που μας έλαχε ως χάρη και δώρο της ζωής. Ως συγγραφικό υποκείμενο είμαι το μάτι που παρατηρεί τον κόσμο και μέσα από τον κόσμο, τον ίδιο μου τον εαυτό. Και αντίστροφα: μέσα στο εργαστήριο του εαυτού μου διαμορφώνω και πειραματίζομαι με μορφές κατανόησης του κόσμου. Ακόμη και ως μάτι που βλέπει, αποτελώ μέρος αυτού του κόσμου, δίνω νόημα στον κόσμο και νοηματοδοτούμαι από αυτόν. Από την άποψη αυτή τα κείμενα έχουν έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα, καθώς είναι η περιπέτεια ενός πνεύματος που ζει και ταυτόχρονα επεξεργάζεται αυτό που ζει. Και σαφέστατα στην προσέγγιση αυτή υπάρχει άποψη, απορία, θαυμασμός, έκπληξη, δέος, κρίση, κριτική, αποστροφή, αποδοχή. Δεν φτιάχνω (αν και ίσως θα ήθελα) ούτε αφηγούμαι ιστορίες. Κάθε κείμενο είναι μια ιστορία προσέγγισης («αγχιβασίη» στον λόγο του Ηρακλείτου) ποιητικής, φιλοσοφικής, στοχαστικής πάνω στα πράγματα και τις καταστάσεις που ζω.
    Χτυπιόμαστε και μάλιστα άγρια ανάμεσα στο πραγματικό και το επιθυμητό.
  • Είναι «Η τρυφερή σοφία» ο τρόπος που θέλατε να συνομιλήσετε με τους αναγνώστες σας, ώστε να τους ταρακουνήσετε και να τους βάλετε σε διαδικασία να σκεφτούν και να προβληματιστούν;
    Αν η σκέψη και ο προβληματισμός έρθουν ως αποτέλεσμα, αυτό θα είναι μέρος της ευτυχίας ενός συγγραφέα, καθώς η πράξη της επικοινωνίας (και γιατί όχι, της ιδεατής «συμ-πάθειας») θα έχει ευοδωθεί. Εκ μέρους μου δεν μπορεί να υπάρξει ως σκοπός, γιατί το να αποδεχθώ έναν τέτοιο ρόλο δημιουργεί εκ προοιμίου μορφές ανισότητας στη σχέση μου με τους αναγνώστες. Δεν ανήκω σε κάποια πνευματική πρωτοπορία που θα πρέπει να οδηγήσει τον κόσμο σε ανώτερες μορφές πνευματικότητας, να αναδείξει την πνευματική υπεροχή ως δύναμη εξουσίας κ.λπ. κ.λπ. Προσωπικά είμαι εκ φύσεως και εκ πεποιθήσεως πολύ μακριά από αυτό το μοντέλο αντίληψης του κόσμου (που έχει δημιουργήσει ο Πλάτων στην Πολιτεία του και το οποίο προβάλλουν εμφατικά διάφορες πολιτικές και θρησκευτικές κοσμοθεωρίες και είδαμε πόσα προβλήματα έχει δημιουργήσει). Ως άνθρωπος που σκέφτεται, απλώς προτείνω στους άλλους ανθρώπους, ελπίζοντας ότι θα δουν σε αυτά που εγώ λέω κάτι που οι ίδιοι έχουν υποψιαστεί ως αλήθεια. Με άλλα λόγια: θα συναντηθούμε στη μέση μια διανοητικής ουτοπίας. Μπουκάλια πετάμε στον ωκεανό από το ερημονήσι της μοναχικότητας μας και προσδοκούμε ότι κάποιος από μια άλλη πλευρά θα βρει κάποιο από αυτά, θα το ανοίξει και θα μας περιβάλει με την αγάπη και τον σεβασμό που δείχνουμε προς έναν ομοιοπαθή άγνωστο. Αν μπορέσουμε να εκφράσουμε με αισθητικά ωραίες και εύστοχες διατυπώσεις αυτό που απασχολεί ή βασανίζει τον ίδιο, τότε έχουμε πετύχει.
  • Το κείμενό σας για τη Χαλκιδική, που είναι ο τόπος που μεγαλώσατε και αφιερώνετε στον Στέργιο Βαγγλή, ήρθε για να μας θυμίσει πως σαν την Χαλκιδική δεν έχει και η αλήθεια είναι πως σε πέντε σελίδες μας δώσατε μια πλήρη εικόνα της. Τι σημαίνει για σας αυτός ο τόπος;
    Ο Στέργιος Βαγγλής είναι συγγραφέας και λογοτέχνης από τη Χαλκιδική και υπήρξε δάσκαλος μου. Άνοιξε ορίζοντες και αποτέλεσε οδηγό σε πολλές περιπτώσεις της δικής μου πνευματικής πορείας.
    Η Χαλκιδική που γνώρισα και γνωρίσαμε, πριν το καταστροφικό κύμα ενός άνευ όρων και ορίων τουρισμού, δεν υπάρχει πλέον. Υπάρχει μια άλλη Χαλκιδική, αυτή που έχει επιβιώσει και διατηρεί κάποια μνήμη ομορφιάς, πριν αποβιβαστούν σ’ αυτήν τα Βαλκάνια, οι άσχετοι, οι executives και οι ξιπασμένοι. Πριν γονατίσει από έναν κερδοσκοπικό τουρισμό. Οι Έλληνες ανακάλυψαν κάποια στιγμή πόσο όμορφη είναι η χώρα τους και αποφάσισαν να την καταστρέψουν, όπως ακριβώς ένας προαγωγός εκπορνεύει τη γυναίκα που τον ερωτεύτηκε για να βγάλει χρήματα από αυτή. Κανένα δέος απέναντι στην ομορφιά, κανένας σεβασμός απέναντι σε ένα θαύμα της φύσης, καμία σεμνότητα απέναντι σε ένα ευλογημένο τόπο, καμία μέριμνα ή σκέψη για την προστασία αυτού του θαύματος στο μέλλον. Η λέξη «αειφορία» είναι άγνωστη στους συμπατριώτες μου ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο ζωής που προϋποθέτει. Αντί αυτής, δάση καίγονται και γίνονται οικόπεδα για βίλες, ο καθένας χτίζει όπου και όπως μπορεί, καταλαμβάνει όποια παραλία θέλει και απλώνει ξαπλώστρες, για να βγάλει λεφτά. Η αυθαιρεσία και η καταπάτηση των νόμων διατρέχει ως φιλοσοφία και πρακτική τόσο την κεντρική και τοπική εξουσία όσο και τους πολίτες. Για τι άλλο υπάρχουν οι νόμοι σ’ αυτή την χώρα, παρά για να τους παρακάμπτουμε και να τους παραβαίνουμε; Πρόκειται για εθνικό άθλημα. Μία φαύλη εξουσία δημιουργεί φαύλους πολίτες, οι οποίοι θα εκλέξουν φαύλους εκπροσώπους που θα κάνουν τη φαύλη δουλειά τους κ.ο.κ. Ένας φαύλος κύκλος από τον οποίο δεν μπορούμε να βγούμε εδώ και δεκαετίες στο νεότερο ελληνικό κράτος. Με ρωτήσατε για την αγαπημένη Χαλκιδική, αλλά αυτό που συνέβη και συμβαίνει στη Χαλκιδική είναι κάτι που συμβαίνει γενικότερα στη χώρα και ο δικός μου τόπος δεν αποτελέσει εξαίρεση. Και βεβαίως τα πράγματα εξελίσσονται και αλλάζουν, θα μου πείτε, και βεβαίως από τη Χαλκιδική θα παίρνω πάντα ημίξερα ψωμάκια από τις αναμνήσεις μιας παιδικής και εφηβικής αθωότητας, όμως να υπενθυμίσω πως «εξέλιξη» σημαίνει ίσως αλλαγή, αλλά όχι απαραίτητα και «καλυτέρευση» ή «βελτίωση». Η Χαλκιδική μού έδωσε αφειδώλευτα τα πρώτα βιώματα και τις αρχικές παραστάσεις: πεύκα που καθρεφτίζονται στη θάλασσα, καβαφικές θάλασσες του πρωιού, ξεχασμένα χωριά του χειμώνα, εκτάσεις με ελαιόδεντρα που ασημίζουν στον ήλιο. Τώρα, κάποιες φορές που πηγαίνω εκεί, αναδεύεται μελαγχολικά στο μυαλό η κουβέντα εκείνη του Μπόρχες: «Οι μόνοι παράδεισοι οι ανοιχτοί στον άνθρωπο, είναι οι παράδεισοι οι χαμένοι».
  • «Ο θάνατος, αυτό». Ένα κεφάλαιο που θέτει αρκετά ερωτήματα και σίγουρα δημιουργεί στον αναγνώστη μια θλίψη επειδή διαπιστώνει πως έχει κοινά με εσάς ερωτήματα. Να μείνουμε για λίγο στο «αυτό»;
    Πρόκειται για ένα κομμάτι που γράφτηκε μετά από μια αιφνίδια αφύπνιση στις 3 η ώρα τα ξημερώματα και δεν έτυχε καμίας επεξεργασίας. Αυτό που διαβάζετε, αυτό γράφτηκε, με τη μία. Ο θάνατος, αυτό. Είναι κάποτε που δεν χρειάζονται επεξηγήσεις, γιατί ζούμε, σιωπηρά και οδυνηρά τις επεξηγήσεις. Στον θάνατο συνήθως σιωπούμε, γιατί δεν έχει νόημα να πούμε οτιδήποτε. Τι να πεις γι’ αυτήν την ακατανόητη κανονικότητα που ορίζει με απώλεια και απουσία την ανθρώπινη ύπαρξη; Η ανθρώπινη κατάσταση εμπεριέχει το τραγικό γεγονός του θανάτου, μέσα από το οποίο πρόκειται οριστικά να ακυρωθεί. Η λέξη «αυτό» είναι δεικτική και οριστική αντωνυμία. Πίσω από το δεικτικό και οριστικό «αυτό» κρύβεται η ματαιότητα της επίκλησής του, η ανικανότητα οποιασδήποτε ουσιαστικής ομιλίας, η παντελής αδυναμία κατανόησης και τέλος, η μη παραδοχή μιας επικείμενης ήττας. Η απουσία οποιασδήποτε εκούσιας συμφιλίωσης ή συμβιβασμού. Κοντά σε όλα αυτά και μία έκδηλη απέχθεια γι’ αυτή την αυτάρεσκη πραγματικότητα. Ένα μείγμα οδύνης και οργής. Είναι αυτό που είναι. Εκτός από τους κάθε λογής παπάδες, ποιος ωφελείται από όλο αυτό;
  • Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο μας περιμένει στο τέλος του βιβλίου σας: «Σύντομες απαντήσεις για μη ερωτήματα». Επιλέγω το: «Γιατί όλοι φωνάζουν επειδή δεν έχουν τίποτα να πουν». Ποια είναι η πιο πιθανή ερώτηση σ’ αυτή την απάντηση;
    Ρώτησαν κάποτε τον αγαπημένο Ηράκλειτο (σκοτεινό τον λέγαν οι σύγχρονοί του, για το δυσνόητο της σκέψης του) «Γιατί σιωπά;» και η απάντησή του ήταν «Ίνα υμείς λαλείτε». «Για να ‘‘λαλείτε’’, για να μιλάτε, για να φλυαρείτε εσείς». Αν η απαντήσεις είναι παρόμοιες, πιθανόν όμοια θα είναι και η ερώτηση: Γιατί σιωπά κανείς; Ποιοι λόγοι κάνουν τους ανθρώπους να σιωπούν; Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί δεν είχαν τόσα πολλά να πουν, εισφέροντας συστηματικά και μελαγχολικά στην ασημαντότητα. Στο “The sound of silence” των Simon & Garfunkel υπάρχουν οι στίχοι “People talking without speaking / People hearing without listening”. Δύο στίχοι που αποτυπώνουν το πνεύμα των καιρών. Πρόκειται για μία πραγματικότητα θορύβου που κάνει πολλούς ανθρώπους, που έχουν ίσως πραγματικά να πουν, να σιωπούν.
  • «Είναι η σιωπή λόγος;». Να ένα καλό ερώτημα…
    Η σιωπή είναι λόγος για εκείνους που τη νιώθουν και τη διαισθάνονται, που έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις τόσο οριακές που να επιβάλλουν τη σιωπή και το μάταιο οποιουδήποτε λόγου. Ήδη βλέπετε να εμφανίζεται εδώ ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση η συν-αίσθηση, η com-passio των Λατίνων, το ανώτερο σημείο στη δυνατότητα επικοινωνίας δύο ατόμων. Ωστόσο σε καμία περίπτωση η σιωπή δεν μπορεί να φτάσει τη δύναμη του λόγου: ο λόγος παράγει επικοινωνιακά καταρχάς αποτελέσματα και έπειτα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην πράξη, ως διαμορφωμένη συνείδηση μιας πραγματικότητας η οποία επιβάλλει να σταθούμε απέναντί της, να πάρουμε θέση. Δεν είμαστε αμοιβάδες. Είμαστε άνθρωποι που μιλάμε, επικοινωνούμε, σκεφτόμαστε και, συνυπάρχοντας λόγω φύσεως με άλλους ανθρώπους, οφείλουμε να πράττουμε, να λειτουργούμε, σε τελευταία ανάλυση πολιτικά. Η όλη κατάσταση θυμίζει τα λόγια του Μ. Αναγνωστάκη στον «Επίλογο»: «Έστω. / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.»
  • «Τίποτα πιο αισιόδοξο;» ρωτάτε. Αλήθεια ποιο θεωρείτε ποιο αισιόδοξο κεφάλαιο του βιβλίου σας;
    Θα έλεγα ένα κομμάτι που υπάρχει στην ενότητα των κειμένων για το καλοκαίρι, παρότι λανθάνουν σε αυτό και αναφορές του χειμώνα: «Το σχήμα που δίνει στα πράγματα η αγάπη». Είναι ένα κείμενο που εκφωνήθηκε στη Λογοτεχνική Σκηνή της Θεσσαλονίκης που οργάνωσε το περιοδικό Εντευκτήριο τον Νοέμβριο του 2021 και υπάρχει ως ανάγνωση αναλογίου στο διαδίκτυο. Από την άλλη στη διατύπωση περί αισιοδοξίας υπάρχει ένας υπόγειος (αυτό)σαρκασμός, καθώς αναπτύσσουμε τη λεγόμενη «αισιοδοξία» ως αντίβαρο για να κρατηθούμε από κάπου, ακριβώς τη στιγμή που τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Θα τολμούσα να πω, με μια προβοκατόρικη διάθεση, ότι η επίκληση της αισιοδοξίας είναι ακριβώς το placebo των απεγνωσμένων. Όσο πιο ευαίσθητα είναι τα μάτια των ανθρώπων, τόσο περισσότερα βλέπουν και όσο περισσότερο βλέπουν, τόσο εκλείπει η αίσια δόξα (αντίληψη) για το μέλλον. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που είχε προσέξει το ότι οι ευφυείς άνθρωποι είναι κατά κανόνα μελαγχολικοί.
  • Ραδιόφωνο. Δείχνει να κατέχει ένα σημαντικό μέρος της ζωής σας. Αναρωτιέμαι αν θέτετε στους ακροατές σας ερωτήματα, ή μήπως τους δίνετε απαντήσεις σε πιθανά ερωτήματα.
    Η αγάπη για το ραδιόφωνο είναι το ίδιο ισχυρή με την αγάπη για τη διδασκαλία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια συνέχεια της αμφίπλευρης μάθησης με ένα άλλο μέσο. Σε κάθε διαδικασία μάθησης και στο μέτρο που κάποιος δεν θεωρεί τον εαυτό του παντογνώστη ή κάτοχο της απόλυτης αλήθειας, μπορεί να μαθαίνει ο ένας από τον άλλο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
    Με τους ακροατές μου μοιράζομαι καταρχάς μουσικές, ίσως κάποτε και αισθητικές, και βασικά προσπαθούμε να περνάμε καλά με αυτές. Είναι μέσο ψυχαγωγίας, δηλαδή αγωγής της ψυχής, και όχι απαραίτητα και μόνο μέσο διασκέδασης. Τα ερωτήματα πιθανόν να ανακύπτουν καθ’ οδόν, μέσα από τις επιλογές και τους συνδυασμούς των κομματιών ή μέσα από αυτά που ως σχόλια πλαισιώνουν τα μουσικά κομμάτια.
    Μια από τις δύο βασικές προσδοκίες της ζωής μου είναι να αναγνωριστεί το ραδιόφωνο ως τέχνη και ο Wile E. Coyote να πιάσει επιτέλους τον Road Runner (…)
  • Αυτό που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης διαβάζοντας όλα τα κείμενά σας είναι πως χειρίζεστε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Άρα ως εκπαιδευτικός μπορείτε να μας δώσετε μια εικόνα από τα ελληνικά των παιδιών μας.
    Τα πράγματα δεν είναι πολύ καλά για δύο λόγους: συλλογικά δεν έχει συνειδητοποιηθεί η σημασία της γλωσσικής καλλιέργειας για την ιστορική και εθνική συνέχεια, γι’ αυτά που χρωστάμε στους προγόνους και οφείλουμε στους επιγόνους, και σε τελευταία ανάλυση για την ικανοποίηση και την θωράκιση της ψυχής και της ιδιαιτερότητάς μας. ΟΙ άλλοι λένε summer, sommer, estate, ete, εμείς λέμε καλο-καίρι, καλός καιρός/καίρι και ανθίζουμε, ξέρουμε πολύ καλά ποια κατάσταση πραγμάτων συνεπάγεται αυτό. Σε ατομικό επίπεδο οι άνθρωποι θεωρούν πως η γνώση και καλλιέργεια της γλώσσας δεν τους αποφέρει κάποια άμεση οικονομική, εξουσιαστική ή άλλη ωφέλεια, κάτι που συνιστά μέγα σφάλμα, γιατί αν ξέρεις να μιλάς και να γράφεις, αυτό συνιστά και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα επιβίωσης, υπεροχής ή διάκρισης σε έναν απελπιστικά ανταγωνιστικό κόσμο.
    Για τα ελληνικά των παιδιών και των μαθητών μας επιτρέψτε μου να σας παραπέμψω σε μία ανακοίνωσή μου που έγινε σε μία Ημερίδα των Αχέπανς για την Ελληνική Γλώσσα: «Μέσα σε ένα τέτοιο ευρύτερο εθνικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον συναντιόμαστε με τα παιδιά στο ελληνικό σχολείο. Και διαπιστώνουμε καθημερινά ότι είναι μαθητές που προέρχονται από οικογενειακά περιβάλλοντα φειδωλά σε παραστάσεις πνευματικότητας, συναντιόμαστε με παιδιά που αγνοούν ή και απαξιώνουν την ύπαρξη της εφημερίδας, που αντιμετωπίζουν με δυσανεξία την συμβατικότητα του σχολικού βιβλίου και λανθάνουσα επιθετικότητα την ανάγκη του εξωσχολικού βιβλίου, διδάσκουμε παιδιά που αρνούνται να μάθουν πια, έναν νέο μαθητότυπο εγκεφαλικά πυρπολημένο από την άχρηστη πληροφορία που σωρεύτηκε στη ζωή του, από τις πολλαπλές ανάγκες των μαθημάτων, των φροντιστηρίων, των δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών… Προσπαθούμε να διαλεχθούμε με μια γενιά ολιγόλογη, βραχυλογική και κάποτε, αφατική και βουβή. Γενιά που κοινωνιολογικά έχει χαρακτηριστεί ως “mute generation”, «σιωπηλή, βουβή, άφωνη». Το σχολείο μοιάζει να δίνει μάχες οπισθοφυλακών σε μια κοινωνία όπου οι επιδραστικοί του Youtube, του Instagram, του Tik Tok και των λοιπών Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης εισβάλλουν απρόσκλητοι στα σπίτια και διαμορφώνουν με την ανάλογη ιδιόλεκτο τρόπους σκέψης, προσωπικότητες, συμπεριφορές, εκφραστικές επιλογές και γλωσσικά αισθητήρια». [ Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται εδώ ]
  • Ας κλείσουμε την όμορφη συνομιλία μας με μια ιδιαίτερη διαπίστωσή σας. «Το καλοκαίρι είναι εποχή επικίνδυνη, γιατί κοιτάει τα χρόνια που πέρασαν και κείνα που θα’ ρθουν και το ισοζύγιο είναι συνήθως αρνητικό…». Να είναι έτσι;
    Δεν θα έπρεπε ούτε πρέπει να είναι έτσι. Αυτό που μένει ως έργο και ως οφειλή προς το θαύμα της ζωής είναι να σχεδιάσουμε τα επόμενα καλοκαίρια και να γενικεύσουμε την ιδέα ή την ουσία τους: να σκηνοθετήσουμε της ιδέα μιας ωραίας ζωής, έτσι ώστε αυτή η ζωή να αποκτήσει νόημα και αξία. Ζωή, όχι επιβίωση ή λαθροβίωση.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Βυθισμένοι στον αγώνα μιας καθημερινότητας, που όσο αυτονόητη φαντάζει τόσο πιο αινιγματική αποδεικνύεται, προσπαθούμε να κρατηθούμε άλλοτε από την ποίηση, την ανεύρεση του εξαιρετικού στη θέαση του κοινότοπου, άλλοτε από τη γνώση, τον πειστικό κατευνασμό ενός μυαλού σε απόγνωση, και άλλοτε από την πίστη, την πεποίθηση ότι όλα δεν υπάρχουν τυχαία, ανόητα και εις μάτην.
Μέσα σε όλη αυτή την παραζάλη, η διαρκής και μελαγχολική αλήθεια είναι ο έρπων χρόνος. Απέναντι στη σαρωτική πραγματικότητά του αρθρώνουμε στιγμές σπάνιας ομορφιάς, αγάπες γενναίες και μεγάλες, έργα ευγενικά της τέχνης και του ανθρώπου, ταξίδια για τη σωτηρία της ψυχής, επινοήματα που γοητεύουν, ιστορίες μέσα στις ιστορίες και ανθρώπους που διαρκούν.
Αποδράσεις ενός άλλου πραγματικού.
Και εκεί στο βάθος, στο τέλος μιας ημέρας που διαρκεί όσο η ανθρώπινη ζωή, έρχεται ανεπαισθήτως η τρυφερή σοφία, αυτή που βίαια, οδυνηρά, υπέροχα και μοναδικά αποκόμισες από το θαύμα που έλαχε να ζήσεις: “Τρυφερή” από την άμβλυνση του οξύαιχμου πάνω στο οποίο οικοδόμησες τη ζωή σου και “σοφία” από το πολύτιμο απόσταγμα που έσταζε σε κρυστάλλινο φιαλίδιο μετά από κάθε νίκη και κάθε ήττα.
Αυτό ήταν όλο, και έτσι, μέχρι το τέλος.

Βιογραφικό
Ο Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και μεγάλωσε στα Σήμαντρα Χαλκιδικής. Τελείωσε το Λύκειο στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Από το 1986 βρίσκεται στον χώρο της εκπαίδευσης, ενώ
παράλληλα συνεργάζεται με ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης (Ράδιο Ουτοπία, 904 Αριστερά στα Fm, Ράδιο Έκφραση, Μύθος στα Fm) ως παραγωγός εκπομπών μουσικής και λόγου καθώς και με εφημερίδες και περιοδικά (15 Ημέρες, Εντευκτήριο, Νέμεσις, Γνώμη
της Χαλκιδικής). Από το 2003 είναι παραγωγός μουσικών εκπομπών στον ραδιοφωνικό σταθμό Κανάλι 6 της Κύπρου. Είναι κάτοχος και διαχειριστής της Ιστοσελίδας e-keimena.gr «για την ελληνική γλώσσα στην εκπαίδευση». Εξέδωσε τα βιβλία
«Επιλεκτική Μνήμη» (Ποιήματα 2000) και «Νεοελληνική Γλώσσα για όλο το Λύκειο» (2001) και
«Η Τρυφερή Σοφία» (ΔΕΚΕ 2022). Από το 1997 έως σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος στην
Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί στη Θεσσαλονίκη.