Συγγραφέας του βιβλίου «Γέλια στο ακροατήριο» – Εκδόσεις «Μαλλιάρης-Παιδεία»

Το δικαστικό ρεπορτάζ μιας άλλης εποχής, τότε που η μοιχεία θεωρούνταν ποινικό αδίκημα, η ελεύθερη τηλεόραση αργούσε να μπει στη ζωή μας και οι εφημερίδες ήταν το κύριο μέσο ενημέρωσης, γνωρίζουμε μέσα από το βιβλίο του Νίκου Δημαρά. Επέλεξε τον τίτλο «Γέλια στο ακροατήριο» για τα δικαστικά ευτράπελα που κατέγραψε ως ρεπόρτερ τότε και τις ανάγκες της εφημερίδας στην οποία εργαζόταν και απέδωσε σήμερα με μια δεύτερη κριτική ματιά αλλά και ιδιαίτερο χιούμορ. Όπως λέει στο Vivlio-life, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, που μέσα στη δύσκολη περίοδο που βιώνουμε μας προσφέρει μια ανάσα ευθυμίας με κωμικές καταστάσεις που διαδραματίστηκαν στις παλιές δικαστικές αίθουσες «έχουμε ανάγκη το γέλιο και το χαμόγελο, όσο δύσκολα και αν περνάμε και όσο πνιγηρή και αν είναι γύρω μας η ατμόσφαιρα».

Οι ιστορίες που επιλέξατε για το νέο σας βιβλίο είναι οι καλύτερες «από μια σειρά ιστοριών, που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Μακεδονία» με τον τίτλο «Δικαστικά Ευτράπελα». Ποια χρονική περίοδο καλύπτουν;
Είναι από το 1976 μέχρι το 1985, περίπου μια δεκαετία. Αν σκεφτείτε ότι έγραφα μια ιστοριούλα σε κάθε Κυριακάτικο φύλλο της “Μακεδονίας”, υπολογίζω ότι συνολικά είχαν γραφτεί πάνω από 400 “Δικαστικά Ευτράπελα”.


Στο βιβλίο «καταγράφονται με χιούμορ τα ήθη και οι καταστάσεις μιας άλλης εποχής…». Πόσο έχουν αλλάξει τα ήθη της ελληνικής κοινωνίας από τότε μέχρι σήμερα;
Επί της ουσίας λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα ζητούμενα σε γενικές γραμμές είναι ίδια: Τσακωμοί ανάμεσα σε ζευγάρια, ερωτικές απιστίες, ζήλιες, εγωισμοί, ανταγωνισμοί ακόμη και στο δρόμο με επιδειξιομανία για τα πιο ωραία αυτοκίνητα, η ατμόσφαιρα σε κέντρα διασκέδασης, οι κομπίνες από επιτήδειους της μέρας και της νύχτας, οι νοθείες ποτών και τροφίμων, η αδιαφορία για το φυσικό περιβάλλον και τόσα άλλα. Έχει αλλάξει βέβαια το οικογενειακό δίκαιο με αναγνώριση περισσότερων δικαιωμάτων για την γυναίκα, έχει καταργηθεί η μοιχεία ως ποινικό αδίκημα και ως ένα βαθμό εξημερώθηκαν τα ήθη, καθώς τότε είχαμε περισσότερα περιστατικά άσκησης βίας κατά των γυναικών, έντονες ζηλοτυπίες και πιο πολλά επεισόδια (ακόμη και φόνους) για λόγους τιμής…


Πώς ήταν το δικαστικό ρεπορτάζ του τότε και πώς βλέπετε τον τρόπο που το καλύπτουν οι ρεπόρτερ σήμερα;
Το δικαστικό ρεπορτάζ κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος των σελίδων στις εφημερίδες, γιατί μέσα από αυτό καθρεφτιζόταν ένα μέρος της κοινωνικής ζωής, αλλά και της δραστηριότητας των ανθρώπων. Από τις υποθέσεις, που έφταναν στα δικαστήρια φαινόταν ο τρόπος, που σκέφτονταν και αντιδρούσαν οι άνθρωποι απέναντι στην έννομη τάξη και στους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν υπήρχαν άλλα μέσα ενημέρωσης πλην των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών και έτσι ο κόσμος αναζητούσε στις εφημερίδες την πληροφόρηση. Εμείς για να καλύπτουμε το δικαστικό ρεπορτάζ περνούσαμε πολλές ώρες στα δικαστήρια, στις εισαγγελίες και στα δικηγορικά γραφεία για άντληση πληροφοριών. Τα δικαστήρια συνεδρίαζαν πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα, οπότε περιμέναμε ως αργά την έκδοση αποφάσεων. Τώρα τα πράγματα είναι πιο απλά. Οι υπηρεσίες δίνουν πιο άνετα πληροφορίες και οι δημοσιογράφοι δεν καλύπτουν ολόκληρες δίκες, κρατώντας πρακτικά. Απλώς καταγράφουν τις υποθέσεις σε μονόστηλα ή σε ολιγόλεπτες ειδήσεις στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Ένα άλλο στοιχείο, που διευκολύνει την δουλειά τους είναι τα προσωπικά δεδομένα των εμπλεκομένων ανθρώπων. Τώρα λένε “ο 48χρονος” και τελείωσαν. Εμείς ψάχναμε να βρούμε ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα, ηλικία, τόπο διαμονής, οικογενειακή κατάσταση κ.λ.π. Τότε δημοσιεύαμε πλήρη στοιχεία δραστών και θυμάτων, εκτός των περιπτώσεων σεξουαλικών αδικημάτων, προσαγωγών ανηλίκων, αυτοκτονιών κ.λ.π. Υπήρχαν μόνο οι λεγόμενοι ηθικοί κανόνες και όχι προσωπικά δεδομένα.


Σίγουρα θα θέλατε να μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life μια δικαστική υπόθεση που προκάλεσε αυθόρμητα γέλια στο ακροατήριο.
Θυμάμαι την περίπτωση ενός νεαρού μοτοσικλετιστή, που είχε καθίσει στο εδώλιο για σειρά παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Περνούσε με κόκκινο όλα τα φανάρια της Βασ. Όλγας, της Γ’ Σεπτεμβρίου και της Εγνατίας οδού για να φτάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αλλά τον σταμάτησε ένα περιπολικό στην εμπορική πύλη της ΔΕΘ. Οι αστυνομικοί κατέγραψαν τις παραβάσεις και νάτος στο εδώλιο. Από τις καταθέσεις και από την απολογία του αποδείχθηκε ότι ο νεαρός είχε και συνεπιβάτιδα. Ιδού πώς περιέγραψε ο ίδιος το περιστατικό: Καθώς κατέβαινε προς το κέντρο της πόλης με την μηχανή του στη συμβολή της Βασ. Όλγας με την Σοφούλη τον έπιασε κόκκινο φανάρι. Δίπλα του ένα αυτοκίνητο φρακαρισμένο, όπως και τόσα άλλα, καθώς έχει μεγάλο μποτιλιάρισμα. Μια κοπέλα μέσα από το αυτοκίνητο και από την θέση του συνοδηγού λέει στον νεαρό μοτοσικλετιστή: “Μπορείτε να με πάρετε στη μηχανή;” Αυτός ξαφνιάστηκε αλλά δέχτηκε. “Σας παρακαλώ τρέξτε όσο μπορείτε για να μην χάσω το μάθημα στο πανεπιστήμιο”, του λέει η κοπέλα. “Δίνω τέταρτη φορά και προσπαθώ να το περάσω, αλλά έχω αργήσει με το μποτιλιάρισμα…” Άλλη κουβέντα δεν ήθελε ο νεαρός. Ανεβάζει γκάζι και περνάει σαν σίφουνας ανάμεσα από ΙΧ αυτοκίνητα και λεωφορεία. Μόλις έφτασε στην εμπορική πύλη της ΔΕΘ η κοπέλα ξεπέζεψε και έφυγε τρέχοντας. Τον ρώτησε ο πρόεδρος αν την ξαναείδε. “Όχι”, κύριε πρόεδρε. “Και τι σου έμεινε από αυτή την εμπειρία;” επέμεινε ο πρόεδρος. ‘Ένα φιλί, που μου έδωσε φεύγοντας, μόνο ένα φιλί….” Καλοσκέφτηκε ο πρόεδρος και του επέβαλε την ελαχίστη των ποινών, μονολογώντας: “Να πόσο πάει το φιλί στη Θεσσαλονίκη. Τρεις μήνες προς τετρακοσίας…” Η ποινή είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα και έτσι έφυγε ικανοποιημένος ο “ιππότης της ασφάλτου”.


Ποια από τις ιστορίες που διηγείστε στο βιβλίο σας είχε τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική κάλυψη;
Ήταν μια υπόθεση επεισοδίου σε ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, όπου εκτυλίχθηκαν σκηνές απείρου κάλλους με σπασίματα και φασαρίες εξ αιτίας ενός φουσκωμένου λογαριασμού. Ήρθαν για συμπαράσταση στον ταβερνιάρη πολλοί συνάδελφοί του και υπάλληλοι, που προσπάθησαν να δημιουργήσουν κλίμα υπέρ του κατηγορουμένου, αλλά στο τέλος έπεσε βαριά ο πέλεκυς της δικαιοσύνης με αποτέλεσμα να κοστίσει πολύ ακριβά το “φούσκωμα” του λογαριασμού.


Οι δημοσιογράφοι που καλύπτατε το δικαστικό ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, είναι γνωστό πως είχατε μια ομάδα στην οποία δύσκολα έμπαινε κάποιος νέος ρεπόρτερ. Ποια ήταν, αλήθεια, τα κριτήρια για να συνεργαστείτε μαζί του και να μοιραστείτε την είδηση;
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε μεγάλη δυσκολία στην άντληση ειδήσεων, γιατί δεν έδιναν πληροφορίες οι εισαγγελείς και οι δικαστές. Ύστερα, δεν μπορούσε κάθε φορά ο προϊστάμενος της εισαγγελίας να δέχεται έναν – έναν επτά δημοσιογράφους. Έτσι σχηματίστηκε αρχικά η “ομάδα” και κάθε μέρα 12.00 το μεσημέρι συναντούσαμε τον προϊστάμενο της εισαγγελίας. Από εκεί και πέρα υπήρχαν οι κοινές ειδήσεις από τα βουλεύματα, τα ανακριτικά γραφεία, το τμήμα εκκαθάρισης κ.λ.π. Αυτές τις κοινές ειδήσεις τις μοιραζόμασταν, κάτι που θεωρήθηκε ως “τραστ”. Δεν ήταν έτσι όμως. Είχαμε και τα αποκλειστικά μας. Απλώς όταν είχε κάποιος αποκλειστικό από δική του πηγή τηλεφωνούσε αργά το βράδυ στους άλλους και έλεγε: “Αύριο κηδεία…” Αυτό ήταν το συνθηματικό. Τους νέους τους δεχόμασταν με συναδελφικότητα, αλλά είχαμε την απαίτηση να μπορούν να συμμετέχουν στη δύσκολη δουλειά της καταγραφής των γεγονότων. Αρκετοί νέοι εξελίχθηκαν μέσα από αυτή την ομάδα και διέπρεψαν αργότερα στην Αθήνα.


Η Θεσσαλονίκη είχε πάντα τη δεύτερη θέση σ’ αυτό που λέμε μεγάλα γεγονότα (και δεν εννοώ αυτά που προκαλούν γέλιο). Ποια υπόθεση από εκείνες που έφθασαν στις δικαστικές αίθουσες θεωρείτε πιο δυνατή σε συγκίνηση και συναισθήματα;
Συνήθως προκαλούσαν μεγάλη συγκίνηση οι ανθρωποκτονίες. Από αυτές πιο σκληρή ήταν η υπόθεση της λεγόμενης Μήδειας, που είχε φαρμακώσει τα δύο παιδιά της στον Εύοσμο. Είχε πέσει πολύ κλάμα.


«Μια ανάσα δροσιάς μέσα στο κατακαλόκαιρο και υπό συνθήκες δοκιμασίας λόγω πανδημίας», χαρακτηρίσατε το βιβλίο σας. Αυτό το κατακαλόκαιρο, όμως, δοκιμαστήκαμε από κάτι ακόμα δυσάρεστο. Τις φωτιές που προκάλεσαν πικρόχολα σχόλια σε βάρος δημοσιογράφων αλλά και τη δική σας αντίδραση. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στη σχετική ανάρτηση;

Έχει επέλθει μια παραπληροφόρηση στον κόσμο και γενικά στην κοινή γνώμη για τους δημοσιογράφους από ορισμένα κέντρα κομματικών γραμμών, από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, ίσως και από εργοδοτικά συμφέροντα. Οι δημοσιογράφοι και μάλιστα οι ρεπόρτερ πρώτης γραμμής κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους και τρέχουν νύχτα – μέρα για να καλύψουν τα γεγονότα. Δεν μπορείς να βρίζεις έναν νέο άνθρωπο, που τρέχει με το μικρόφωνο στο χέρι και με την κάμερα μέσα στους καπνούς για να σου δώσει πληροφορία και εικόνα. Είναι κακοήθεια. Είναι ανευθυνότητα. Οι πολίτες θέλουν ενημέρωση και οι δημοσιογράφοι την παρέχουν ως επαγγελματίες και σκληρά εργαζόμενοι με χαμηλούς ή μέσους μισθούς υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Αισθάνθηκα λοιπόν την ανάγκη και ως μέλος του Συμβουλίου Δεοντολογίας της Ένωσης Συντακτών Μακεδονίας – Θράκης να πάρω θέση και να καταδικάσω την απρέπεια και την συκοφαντία.


Είχαμε, όμως, αυτό το καλοκαίρι και κάτι ακόμη τρομακτικό: Μια ακραία αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας και ένα ανησυχητικό αριθμό γυναικοκτονιών. Παράλληλα, πολλές ειδήσεις κακοποίησης και βίας που πήραν τη δικαστική οδό απ’ όπου προέκυψε και το κίνημα me too. Υπήρχαν τέτοιου είδους υποθέσεις σ’ εκείνα τα παλιά καλά χρόνια δημοσιογραφίας;
Ναι είχαμε και παλιά πολλές υποθέσεις, αλλά ένα μεγάλο μέρος δεν έβγαινε στη δημοσιότητα. Ιδιαίτερα οι βιασμοί, οι αποπλανήσεις και γενικά τα αδικήματα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας δεν έπαιρναν δημοσιότητα, διότι υπήρχαν πιο αυστηροί ηθικοί κανόνες ώστε να μην διαπομπευτούν τα θύματα. Επίσης πολύ συχνά αποσύρονταν οι μηνύσεις για τον ίδιο λόγο από τους γονείς ανήλικων κοριτσιών, ενώ επέρχονταν και συμβιβασμοί στο δικαστήριο με την υπόσχεση γάμου, που έδινε ο δράστης προς την κοπέλα. Οι ανθρωποκτονίες (συζυγοκτονίες) και οι κακοποιήσεις μπορώ να πω ότι ήταν περισσότερες, γιατί οι άντρες θεωρούσαν τις γυναίκες κτήμα τους και πολύ συχνά ασκούσαν βία. Ήταν τα λεγόμενα εγκλήματα για λόγους τιμής… Αλλά οι γυναίκες υπέμεναν τα βάσανα είτε από φόβο, είτε από υποταγή, που σήμερα είναι αδιανόητη.


«Το χιούμορ μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο αντίδοτο στα δύσκολα», γράφετε και αναρωτιέμαι αν μετά και απ΄ όλα αυτά που συζητάμε σ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, συνεχίζει να λειτουργεί ως αντίδοτο.
Ναι, νομίζω ότι έχουμε ανάγκη το γέλιο και το χαμόγελο, όσο δύσκολα και αν περνάμε και όσο πνιγηρή και αν είναι γύρω μας η ατμόσφαιρα. Ακόμα και τώρα διασκεδάζουμε και γελάμε βλέποντας ελληνικές ταινίες βασισμένες σε σενάρια του Αλέκου Σακελλάριου, του Δημήτρη Ψαθά και τόσων άλλων. Το χιούμορ όμως είναι τέχνη. Θέλει σπιρτάδα, θέλει ευρηματικότητα, θέλει έξυπνα παιχνίδια με τις λέξεις. Δυστυχώς αυτά που βλέπουμε στις τηλεοράσεις αυτή την εποχή δεν έχουν αυτά τα στοιχεία. Βασίζονται στη υπερβολή και συχνά στη χυδαιότητα.


Ας κλείσουμε, όμως, με χιούμορ τη συνέντευξή μας. Μιας και είστε συλλέκτης δημοσιογραφικών «μαργαριταριών», ήταν η έκφραση «εκκενώσεις κατοίκων» και η λέξη «εκκενωθέντες» εκείνες που δεν θα θέλατε να ακούσετε ποτέ ξανά από στόμα δημοσιογράφου;

Δεν ξέρω τι να κάνω, ακούγοντας τέτοια “μαργαριτάρια”. Άλλοτε γελάω και άλλοτε θυμώνω. Αναγνωρίζω το δικαίωμα των νέων ανθρώπων να χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου “δεν ψαρώνω”, ακόμη και να βάλουν νέες λέξεις στο λεξιλόγιό μας, αλλά με ενοχλεί η παραποίηση και η κακοποίηση της γλώσσας. Δεν μπορείς να λες στην τηλεόραση “διατάχθηκε εκκένωση των κατοίκων”. Πώς γίνεται αυτό; Με κλύσματα; (συγγνώμη κιόλας). Μιλάμε για εκκένωση περιοχών και οικισμών. Πιστεύω στην αισθητική της γλώσσας και του δημόσιου λόγου. Αν προσέξατε, σε όλα τα κείμενα δεν υπάρχουν λέξεις, που παραπέμπουν σε τουαλέτα… Ακόμη και μερικές θεατρικές παραστάσεις του συρμού με εξοργίζουν γιατί βασίζονται σε άσχημες εκφράσεις και σε υπονοούμενα χαμηλού επιπέδου.
Και κάποιες εκπομπές, που οι “ξύπνιοι” παρουσιαστές τους επικαλούνται την σάτιρα για να δικαιολογήσουν χυδαιότητες ή λέξεις πεζοδρομίου, επίσης με εξοργίζουν. Ανοίγεις την τηλεόραση για να δεις και κάτι ευχάριστο, αλλά αντί να γελάσεις εγκαρδίως εξοργίζεσαι. Τα ίδια και χειρότερα με ορισμένα “πρωϊνάδικα” και “μεσημεριανάδικα”, των οποίων οι συντελεστές χασκογελούν άνευ λόγου και υποβιβάζουν την νοημοσύνη μας, μάλλον άδικα…

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στο βιβλίο αυτό θα βρείτε τις καλύτερες από μια σειρά εύθυμες δικαστικές ιστορίες, που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα “Μακεδονία” με τον τίτλο ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ.
Καταγράφονται με χιούμορ τα ήθη και οι καταστάσεις μιας άλλης εποχής, αλλά τα θέματα παραμένουν επίκαιρα, καθώς δεν αλλάζουν οι τρόποι, οι συμπεριφορές και οι επιθυμίες των ανθρώπων, που αρκετές φορές τούς οδηγούν στα δικαστήρια. Συνήθως το κλίμα είναι βαρύ, αλλά υπάρχουν και υποθέσεις που σκορπούν γέλια στο ακροατήριο. Γέλια αυθόρμητα και καλοπροαίρετα, που βέβαια όλο και πιο σπάνια συναντώνται στην εποχή μας.

Βιογραφικό
Ο Νίκος Δημαράς γεννήθηκε στο Κουτσοχέρι Μεσολογγίου από γονείς αγρότες. Φοίτησε στην Παλαμαϊκή Σχολή και σε επτατάξιο νυχτερινό γυμνάσιο της Αθήνας.
Παράλληλα εργάστηκε σε μεγάλες διαφημιστικές εταιρίες, απ’ όπου στη συνέχεια ανοίχτηκαν οι δρόμοι για τη γνωριμία του με τον χώρο των εφημερίδων της εποχής και με το ραδιόφωνο του ΕΙΡ.
Παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας, διαφήμισης και μάρκετινγκ. Από το 1974 άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα “Μακεδονία”, περνώντας από διάφορες θέσεις (δικαστικό ρεπορτάζ, ελεύθερο, εξωτερική πολιτική και εθνικά θέματα). Δημοσίευσε πλήθος ρεπορτάζ και άρθρων στο περιοδικό “Επιλογές”.
Εργάστηκε για ένα διάστημα και στην εφημερίδα “Πρώτη” ως ένας εκ των ανταποκριτών της στη Θεσσαλονίκη. Για πρώτη φορά συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο το 1977, όταν άρχισε να μεταδίδεται από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας σε αυτοτελή επεισόδια η σειρά “Εύθυμες δικαστικές ιστορίες”, που βασιζόταν στα κείμενα της κυριακάτικης στήλης του στη “Μακεδονία” με τίτλο “Δικαστικά Ευτράπελα”. Διετέλεσε διευθυντής ενημέρωσης στα ραδιόφωνα 105 ΔΕΘ, Πανόραμα 98,4, Α-103, και 102fm. Επί 12 χρόνια ήταν διευθυντής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ3, ενώ για μία τριετία είχε την επιμέλεια και παρουσίαση της εκπομπής “Απόψεις – Απόψε” στην ΕΤ3, εναλλάξ με άλλους δημοσιογράφους.
Επί σειρά ετών εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της HELEXPO – ΔΕΘ και συμμετείχε πολλές φορές στις Επιτροπές του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, έχοντας συνεργασία με σπουδαίους συντελεστές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και με την “ψυχή” της διοργάνωσης, τον Άλκη Στέα. Πραγματοποίησε δεκάδες αποστολές στο εξωτερικό και κατέγραψε πλήθος γεγονότων και ανθρώπινων ιστοριών.